Η προστασία του μισθού και η υποχρέωση καταβολής από τον εργοδότη
Της Δωροθέας Λυπηρίδου,
Στην Ελλάδα του 2023, ο μισθός αποτελεί το βασικό μέσο βιοπορισμού του εργαζομένου και συνήθως και της οικογένειάς του. Είναι σπουδαίο να αντιληφθούμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ως μέσο διαβίωσης, ώστε να μπορέσουμε να εξηγήσουμε τις νομοθετικές προβλέψεις και ρυθμίσεις, που προκύπτουν ανά διαστήματα, με απώτερο σκοπό την ευνοϊκότερη μεταχείριση των ίδιων των υπαλλήλων. Η σχέση εργοδότη και εργαζόμενου χαρακτηρίζεται ως ανταλλακτική, με κυρίες υποχρεώσεις την καταβολή μισθού και την παροχή εργασίας αντίστοιχα από τα μέρη.
Σύμφωνα με το άρθρο 648 ΑΚ «Με την σύμβαση εργασίας ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να παρέχει, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, την εργασία του στον εργοδότη και αυτός να καταβάλει το συμφωνημένο μισθό. Σύμβαση εργασίας υπάρχει και όταν ο μισθός υπολογίζεται κατά μονάδες της παρεχόμενης εργασίας ή κατ’ αποκοπήν, αρκεί ο εργαζόμενος να προσλαμβάνεται ή να απασχολείται για ορισμένο ή για αόριστο χρόνο». Με λίγα λόγια ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του και ο εργοδότης φέρει ως αντιπαροχή τον μισθό. Σε κάθε περίπτωση και ερμηνεύοντας πάντα από νομική σκοπιά τις σχετικές διατάξεις, για τον χαρακτηρισμό μιας παροχής του εργοδότη ως μισθό, είτε αυτή αφορά σε είδος είτε σε χρήμα, θα πρέπει να καταβάλλεται ως αντιπαροχή, αντάλλαγμα με άλλα λόγια της παρεχόμενης εργασίας και όχι για την εξυπηρέτηση διαφορετικών σκοπών.
Ο χρηματικός μισθός πρέπει να καταβάλλεται «τοις μετρητοίς» και συνεπώς απαγορεύεται η καταβολή σε μορφή συναλλαγματικών ή γραμματίων. Ωστόσο, είναι δεκτή η τραπεζική και η ταχυδρομική επιταγή σε περίπτωση που συμφωνηθεί κατά αυτόν τον τρόπο. Μισθό που δύναται να αποδίδεται σε είδος και να συμφωνηθεί ως τέτοιος μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, μπορούν να χαρακτηρισθούν η παροχή από τον πρώτο προς τον τελευταίο, συγκεκριμένων υπηρεσιών όπως επίσης και η εκχώρηση της κυριότητας ή της χρήσης πραγμάτων και αντικειμένων. Πάντα, ωστόσο, σε συνάρτηση με την ανταλλακτική ιδιότητα της προσφερόμενης εργασίας.
Με βάση το άρθρο 649 ΑΚ «Αν η εργασία κατά τις συνηθισμένες περιστάσεις παρέχεται μόνο με μισθό, λογίζεται πως έχει σιωπηρά συμφωνηθεί μισθός». Ο νομοθέτης αποτρέπει με αυτόν τον τρόπο, την περίπτωση της μη καταβολής του μισθού του εργαζομένου, εάν και εφόσον δεν έχει καταρτιστεί ορθά ή ακόμα και καθόλου η ατομική σύμβαση εργασίας. Την έλλειψη ατομικής σύμβασης εργασίας αναπληρώνει, λοιπόν, το άρθρο 649 ΑΚ, το πρόβλημα που ανακύπτει, ωστόσο, δεν είναι η απουσία της σύμβασης εργασίας, αλλά το ύψος του μισθού. Το ύψος του μισθού μπορεί να συμφωνηθεί ελεύθερα και να τροποποιηθεί μεταγενέστερα από τους συμβαλλόμενους, αρκεί να μην προσκρούει η όποια συμφωνία αυτού του είδους, στους περιορισμούς που υπόκειται η ελευθερία των μερών. Σπουδαιότερος περιορισμός είναι τα κατώτατα όρια που προβλέπονται, δίνεται η δυνατότητα στα μέρη να συμφωνήσουν μισθό υψηλότερο ποτέ όμως χαμηλότερο, από τα κατώτατα όρια που προβλέπονται είτε μέσω νόμων είτε μέσω συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Ταυτόχρονα, την συμβατική ελευθερία που αφορά στο ύψος του μισθού περιορίζουν, μεταξύ άλλων, η αρχή της ίσης αμοιβής για ίσης αξίας εργασίας και η αρχή της απαγόρευσης διακρίσεων. Σπουδαίο ρόλο διαδραματίζουν σε αυτό το κομμάτι και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών που συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας και διαπραγματεύονται τα κατώτατα μισθολογικά όρια. Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας διακρίνονται από τις ατομικές, ωστόσο, ο μισθός που προκύπτει και από αυτές είναι επίσης νόμιμος. Σε περίπτωση που οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και διάλογοι δεν καταλήξουν σε κοινή συμφωνία των μερών, μπορούμε να προβούμε στην λύση του ζητήματος μέσω της διαιτητικής διαδικασίας.
Στην χώρα μας πέρα από τα παραπάνω εφαρμόζονται ρυθμίσεις που προβλέπουν τα κατώτατα όρια αποδοχών για τους εργαζομένους, οι οποίες προέρχονται από κρατικές αποφάσεις. Παρόλα αυτά, σε περίπτωση απουσίας των παραπάνω ή αδυναμίας εφαρμογής αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 653 ΑΚ «Ο εργοδότης έχει υποχρέωση να καταβάλει το συμφωνημένο ή το συνηθισμένο μισθό». Ο συνηθισμένος μισθός έρχεται σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει συμβατικός ή νόμιμος μισθός, εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 649 ΑΚ και κατά πλάσμα θεωρούμε ότι υπάρχει μισθός. Καταλήγουμε θα έλεγε κανείς, πως το γενικότερο προβλεπόμενο νομοθετικό πλαίσιο που σχετίζεται με την προστασία του μισθού δείχνει να φαίνεται επαρκές, ωστόσο, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις στην καθημερινότητα των Ελλήνων, οι οποίες θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν αυτήν την άποψη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Δημήτρης Ζερδελής, Εγχειρίδιο Εργατικού Δικαίου, Ζ’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη Σεπτέμβριος 2021