Η Νομισματική Πολιτική της ΕΕ και ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ)
Του Γιώργου Κουτσονίκα,
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αποτελεί ένα από τα 7 θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ιδρύθηκε την 1η Ιουνίου του 1998 με απώτατο στόχο τη διατήρηση της σταθερότητας του ευρώ. Η δημιουργία της ευρωζώνης κατέστησε αδήριτη ανάγκη την εναρμόνιση της νομισματικής πολιτικής μέσω της δημιουργίας ενός κεντρικού θεσμικού οργάνου, το οποίο θα τη σχεδιάζει και θα την εποπτεύει. Η ΕΚΤ είναι πλήρως ανεξάρτητη τόσο από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και από τις εθνικές αρχές.
Σημαντικός όρος για να κατανοήσουμε το ρόλο της ΕΚΤ είναι αυτός της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ). Σύμφωνα με τη βασική αυτή έννοια, υπάρχουν δύο μορφές οικονομικής συνεργασίας στην ΕΕ: η οικονομική ένωση και η νομισματική ένωση (άρθρο 3 ΣΕΕ). Η πρώτη αφορά τα κράτη μέλη, τα οποία αναλαμβάνουν να λάβουν αποφάσεις για την υλοποίηση των στόχων της ΕΕ στα πλαίσια της αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού, να καθορίσουν, δηλαδή, δημοσιονομική πολιτική. Το άρθρο 121 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) ορίζει, ωστόσο, πως «οι οικονομικές πολιτικές των κρατών-μελών συνιστούν ζήτημα κοινού ενδιαφέροντος» καθιστώντας αναγκαίο τον συντονισμό σε επίπεδο Συμβουλίου.
Η νομισματική ένωση, από την άλλη, απαιτεί στενότερη συνεργασία και συντονισμό από ένα κεντρικό όργανο, προκειμένου να αποφευχθούν οι νομισματικές διακυμάνσεις. Νομική βάση της νομισματικής ένωσης αποτελούν μια σειρά άρθρων στη ΣΛΕΕ. Αρχικά, το άρθρο 123 διαφυλάσσει την ανεξαρτησία της ΕΚΤ και των κεντρικών τραπεζών των κρατών-μελών, απαγορεύοντάς τους τη δυνατότητα χρηματοδότησης άλλων οργάνων της ΕΕ ή κυβερνήσεων. Το άρθρο 138 διασφαλίζει τη θέση του ευρώ στο διεθνές νομισματικό σύστημα, ενώ τα άρθρα 139-144 θεσπίζουν εξαιρέσεις για ορισμένα κράτη-μέλη. Τέλος, τα όργανα λειτουργίας της ΕΚΤ καθορίζονται στα άρθρα 282-284.
Στο σημείο αυτό αξίζει να γίνει λόγος για το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ). Το Πρωτόκολλο 4, που είναι προσαρτημένο στη ΣΕΕ, περιέχει το καταστατικό του ΕΣΚΤ. Καταρχήν, ορίζει ότι το EΣΚΤ αποτελείται από την ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών, επιβεβαιώνει, όμως, την ανεξαρτησία της ΕΚΤ, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 130 της (ΣΛΕΕ). Η ΕΚΤ οφείλει να επιδιώκει τη σταθερότητα των τιμών χωρίς παρεμβάσεις από πλευράς κυβερνήσεων ή άλλων φορέων. Το Πρωτόκολλο καθορίζει, επίσης, τις αρμοδιότητες και τη διαχείριση των διαθεσίμων των Εθνικών Κεντρικών Τραπεζών, καθιστώντας τις υπεύθυνες για την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής στα κράτη μέλη. Τέλος, διαμορφώνεται ο τρόπος συνεργασίας μεταξύ της ΕΚΤ και των Εθνικών Κεντρικών Τραπεζών για την υλοποίηση των στόχων του EΣΚΤ.
Οι αρμοδιότητες του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ περιγράφονται στο άρθρο 127 ΣΛΕΕ. Παρόλο, που το εν λόγω άρθρο αναφέρεται μόνο στην ΕΣΚΤ, ουσιαστικά μιλάμε για τις αρμοδιότητες της ΕΚΤ λόγω της έλλειψης νομικής προσωπικότητας του ΕΣΚΤ. Τα βασικά καθήκοντα της ΕΚΤ είναι: α) να χαράζει και να εφαρμόζει τη νομισματική πολιτική της Ένωσης, β) να διενεργεί πράξεις συναλλάγματος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 219, γ) να κατέχει και να διαχειρίζεται τα επίσημα συναλλαγματικά διαθέσιμα των κρατών μελών και δ) να προωθεί την ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών.
Για τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στην ευρωζώνη έχει εγκαθιδρυθεί ένας μηχανισμός, με τον οποίο επηρεάζεται η εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας και η διαμόρφωση των τιμών. Ο μηχανισμός αυτός περιλαμβάνει τη ρύθμιση των τριών βασικών επιτοκίων, με τα οποία οι εμπορικές τράπεζες μπορούν να δανείζονται από την ΕΚΤ ή να καταθέτουν σε αυτή. Τα τρία αυτά επιτόκια είναι: το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης, το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων και το επιτόκιο της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης.
Οι Πράξεις Ανοικτής Αγοράς, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 18 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ, αποτελούν, επίσης, ένα εργαλείο νομισματικής πολιτικής. Οι τακτικές πράξεις ανοικτής αγοράς του Ευρωσυστήματος συνίστανται σε πράξεις μίας εβδομάδας για την παροχή ρευστότητας (Πράξεις Κύριας Αναχρηματοδότησης – ΠΚΑ) και σε πράξεις τριών μηνών για την παροχή ρευστότητας (πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης – ΠΠΜΑ).
Άλλες πράξεις ανοικτής αγοράς είναι οι πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας και οι διαρθρωτικές πράξεις. Οι πρώτες αποσκοπούν στην αντιμετώπιση αιφνίδιων διακυμάνσεων της ρευστότητας στην αγορά, ενώ οι δεύτερες έχουν κυρίως ως στόχο την προσαρμογή της διαρθρωτικής θέσης του Ευρωσυστήματος έναντι του χρηματοπιστωτικού τομέα σε μόνιμη βάση.
Η ΕΚΤ μπορεί, επίσης, να προβεί σε πάγιες διευκολύνσεις προς τα πιστωτικά ιδρύματα. Αυτές χωρίζονται σε δύο είδη: τη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης, η οποία αποσκοπεί στην εξασφάλιση ρευστότητας για διάρκεια μίας ημέρας από την κεντρική τράπεζα, με την προσκόμιση επαρκών επιλέξιμων στοιχείων ενεργητικού και τη διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων, για την πραγματοποίηση καταθέσεων μίας ημέρας στην κεντρική τράπεζα.
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 του καταστατικού της, η ΕΚΤ μπορεί να απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα να διατηρούν ελάχιστα αποθεματικά σε λογαριασμούς τους στην ΕΚΤ και στις εθνικές κεντρικές τράπεζες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ευρωπαϊκή Νομισματική Πολιτική,www.europarl.europa.eu, διαθέσιμο εδώ
- Τα θεσμικά όργανα της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, www.europarl.europa.eu, διαθέσιμο εδώ
- Τι είναι η νομισματική πολιτική;, www.ecb.europa.eu, διαθέσιμο εδώ