Ζητήματα πολυπρόσωπων ενοχών | OffLine Post
Της Κωνσταντίνας Λάμπου,
Η πιο απλή ενοχή μπορεί να είναι μονομερής δικαιοπραξία, να έχει δηλαδή ένα μόνο υποκείμενο, αλλά μπορεί να αποτελεί και σύμβαση, να συνδέει δηλαδή δύο πρόσωπα. Όμως, παρατηρείται το συχνό φαινόμενο οι ενοχές να συνδέουν παραπάνω από δύο πρόσωπα και αυτό σημαίνει πως πρόκειται για πολυπρόσωπες ενοχές. Ο τίτλος «Ενοχή εις ολόκληρον» είναι ένας εσφαλμένος όρος στον Αστικό Κώδικα, καθώς αυτή η ενοχή θεωρήθηκε ιδιαίτερης σημασίας. Υπάρχει, βέβαια, πιθανότητα ο τίτλος να παραπλανήσει όποιον το διαβάζει και συνεπώς να πιστεύει πως κάθε πολυπρόσωπη ενοχή είναι ενοχή εις ολόκληρον, γεγονός που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Να σημειωθεί πως οι πολυπρόσωπες ενοχές είναι πολύ συνηθισμένες. Τα άρθρα 480 και επόμενα του Αστικού Κώδικα, είναι ενδοτικού δικαίου και έτσι, όσοι συμβάλλονται στη σύμβαση, μπορούν να καθορίσουν τη λειτουργία τους. Για παράδειγμα, δύνανται να προβούν στη συμφωνία ότι μια ενοχή που έχει διαιρετή παροχή, θα είναι ενοχή εις ολόκληρον. Αυτό σημαίνει πως οι ερμηνευτικοί κανόνες, αν δεν υπάρχει διαφορετική συμφωνία, τίθενται σε ισχύ.
Όταν έχουμε ενεργητική πολυπρόσωπη ενοχή, τότε τα πιο πολλά πρόσωπα είναι δανειστές, ενώ στην παθητική πολυπρόσωπη ενοχή οι περισσότεροι είναι οφειλέτες. Αντιθέτως, αν αμφότερα τα πρόσωπα είναι δανειστές και οφειλέτες, τότε πρόκειται για αμφιμερώς πολυπρόσωπη ενοχή. Παρόλα αυτά, όσον αφορά την ενοχική σχέση, θεωρείται ακόμη ενιαία και οι επόμενες ενοχικές σχέσεις δεν αποτελούν αυτοτελείς ενοχικές σχέσεις. Αυτό που είναι διαφορετικό, είναι ο βαθμός που συνδέει τα υποκείμενα. Η διάκριση των πολυπρόσωπων ενοχών, εξαρτάται από τον σύνδεσμο που έχουν τα πρόσωπα που εμπλέκονται σε αυτές. Ειδικότερα, έχουμε τη διηρημένη ενοχή, την ενοχή εις ολόκληρον, την αδιαίρετη ενοχή και την κοινή ενοχή.
Σύμφωνα με το άρθρο 480 του Αστικού Κώδικα, «Αν περισσότεροι οφείλουν διαιρετή παροχή ή αν περισσότεροι έχουν δικαίωμα σε διαιρετή παροχή, σε περίπτωση αμφιβολίας κάθε οφειλέτης έχει την υποχρέωση να καταβάλει και κάθε δανειστής έχει το δικαίωμα να λάβει ίσο μέρος». Να διευκρινιστεί πως διηρημένη ενοχή, είναι η ενοχή, της οποίας η διαίρεση γίνεται σε τόσες μερίδες, όσα είναι και τα υποκείμενα της πλευράς που έχει πιο πολλά από ένα.
Από την άλλη μεριά, η διαιρετή παροχή, είναι η παροχή που διαιρείται σε πιο πολλά τμήματα και μάλιστα η ουσία, η αξία ή η χρησιμότητά της δεν αλλοιώνονται. Αυτή η παροχή, είναι προϋπόθεση της διηρημένης ενοχής. Για να υπάρχει διαιρετή ενοχή πρέπει να κάνουν αισθητή την παρουσία τους τμήματα που έχουν οικονομική αυτοτέλεια και διακριτική χρησιμότητα, ενώ δεν επαρκεί η φυσική διαίρεση. Στον αντίποδα, η αδιαίρετη ενοχή στην πράξη λειτουργεί με παροχή χρήσης ή κατοχής πράγματος, με παράλειψη ή με δόση αδιαίρετου πράγματος.
Στο ερώτημα αν η διηρημένη ενοχή ταυτίζεται με την διαιρετή, η απάντηση είναι αρνητική, αφού η διαιρετή μπορεί να αποτελέσει και αντικείμενο εις ολόκληρον ενοχής. Ένα συνηθισμένο παράδειγμα διαιρετής παροχής είναι τα χρήματα. Αντικείμενο διηρημένης ενοχής, δε δύναται να αποτελεί αδιαίρετη παροχή, όπως είναι για παράδειγμα ένα αυτοκίνητο ή ένα μηχάνημα. Αντιθέτως, αντικείμενό της γίνεται να είναι ένα διαιρετό δικαίωμα, το οποίο σημαίνει πως διαιρείται νοητά σε ιδανικά μέρη, όπως είναι η κυριότητα. Αδιαίρετο δικαίωμα, είναι το δικαίωμα που δε διαιρείται νοητώς σε ιδανικά μέρη, όπως είναι η πραγματική δουλεία.
Στον Αστικό Κώδικα, στο άρθρο 480 καθιερώνονται δύο ερμηνευτικοί κανόνες. Σημαντικό είναι να αναφερθεί πως μια διαιρετή παροχή μπορεί να είναι διαιρεμένη, με την προϋπόθεση οι συμβαλλόμενοι ή ο νόμος να μην ορίζουν διαφορετικά και επίσης τα μερίδια να είναι ίσα. Το να χαρακτηρίζεται μια ενοχή ως ενοχή εις ολόκληρον είναι λάθος, όπως προκύπτει από τους ερμηνευτικούς κανόνες, αν οι συμβαλλόμενοι έχουν προβεί σε διαφορετική συμφωνία. Βέβαια, έχουμε να κάνουμε με διηρημένη ενοχή, εάν υπάρχει διαιρετό αντικείμενο χωρίς ένδειξη άλλης συμφωνίας.
Στο άρθρο 1885 του Αστικού Κώδικα, ορίζεται ότι: «Οι απαιτήσεις και τα χρέη της κληρονομίας διαιρούνται αυτοδικαίως μεταξύ των συγκληρονόμων ανάλογα με τη μερίδα του καθενός». Οπότε, είναι ειδικότερη εφαρμογή του πρώτου ερμηνευτικού κανόνα, αλλά όχι του δεύτερου, επειδή η διαίρεση εξαρτάται από την κληρονομική μερίδα.
Συμπερασματικά, η πλειοψηφία των δικαιωμάτων που έχει η διηρημένη ενοχή παρουσιάζουν μια αυτοτέλεια μεταξύ τους, η οποία δεν είναι απόλυτη, όμως αυτό κάμπτεται σε δύο περιπτώσεις: στη νόμιμη υπαναχώρηση, όπως ορίζεται στο ΑΚ 396 και στην ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος ΑΚ 374.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Παντελίδου Δ. Καλλιρρόη, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2019