Οι γενικές δικονομικές αρχές της διοικητικής δίκης
Του Γιώργου Κουτσονίκα,
Στο πλαίσιο της ελληνικής συνταγματικής τάξης, πρωταρχικός σκοπός της διοικητικής δίκης είναι η προστασία των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των ιδιωτών. Το άρθρο 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος παρέχει στον ιδιώτη τη δυνατότητα να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του μέσω της διοικητικής δίκης. Αυτό περιλαμβάνει τη δυνατότητα καταγγελίας παραβάσεων από τη Διοίκηση, καθώς και την αναζήτηση αναγνώρισης και προστασίας των δικαιωμάτων του μέσω του διοικητικού δικαστηρίου. Για την επίτευξη του παραπάνω σκοπού και κυρίως για να καλυφθούν ερμηνευτικά και νομικά κενά, η διοικητική δίκη διέπεται από ορισμένες γενικές αρχές, άγραφους, δηλαδή, κανόνες που συνάγονται από το σύνολο της νομοθεσίας.
Οι γενικές αρχές αφορούν τρία κυρίως ζητήματα: α) την εξουσία υπαγωγής μιας διαφοράς σε δίκη, προόδου της δίκης και κατάργησής της, β) τα εξωτερικά γνωρίσματα της διοικητικής δίκης και γ) τη σχέση ανάμεσα στο δικαστήριο και τους διαδίκους. Τις αρχές αυτές αποδίδουν ιδίως βασικοί διαδικαστικοί κανόνες στα άρθρα 17-40 του πδ 18/1989 και 33-43 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔικ).
Κρίσιμης σημασίας για το διοικητικό δικονομικό δίκαιο είναι η αρχή της ελεύθερης διάθεσης του αντικειμένου της δίκης. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη αρχή, η έναρξη της δίκης, η έκταση του αντικειμένου και η περάτωσή της εξαρτώνται, κατά βάση, από τη βούληση των διαδίκων και όχι από την αυτεπάγγελτη ενέργεια του δικαστηρίου. Η σημαντική διαθετική εξουσία που έχει ο διάδικος στη διοικητική δίκη διαφαίνεται και από την αρχή της δικαστικής απόφανσης εντός των ορίων της αίτησης του ιδιώτη. Η αρχή αυτή εκφράζεται στα άρθρα 79 και 224 ΚΔΔικ και σημαίνει ότι ο διοικητικός δικαστής δεν μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση του διαδίκου, να ακυρώσει ολικά τη διοικητική πράξη, όταν του ζητείται με το ένδικο βοήθημα μόνον η μερική ακύρωσή της ή να επιδικάσει τόκους, όταν αυτό δεν ζητείται (άρθρο 77 παρ. 1 ).
Διαφορετική έκφανση της αρχής της ελεύθερης διάθεσης του αντικειμένου της δίκης είναι και η κατάργησή της με πρωτοβουλία του διαδίκου που την ξεκίνησε. Ειδικότερα, ο ιδιώτης μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο του ενδίκου βοηθήματος (άρθρα 30 πδ 18/1989 και 142, 143 ΚΔΔικ) ή να αποδεχθεί την προσβαλλόμενη πράξη, με συνέπεια την απόρριψη του ενδίκου βοηθήματος ως απαραδέκτου (άρθρο 29 πδ 18/1989). Στην περίπτωση του θανάτου του διαδίκου, η δίκη διακόπτεται και τελικά καταργείται, εφόσον οι δικαιούμενοι να την επαναλάβουν, δεν επιθυμούν τη συνέχισή της.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, υπάρχουν και ορισμένοι περιορισμοί στην ελευθερία των διαδίκων. Σύμφωνα με το άρθρο 33 ΚΔΔικ, το δικαστήριο μεριμνά για την πρόοδο της δίκης. Έτσι, ενώ στην πολιτική δίκη η αγωγή ασκείται με κατάθεση και επίδοση του ενδίκου βοηθήματος, τα ένδικα βοηθήματα της διοικητικής δίκης ασκούνται με απλή κατάθεση του δικογράφου. Οι κοινοποιήσεις προς τον αντίδικο και οι κλήσεις προς συζήτηση γίνονται με πρωτοβουλία του δικαστηρίου και όχι των διαδίκων. Το άρθρο 33 ΚΔΔικ θεσπίζει, επίσης, το ανακριτικό σύστημα (ανακριτική αρχή), σύμφωνα με το οποίο το δικαστήριο λαμβάνει όλα τα κατά την κρίση του πρόσφορα μέτρα για τη διακρίβωση της αλήθειας και την ταχύτερη έκδοση της απόφασης.
Προχωρώντας στα εξωτερικά γνωρίσματα της διοικητικής δίκης, η αρχή της συγκέντρωσης προβλέπει ότι τα μέσα επίθεσης και άμυνας μπορούν κατά βάση να προβληθούν μέχρι το πέρας της πρώτης επ’ ακροατηρίω συζήτησης, η οποία είναι δημόσια, σύμφωνα με την αρχή της δημοσιότητας. Παράλληλα, τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντ και 39 παρ. 1 ΚΔΔικ καθιερώνουν την αρχή της αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων.
Αξίζει να σταθούμε στην αρχή της εγγράφου προδικασίας. Όπως προκύπτει από αρκετές διατάξεις των άρθρων 17-40 του πδ 18/1989 και των άρθρων 126-131 ΚΔΔικ της κύριας διαδικασίας, προηγείται έγγραφη προδικασία. Ο σκοπός της προδικασίας έγκειται στην προετοιμασία, αφενός των επιθετικών και αμυντικών μέσων των διαδίκων και, αφετέρου του ίδιου του δικαστηρίου για τη συζήτηση στο ακροατήριο. Η προδικασία έχει και στοιχεία προφορικότητας, όπως στην περίπτωση της ακυρωτικής δίκης όπου ο εισηγητής συνομιλεί για την υπόθεση με τους διαδίκους (άρθρο22, πδ 18/1989). Πρόκειται για εξουσία που συνδέεται με το ανακριτικό σύστημα, έκφανση του οποίου αποτελεί και ο αυτεπάγγελτος δικαστικός έλεγχος των διαδικαστικών προϋποθέσεων.
Τα πράγματα είναι διαφορετικά στην διαδικασία στο ακροατήριο, όπου σύμφωνα με το άρθρο 33 πδ 18/1989 η διαδικασία διεξάγεται προφορικά και στηρίζεται στην προβλεπόμενη από τις κείμενες διατάξεις προδικασία. Στην πράξη, προφορική είναι η διαδικασία στην ακυρωτική δίκη, ενώ στη δίκη ουσίας του ΚΔΔικ, οι διάδικοι αρκούνται στη δήλωση της παράστασής τους και την αίτηση για χορήγηση προθεσμίας νομιμοποίησης, ενώ το δικαστήριο περιορίζεται στη διαπίστωση ότι η υπόθεση συζητείται ή αναβάλλεται.
Η αρχή της δικονομικής ισότητας καθιερώνεται με το άρθρο 40 ΚΔΔικ, σύμφωνα με το οποίο οι διάδικοι είναι ίσοι ενώπιον των δικαστηρίων και έχουν τα ίδια δικονομικά δικαιώματα και τις ίδιες δικονομικές υποχρεώσεις. Οι αποκλίσεις από την αρχή αυτή πρέπει να είναι δικαιολογημένες και ο λόγος απόκλισης να έχει συνταγματικό έρεισμα. Το Δημόσιο διατηρεί, ωστόσο, ορισμένα δικονομικά προνόμια, όπως είναι η πλήρης αποδεικτική δύναμη των δημοσίων εγγράφων. Η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως καθιερώνεται στο άρθρο 41 ΚΔΔικ.
Όπως και στο Αστικό Δικονομικό Δίκαιο ισχύει και στη Διοικητική Δικονομία η αρχή της άπαξ άσκησης των ενδίκων μέσων, ανεξαρτήτως του αν το ένδικο μέσο απορρίφθηκε για τυπικούς ή ουσιαστικούς λόγους. Προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής είναι η προηγούμενη άσκηση ομοειδούς ένδικου μέσου, ανεξαρτήτως του αν συζητήθηκε ή όχι, η ταυτότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και η ταυτότητα των διαδίκων. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης αγωγής ή προσφυγής, όταν η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για λόγους τυπικούς. Η αγωγή ή προσφυγή αυτή ασκείται εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της τελεσίδικης απόφασης και τα αποτελέσματα της άσκησής της ανατρέχουν στο χρόνο άσκησης της πρώτης (ΣτΕ 1369/2018).
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 1 ΚΔΔικ, «οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι, οι εκπρόσωποι και οι δικαστικοί πληρεξούσιοι οφείλουν να ενεργούν σύμφωνα με τους κανόνες της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, να τηρούν το καθήκον της αλήθειας και να αποφεύγουν ενέργειες που προδήλως παρελκύουν τη δίκη». Στοιχείο της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης συνιστά και η προβλεπόμενη στο άρθρο 43 ΚΔΔικ υποχρέωση ευπρεπούς διατύπωσης των δικογράφων και των υπομνημάτων. Σε περίπτωση παράβασης της παραπάνω αρχής, η κύρωση δεν είναι το απαράδεκτο της σχετικής διαδικαστικής πράξης, αλλά χρηματικές και πειθαρχικές κυρώσεις.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Π.Δ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 6η έκδοση, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2014
- Πάνος Λαζαράτος, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 4η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2021