Στην θεωρία και πρακτική της διαχείρισης των κινδύνων (Risk Management) ισχύει ο κανόνας ότι τα ρίσκα που δεν μπορείς να μετακινήσεις σε κάποιον άλλο, πρέπει να τα αντιμετωπίσεις μόνος σου. Οι αναπτυγμένες κοινωνίες έχουν αναπτύξει ένα ευρύ πλέγμα κοινωνικών, επαγγελματικών και ατομικών ασφαλιστικών μηχανισμών για να συνδράμουν τους πολίτες στην μείωση της οικονομικής αβεβαιότητας.
Το ισοζύγιο των κινδύνων μεταξύ του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα καθορίζει και ερμηνεύει πλήρως την δομή των οικονομικών συστημάτων και τις προοπτικές ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας. Στο σοβιετικό μοντέλο, όλα τα ρίσκα είναι στο κράτος, ο ανταγωνισμός εξαφανίζεται, οι εργαζόμενοι αντί για μισθούς λαμβάνουν επιδόματα, και η οικονομία βρίσκεται σε μόνιμο τέλμα, μέχρι να καταρρεύσει πλήρως. Στις φιλελεύθερες κοινωνίες, τα ρίσκα μοιράζονται μεταξύ κράτους και πολιτών και διαμορφώνουν την δομή και την λειτουργία της οικονομίας, επικαθορίζουν το επίπεδο των μισθών, και δημιουργούν ή καταστρέφουν τα κίνητρα για ανάπτυξη των ατόμων, των επιχειρήσεων και της εθνικής οικονομίας.
Η Ελλάδα στην περίοδο της Μεταπολίτευσης αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα χώρας στην οποία το πολιτικό σύστημα συνειδητά κατέστρεψε τα κίνητρα των πολιτών στη διαχείριση των κινδύνων, με αποτέλεσμα την διαμόρφωση της πιο ακραίας κουλτούρας για την «αποφυγή της οικονομικής αβεβαιότητας» σε όλο τον αναπτυγμένο κόσμο, όπως θα δείξουμε παρακάτω.
Αυτό έγινε σταδιακά μέσα από τις ανεξάντλητες «πελατειακές ρυθμίσεις» των πολιτικών κομμάτων, με την δημιουργία θεσμών που μεταφέρουν όλα τα ρίσκα από τους πολίτες στο κράτος.
Τέτοιοι θεσμοί είναι αυτοί που σε πρώιμα στάδια της ζωής των ανθρώπων διδάσκουν ή επιβάλλουν την ισοπέδωση των κριτηρίων αξιολόγησης στη βασική εκπαίδευση και, αργότερα, στην πανεπιστημιακή και επαγγελματική εκπαίδευση.
Παρόμοιοι θεσμοί είναι αυτοί που επιβάλλουν την προστασία μεγάλης γκάμας επαγγελμάτων (βλ. τον τεράστιο κατάλογο επαγγελμάτων που επιχειρήθηκε, εις μάτην, να ανοίξουν μέσω των 3 Μνημονίων). Το εργασιακό καθεστώς στο ελληνικό δημόσιο δεν έχει παγκόσμιο προηγούμενο στη δημιουργία απίθανων δικαιωμάτων και εξάλειψη οποιασδήποτε υποχρέωσης ή ευθύνης του εργαζόμενου. Το σύστημα συντάξεων προσέφερε (μέχρι την κατάρρευσή του) συντάξεις που ήταν μεγαλύτερες από τους μισθούς και κατοχύρωνε τις πρόωρες συντάξεις από την ηλικία των 50 ετών. Το σύστημα δημόσιων προμηθειών αφαιρεί εξ ορισμού όλα τα ρίσκα από τους αναδόχους και τα εναποθέτει στον κρατικό προϋπολογισμό (με την γνωστή φάμπρικα της «αναθεώρησης»). Ακόμα και οι ιδιώτες επιχειρηματίες επιδιώκουν να έχουν πελατειακή σχέση κυρίως με το δημόσιο.
Μόνο οι ιδιωτικές εξαγωγικές επιχειρήσεις αποτελούν κλασσική περίπτωση οικονομικών μονάδων που αναλαμβάνουν ρίσκα, καινοτομούν, και ανταγωνίζονται ευθέως στις διεθνείς αγορές.
Διεθνείς οργανισμοί έχουν ασχοληθεί με την συγκριτική ανάλυση της κουλτούρας των αναπτυγμένων κοινωνιών σχετικά με την στάση τους απέναντι στην διαχείριση των κινδύνων και της οικονομικής αβεβαιότητας. Έχει διαπιστωθεί ότι οι κοινωνίες με τον μεγαλύτερο βαθμό «αποφυγής της οικονομικής αβεβαιότητας» είναι λιγότερο ανταγωνιστικές, υστερούν σε θέματα καινοτομίας, και αναπτύσσουν δυσκίνητους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς. Τα αντίθετα κοινωνικά χαρακτηριστικά έχουν οι κοινωνίες που έχουν μικρότερη αποστροφή στους οικονομικούς κινδύνους.
Ο πιο έγκυρος οργανισμός μελέτης της κοινωνικής συμπεριφοράς ως προς την οικονομική αβεβαιότητα ιδρύθηκε από τον Geert Hofstede, υψηλόβαθμο στέλεχος της ΙΒΜ, ο οποίος διενήργησε τις πρώτες διεθνείς συγκριτικές έρευνες στη δεκαετία του 1960-70 και σήμερα αποτελούν την βάση της μεθοδολογίας διαπολιτισμικής ψυχολογίας σε όλα τα πανεπιστήμια του κόσμου.
Στις έρευνες αυτές, η Ελλάδα ήταν πρώτη στη δεκαετία του 1970 και παραμένει πρώτη μέχρι σήμερα σε όλο τον αναπτυγμένο κόσμο όσον αφορά την αποφυγή της οικονομικής αβεβαιότητας (δείκτης The Hofstede Centre Culture Compass). Το γεγονός αυτό ερμηνεύει γιατί η χώρα είναι ουραγός στην καινοτομία και στον αριθμό αδειών για πατέντες (δείκτης European Commission Innovation Union Scoreboard). Για τους ίδιους λόγους, η χώρα έχει ένα βαρύ γραφειοκρατικό σύστημα που εξουδετερώνει τους οικονομικούς κινδύνους για τις ευρύτατες και πολυάριθμες ομάδες που καλύπτονται από το σύστημα αυτό (δείκτης World Bank Ease of Doing Business Ranking).
Τα διδάγματα για την Ελλάδα είναι ευκρινή. Το πρώτο είναι ότι το ισοζύγιο κινδύνων μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα που επιλέξαμε, κυρίως στην περίοδο της Μεταπολίτευσης, δημιούργησε μια εκτεταμένη κουλτούρα ραντιέρηδων, όπου ένα συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό του πληθυσμού εγκατέλειψε την προσπάθεια επιβίωσης και ανάπτυξης με ίδια μέσα (και αναλαμβάνοντας τους αναλογούντες οικονομικούς κινδύνους) και εναπόθεσε την ευημερία του στη στήριξη του κρατικού προϋπολογισμού. Η μεταβίβαση τέτοιου πρωτοφανούς όγκου οικονομικών κινδύνων στον κρατικό προϋπολογισμό, τόσο από τους πολίτες όσο και από τις επιχειρήσεις, οδήγησε σε τεράστια δημοσιονομικά ελλείματα και σε ακόμα μεγαλύτερο εξωτερικό δανεισμό, με αποτέλεσμα την ουσιαστική πτώχευση της χώρας στην προηγούμενη δεκαετία.
Το δεύτερο δίδαγμα από τα παραπάνω είναι ότι η χώρα πρέπει να υλοποιήσει έναν εκτεταμένο αναδασμό οικονομικών κινδύνων μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, με την πραγματοποίηση των μεγάλων μεταρρυθμίσεων που εκκρεμούν τα τελευταία τριάντα χρόνια στο σύστημα των συντάξεων, της υγείας, των κρατικών προμηθειών, των δημόσιων έργων, κλπ. Η προσαρμογή του πληθυσμού στα νέα δεδομένα έχει ήδη αρχίσει. Μελέτη της ΔΙΑΝΕΟΣΙΣ δείχνει ότι το ποσοστό των νέων που επιθυμεί να απασχοληθεί στο δημόσιο έχει μειωθεί από 38% το 2009 σε 20% το 2020.
Το μεγαλύτερο δίδαγμα, όμως, είναι ότι για να αλλάξει η κουλτούρα διαχείρισης κινδύνων στη χώρα και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για σταθερή και βιώσιμη ανάπτυξη πρέπει να σχεδιαστεί από την αρχή ένα νέο σύστημα εκπαίδευσης, το οποίο θα διδάσκει στα παιδιά ότι δεν υπάρχει τρόπος στις ανθρώπινες κοινωνίες να αποστειρωθούν οι οικονομικοί κίνδυνοι και ότι όσες κοινωνίες το επιχείρησαν περιέπεσαν σε κατάσταση μόνιμου τέλματος.
Επομένως, τα σχολεία πρέπει να διδάσκουν την επιχειρηματικότητα και την ανάληψη κινδύνων, στη θεωρία και στην πράξη, με την υιοθέτηση και εφαρμογή των καλύτερων σχετικών διεθνών πρακτικών. Εάν καταφέρουμε κάτι τέτοιο, αυτή θα είναι η μεγαλύτερη κληρονομία που θα αφήσουμε στις επόμενες γενιές.
Μιλτιάδης Νεκτάριος,
Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς