Η οπαδική βία και το ισχύον νομικό πλαίσιο
Της Μαρίας – Ελένης Σπαθαριώτη,
Στη σύγχρονη Ελλάδα, το φαινόμενο της οπαδικής βίας ή μάλλον της οπαδικής λατρείας που συχνά εξελίσσεται σε κτηνωδία, εμφανίζεται όλο και εντονότερα στο προσκήνιο, προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων. Ο αθλητισμός, που στην αρχαία Ελλάδα αποτελούσε σημείο αναφοράς και τρόπο αναψυχής, έχει πλέον διαμορφωθεί σε πεδίο μάχης μεταξύ των οπαδών, δημιουργώντας τραγικές και απάνθρωπες καταστάσεις, μηδενίζοντας ταυτόχρονα τόσο τις αξίες του ανθρώπου όσο και τον ίδιο τον κλάδο. Πλήθος περιστατικών, που αφορούν την οπαδική βία και επιβεβαιώνουν τη ραγδαία ανάπτυξή της, μας κάνει να αναρωτιόμαστε για τη θέση που παίρνει το δίκαιο απέναντι στην εξάλειψη ή έστω στη μείωση αυτού του φαινομένου.
Το ερώτημα που προκύπτει σχετικά με το νομοθετικό πλαίσιο και τη βία που ανθίζει στα γήπεδα είναι, αν υφίσταται κενό δικαίου από την πλευρά του νομοθέτη. Συγκεκριμένα, κενό δικαίου ανακύπτει σε ζήτημα νομικού ενδιαφέροντος, ως προς το οποίο, εν πάση περιπτώσει, θα αναμενόταν κάποια ειδικότερη νομοθετική μέριμνα. Ωστόσο, κάτι τέτοιο αποκλείεται ήδη από πολύ νωρίς, καθώς όπως αναφέρει ο καθηγητής αθλητικού δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών και δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Δημήτρης Παναγιωτόπουλος «έχουμε πάρα πολλούς νόμους που έχουν γίνει γι’ αυτό το ζήτημα και ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν μπορούν να εφαρμοστούν διάφοροι κανόνες. Άπειροι είναι οι νόμοι. Ηθελημένα και μη υπάρχει κενό στην εφαρμογή τους». Πράγματι, ήδη από το 1999 και ειδικότερα με τον νόμο 2725/1999 και άρθρο 41ΣΤ ξεκίνησε μια πορεία αντιμετώπισης της οπαδικής βίας με την θέσπιση νόμων, οι οποίοι απέβλεπαν κατά κύριο λόγο στην εξάλειψη αυτού του φαινομένου που αποτελούσε σοβαρό πλήγμα για την άνθιση του υγιούς αθλητισμού.
Συγκεκριμένα, ο νόμος προέβλεπε στην παράγραφο 1 ως ποινή, τη φυλάκιση δύο ετών καθώς και χρηματική ποινή, εφόσον δεν προβλεπόταν κάτι αυστηρότερο από κάποια άλλη διάταξη, σε όποιον εκ προθέσεως προκαλούσε ζημίες εντός των αθλητικών εγκαταστάσεων, βιαιοπραγούσε εναντίον άλλων οπαδών, και κατείχε ή χρησιμοποιούσε βεγγαλικά και καπνογόνα, που μπορούν να προκαλέσουν σωματική βλάβη. Ο νόμος 2725/1999, ο οποίος αποτελείται συνολικά από δέκα επιμέρους παραγράφους, αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την καταπολέμηση της βίας, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την υιοθέτηση διατάξεών του στον μεταγενέστερο νόμο ν. 4908/2022 περί αθλητικής βίας.
Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε, επίσης, η συμβολή του Βασίλη Φλωρίδη, ο οποίος ως αθλητικός εισαγγελέας Βορείου Ελλάδος εισήγαγε το «ιδιώνυμο αδίκημα», δηλαδή την άμεση φυλάκιση όσων αποδεδειγμένα μετείχαν σε οπαδικά επεισόδια με αφορμή κάποιον αγώνα. Ως «ιδιώνυμο» προσδιορίζεται στον νόμο το έγκλημα, για το οποίο προβλέπονται ιδιαίτερες ποινές σε σχέση με τα εγκλήματα της γενικής κατηγορίας, όπου αυτό υπάγεται.
Με λίγα λόγια, ο κ. Φλωρίδης εξειδίκευσε το περιεχόμενο των ποινών γύρω από τον αθλητισμό υποστηρίζοντας ότι «η σκληρή εφαρμογή του νόμου λειτουργεί αποτρεπτικά για όλους». Ισχύει όμως κάτι τέτοιο; Είναι ικανό το νομοθετικό πλαίσιο να εμποδίσει τη χρήση βίας στα γήπεδα και στους χώρους αθλητισμού; Η απάντηση είναι πως ακόμα κι αν δημιουργηθεί ένα τέλειο νομικό πλαίσιο χωρίς λάθη, χωρίς παρερμηνείες, η βία που εκτυλίσσεται στα γήπεδα και το πάθος μερικών για εγκληματικές ενέργειες δε θα πτοηθεί από κανέναν νόμο, όσο αυστηρή και αν προβλέπεται η τελική ποινή. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από τον καθηγητή εγκληματολογίας Γιάννη Πανούση, ο οποίος κάνει λόγο για καθαρά εγκληματικές ενέργειες, οι οποίες έχουν το πρόσχημα της οπαδικής βίας, ενώ παράλληλα, υποστηρίζει ότι απαιτείται εξάρθρωση ενός υπόγειου κυκλώματος που λυμαίνεται τον αθλητισμό.
Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνονται με το πρόσφατο γεγονός που συγκλόνισε για ακόμα μια φορά το πανελλήνιο, και το οποίο αφορά τον θανατηφόρο τραυματισμό αστυνομικού από ναυτική φωτοβολίδα στα πλαίσια μιας ακόμη εκδήλωσης της οπαδικής βίας. Για αυτόν τον λόγο, ο νομοθέτης στο πλαίσιο της πρόληψης παρόμοιων περιστατικών, προέβη σε ακόμη αυστηρότερα μέτρα όσον αφορά τους φιλάθλους και τα οποία προβλέπουν τα εξής: τη διεξαγωγή όλων των αγώνων της Super League 1 κεκλεισμένων των θυρών για τους επόμενους δύο μήνες, ενώ έως τις 12 Φεβρουαρίου 2024 θα υπάρξει περαιτέρω αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της ανωτέρω απόφασης, προκειμένου να παραταθεί η εφαρμογή τους σε περίπτωση που δεν τηρηθούν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Στόχος της κυβέρνησης είναι η αποφυγή κινδύνων για τη σωματική ακεραιότητα των συμμετεχόντων, καθώς και η μέγιστη δυνατή διασφάλιση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας.
Ωστόσο, ποιό είναι το τελικό συμπέρασμα, στο οποίο καταλήγουμε για την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας από τον νόμο; Από την ανάλυση που προηγήθηκε και τα περιστατικά που παρουσιάστηκαν, διαφαίνεται η υπέρογκη προσπάθεια τόσο της νομοθεσίας όσο και της δικαιοσύνης για ασφαλή παρακολούθηση αθλητικών δρωμένων αλλά και για παραδειγματική τιμωρία όσων προβαίνουν σε εγκληματικές ενέργειες. Παρόλα αυτά, θεωρείται απαραίτητη για τη σωστή οριοθέτηση του προβλήματος, η ένταξη της οπαδικής βίας στον ποινικό κώδικα ως επίσημου ιδιώνυμου εγκλήματος, το οποίο θα αντιμετωπίζεται με την ιδιαιτερότητα που προβλέπεται ανά περίπτωση καθώς και με τις αντίστοιχες ποινές. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσαμε να μιλάμε για μια αξιόλογη προσέγγιση του νομοθέτη και όχι απλά για ένα σύμπλεγμα άρθρων που παραπέμπουν στην εξάλειψη με παρόμοιο τρόπο του φαινομένου της οπαδικής βίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Πανούσης για οπαδική βία: «Δεν είναι παιδαρέλια που κάνουν μαγκιές, αλλά εξοπλισμένοι που ανοίγουν κεφάλια», zougla.gr, διαθέσιμο εδώ
-
Οπαδική βία: «Δεν υπάρχει κενό στον νόμο, αλλά στην εφαρμογή του», kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ