Έννοια και διακρίσεις της αρμοδιότητας των διοικητικών οργάνων
Της Δήμητρας Ιωακείμοβιτς,
Σύμφωνα με το άρθρο 101 του Συντάγματος, η διοίκηση του ελληνικού κράτους οργανώνεται βάσει του αποκεντρωτικού συστήματος, κατά το οποίο έχουν συσταθεί περιφερειακά όργανα, που αφενός λειτουργούν με δική τους πρωτοβουλία για θέματα που αφορούν την περιφέρειά τους, αφετέρου δεν αποσπώνται από τον κρατικό μηχανισμό και ως κρατικά όργανα υπόκεινται σε ιεραρχικό έλεγχο. Επομένως, τα διοικητικά όργανα που αποτελούν δημόσια όργανα της έννομης τάξης, ασκώντας δημόσια εξουσία, ανήκουν στο νομικό πρόσωπο του Κράτους και εντάσσονται στην διοικητική του οργάνωση.
Η δραστηριότητα της δημόσιας διοίκησης προβλέπεται ρητά από τους κανόνες δικαίου, κατανέμοντας αρμοδιότητες στα διοικητικά όργανα. Η έννοια της αρμοδιότητας συνιστά την παραχώρηση της δυνατότητας άσκησης δημόσιας εξουσίας στα διοικητικά όργανα από το Κράτος, το οποίο κατά συνέπεια δεσμεύεται από τις πράξεις τους. Ειδικότερα, έχουν την δυνατότητα να εκδίδουν διοικητικές πράξεις και να λαμβάνουν αποφάσεις, ή γενικότερα να προβαίνουν σε οποιαδήποτε αναγκαία υλική ενέργεια, πάντα εντός των ορίων της εξουσίας τους και στα πλαίσια του νόμου.
Η αρμοδιότητα διακρίνεται σε ορισμένες κατηγορίες, οι οποίες ρυθμίζουν τον τρόπο λειτουργίας και συγκρότησής των οργάνων της Διοίκησης. Σε πρώτο στάδιο, η αρμοδιότητα διακρίνεται σε καθ’ ύλην, κατά τόπον και κατά χρόνον. Η καθ’ ύλην αρμοδιότητα σχετίζεται με τον γενικό καθορισμό του αντικειμένου της δραστηριότητας των διοικητικών οργάνων, που διαφέρει ανάλογα με το νομικό πρόσωπο, στο οποίο εντάσσεται. Με άλλα λόγια, αφορά το περιεχόμενο των θεμάτων που μπορεί να επιληφθεί το διοικητικό όργανο. Παράβαση της κατά κλάδον αρμοδιότητας συνεπάγεται το ανυπόστατο της πράξης.
Παράλληλα, η κατά τόπον αρμοδιότητα ορίζει τα γεωγραφικά όρια, στα οποία τα διοικητικά όργανα περιορίζουν την δραστηριότητά τους. Για την ακρίβεια, τα κεντρικά κρατικά όργανα είναι αρμόδια για τα ζητήματα ολόκληρης της επικράτειας, ενώ τα περιφερειακά κρατικά όργανα περιορίζουν τις αρμοδιότητές τους μόνο στην περιφέρεια που ανήκουν. Με την εν λόγω διάκριση, επιτυγχάνεται η αποτελεσματικότερη επίλυση υποθέσεων των εδαφικών περιοχών που ανήκει το κάθε διοικητικό όργανο. Ακολούθως, η κατά χρόνον αρμοδιότητα καθορίζει τα χρονικά περιθώρια, εντός των οποίων το διοικητικό όργανο δικαιούται να δράσει. Έτσι, ο νόμος καθιερώνει ρητά ορισμένες προθεσμίες, με την πάροδο των οποίων προκύπτει η πρόδηλη πλημμέλεια της πράξης.
Αξίζει να επισημάνουμε, επίσης, ότι η αρμοδιότητα μπορεί να είναι αποφασιστική, γνωμοδοτική και κατευθυντήρια. Αρχικά, η αποφασιστική αρμοδιότητα παραχωρεί τη δυνατότητα στο διοικητικό όργανο να εκδίδει διοικητικές πράξεις είτε σε συνεργασία με κάποιο άλλο είτε μόνο του αποκλειστικά, όπου σε αυτή τη περίπτωση ονομάζεται «αποφασίζον όργανο». Όσον αφορά τη γνωμοδοτική αρμοδιότητα, βάσει αυτής το διοικητικό όργανο δύναται να διατυπώσει γνώμη, δεσμευτική για τα αρμόδια όργανα, συσχετιζόμενη με την σκοπιμότητα και τη νομιμότητα μίας διοικητικής πράξης. Τέλος, η κατευθυντήρια αρμοδιότητα πρόκειται για εκείνη την αρμοδιότητα, η οποία καθορίζει τη δράση του διοικητικού οργάνου, αναφορικά με τις γενικές αρχές που διέπουν την δραστηριότητά του και την πολιτική που οφείλουν να ακολουθούν.
Περαιτέρω η αρμοδιότητα διακρίνεται σε αποκλειστική, συντρέχουσα και συλλογική. Ένα διοικητικό όργανο μπορεί να έχει αποκλειστική αρμοδιότητα, όταν μόνο αυτό, όπως προβλέπεται από τον νόμο, έχει το δικαίωμα να δρα αποκλειστικά για τις υποθέσεις του. Αντίθετα, η αρμοδιότητα είναι συντρέχουσα, στην περίπτωση που δύο ή περισσότερα όργανα είναι εξίσου αρμόδια να ρυθμίσουν μία υπόθεση που έχει προκύψει. Ακόμη, η συλλογική αρμοδιότητα βασίζεται στην συναπόφαση περισσότερων διοικητικών οργάνων, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα σύνθετο όργανο. Απόρροια της συγκεκριμένης διάταξης αποτελεί η διανομή της ευθύνης σε ένα ή περισσότερα όργανα, τα οποία καθίστανται υπεύθυνα για τις ενέργειές τους.
Τελευταία, αλλά εξίσου σημαντική διάκριση, φαίνεται να είναι αυτή που διαχωρίζει την αρμοδιότητα βάσει του τρόπου άσκησής της. Συνεπώς διακρίνονται στις δράσεις που πραγματοποιούνται κατά διακριτική ευχέρεια ή είναι δέσμιες. Η αρμοδιότητα ασκείται κατά διακριτική ευχέρεια, όταν δίδεται στο διοικητικό όργανο η ελευθερία να πράξει με δική του βούληση και να αποφασίσει τον χρόνο ή το περιεχόμενο της δράσης του. Αντίθετα, η δέσμια αρμοδιότητα δεσμεύει πλήρως το όργανο ως προς τις κινήσεις του και του υποδεικνύει επακριβώς τι, πως και πότε θα το πράξει. Χρήσιμο θα ήταν να τονίσουμε, ότι όσον αφορά τη δέσμια αρμοδιότητα, δεν ασκείται στην πραγματικότητα, όπως ακριβώς αναφέρεται στη θεωρία. Τούτο αιτιολογείται από την ευελιξία που διέπει το γράμμα του νόμου, κι έτσι παραχωρείται η ευκαιρία στη Διοίκηση να ερμηνεύσει έως ένα βαθμό τις διατάξεις που ρυθμίζουν τις πράξεις της. Επομένως, η δέσμια αρμοδιότητα δεσμεύει μεν το διοικητικό όργανο, εμπεριέχει δε χαρακτηριστικά διακριτικής ευχέρειας.
Ανακεφαλαιώνοντας, είναι γεγονός ότι το διοικητικό δίκαιο διέπεται από ορισμένους παραδεδεγμένους κανόνες, οι οποίοι αποτελούν θεμέλια των διατάξεων που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά των υποκειμένων των Διοικητικών Αρχών, με κυρίαρχες την αρχή της δεσμευτικότητας και της αποκλειστικότητας της κατανομής των αρμοδιοτήτων των διοικητικών οργάνων. Σε ένα κράτος, όπως το δικό μας που κυριαρχεί ένα ιεραρχικό σύστημα, είναι λογικό ο νόμος να προβλέπει ρητά και να διακρίνει σε ποικίλες κατηγορίες τις αρμοδιότητες των διοικητικών οργάνων, προκειμένου να οριοθετήσει τη δραστηριότητά τους σε ορισμένους κανόνες, αποβλέποντας σε έναν έλεγχο νομιμότητας των πράξεων των οργάνων, ώστε καμία δράση τους να μην ενεργείται καταχρηστικά, υπερβαίνοντας τα όρια της εξουσίας τους. Όπως άλλωστε έχει παρατηρηθεί και στη νομολογία, η υπέρβαση εξουσίας τιμωρείται, με αποτέλεσμα ο πολίτης να προστατεύεται από αυθαιρεσίες της Διοίκησης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
Γέροντας Αποστόλης, Παυλόπουλος Προκόπιος, Σιούτη Γλυκερία, Φλογαϊτης Ι. Σπυρίδων, Διοικητικό δίκαιο , Ε΄ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022