Σαν σήμερα: Μάχη της Αράχωβας, ο Καραϊσκάκης στήνει πυραμίδα από κεφάλια Τούρκων
Η μάχη της Αράχωβας ήταν πολεμική εμπλοκή της επανάστασης του ’21 κατά την οποία οι Έλληνες επαναστάτες, με αρχηγό τον Γεώργιο Καραϊσκάκη πέτυχαν μεγάλη νίκη επί των Τούρκων του Μουσταφάμπεη. Έλαβε χώρα μεταξύ 18 και 24 Νοεμβρίου του 1826, στην Αράχωβα της Βοιωτίας.
Έπειτα από την πτώση του Μεσολογγίου, στις 28 Μαΐου 1826, ο Κιουταχής εισέβαλε στην Αττική. Στις 3 Ιουλίου του ιδίου έτους, ξεκίνησε τον αποκλεισμό της Αθήνας, ενώ, έναν μήνα αργότερα, και πιο συγκεκριμένα στις 3 Αυγούστου, οι Οθωμανοί υποχρέωσαν τους υπερασπιστές της Αθήνας σε υποχώρηση προς την Ακρόπολη. Τότε ο πρόεδρος της επαναστατικής Κυβέρνησης, Ανδρέας Ζαΐμης, παραμερίζοντας τις μνήμες από την εισβολή των ρουμελιώτικων στρατευμάτων στην Πελοπόννησο κατά τον Εμφύλιο πόλεμο (1823-1825), ανέθεσε στον Γεώργιο Καραϊσκάκη την αρχιστρατηγία της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο Κιουταχής.
Κατά τη διάρκεια των αμέσως επόμενων μηνών του 1826, οι Έλληνες έστησαν στρατόπεδο στην περιοχή της Ελευσίνας, ενώ, παράλληλα, πέτυχαν σε δύο περιπτώσεις την περαιτέρω ενίσχυση των πολιορκημένων, με έμψυχο δυναμικό, υπό την ηγεσία των Κριεζώτη και Φαβιέρου, καθώς και με πολεμοφόδια. Τις ενισχύσεις αυτές ακολούθησε σειρά συγκρούσεων μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών, όπως η μάχη του Χαϊδαρίου.
Τότε ο Καραϊσκάκης αποφάσισε να εκστρατεύσει στις περιοχές της Ανατολικής Στερεάς που είχαν συνθηκολογήσει με τους Τούρκους με σκοπό να εκδιώξει τις εχθρικές φρουρές και να προκαλέσει αντιπερισπασμό στον Κιουταχή, ο οποίος θα αναγκαζόταν έτσι να στείλει βοήθεια, αφαιρώντας δυνάμεις από τους πολιορκητές της Ακρόπολης. Ο Καραϊσκάκης διέθετε 2.000 πεζούς και 64 ιππείς, υπό τον Χατζημιχάλη Νταλιάνη, κυρίως Ηπειροσουλιώτες. Αυτοί, αφού θα ξεσήκωναν πάλι τις προσκυνημένες περιοχές, θα κατευθύνονταν στις Θερμοπύλες για να αποκόψουν τις συγκοινωνίες του Κιουταχή. Ταυτόχρονα, σώμα Θεσσαλομακεδόνων θα αποβιβαζόταν στα βοιωτικά παράλια και από εκεί θα απέκοπτε τις επικοινωνίες του Κιουταχή, επιτιθέμενο στο Ταλάντι (σημ. Αταλάντη).
Ο Καραϊσκάκης προχώρησε από τη Δομβραίνα προς το Δίστομο, αφού πέρασε από τα μοναστήρια Δομβού και Οσίου Λουκά. Ο Μουσταφάμπεης για να τον εμποδίσει κίνησε από τη Λιβαδειά για να καταλάβει την Αράχωβα. Τον συνόδευαν ο αδελφός του Καρυοφίλμπεης, ο Κεχαγιάμπεης κι άλλοι σημαντικοί μπέηδες και 2.000 Τουρκαλβανοί πεζοί και 200 ιππείς.
Η πρώτη επαφή με τους Τούρκους έγινε στη Δομβραίνα όπου αυτοί οχυρώθηκαν και πολιορκήθηκαν από τις δυνάμεις του Καραϊσκάκη και άλλα σώματα Ρουμελιωτών και Σουλιωτών που ήλθαν σε βοήθεια. Αλλά και το τουρκικό στράτευμα ενισχύθηκε με βοήθεια από άλλες πόλεις και ανέλαβε την αρχηγία του ο Αλβανός Μουσταφάμπεης που ήλθε από τη Λιβαδειά. Μαζί του ενώθηκε και ο Κεχαγιάμπεης, αξιωματικός του Κιουταχή. Οι ελληνικές δυνάμεις, αφού δεν κατόρθωσαν κάποια αποφασιστική νίκη κατά των Τούρκων στη Δομβραίνα έλυσαν την πολιορκία τη 14η Νοεμβρίου.
Ο Μουσταφάμπεης μέσω Δαυλείας εκκινήθη προς τα Σάλωνα για να βοηθήσει τους Τούρκους που πολιορκούνταν εκεί από τον Γ. Δυοβουνιώτη και τον Νάκο Πανουργιά. Ο ίδιος έμεινε στη Μονή Ιερουσαλήμ, σε πλαγιά του Παρνασσού πάνω από τη Δαύλεια. Εκεί κάποιος διάκονος που γνώριζε την αλβανική γλώσσα, αφού άκουσε από τις συνομιλίες των Τουρκαλβανών ότι επρόκειτο να βαδίσουν μέσω Αράχωβας προς τα Σάλωνα, πήγε νύχτα στο Δίστομο στο στρατόπεδο του Καραϊσκάκη όπου έδωσε την πληροφορία. Μέσα στη νύχτα ο Καραϊσκάκης απέστειλε τον Γαρδικιώτη Γρίβα και τον Γεώργιο Βάιο με 500 ενόπλους να σπεύσουν στην Αράχωβα και να καταλάβουν οχυρά μέρη. Ταυτόχρονα τοποθέτησε σκοπιές (καραούλια) σε διάφορα σημεία για να πληροφορείται την κίνηση του εχθρού.
Το επόμενο πρωί οι Τούρκοι διηρέθηκαν σε δύο σώματα και κινήθηκαν προς Αράχωβα από το Ζεμενό και από το Μοναστήρι της Ιερουσαλήμ. Οι Τούρκοι αντιλαμβανόμενοι πλέον τους Έλληνες και αιφνιδιασθέντες δεν τόλμησαν να εισέλθουν στην κωμόπολη και οχυρώθηκαν στο ύπαιθρο, σε υψώματα του Παρνασσού γύρω από την Αράχωβα.
Το κρύο και το χιόνι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη σύγκρουση. Οι Έλληνες είχαν καταφύγιο στα σπίτια της Αράχωβας, ενώ οι Τούρκοι είχαν μεγάλες απώλειες εκτεθειμένοι στο ύπαιθρο και περικυκλωμένοι από όλες τις πλευρές. Όταν μαθεύτηκε η παγίδευση του στρατεύματος του Μουσταφάμπεη, τουρκικές δυνάμεις από διάφορες φρουρές έρχονταν προς βοήθειά του. Όμως ο Καραϊσκάκης είχε αποκλείσει όλες τις διαδρομές από όπου θα μπορούσε να έλθει βοήθεια προς τον εχθρό. Στο Ζεμενό αποκρούστηκε σώμα από περίπου 1.500 στρατιώτες υπό τον Αλβανό Αμπντουλά μπέη και άλλο σώμα που ήλθε από τη Δαύλεια. Ο ίδιος ο Καραϊσκάκης συμμετείχε στις αψιμαχίες ενθαρρύνοντας τους πολεμιστές του.
Οι Τούρκοι, υποφέροντας από το κρύο και την έλλειψη εφοδίων, ζήτησαν από τον Καραϊσκάκη συνθήκη ώστε να αποχωρήσουν. Αυτός ζήτησε για αντάλλαγμα να του παραδοθούν η Λιβαδειά και η Άμφισσα, καθώς και να μείνουν ως όμηροι ο Μουσταφάμπεης και ο Κεχαγιάμπεης. Οι αρχηγοί των Τούρκων δεν δέχτηκαν και παρέμειναν οχυρωμένοι περιμένοντας βοήθεια από τον Κιουταχή. Ο Μουσταφάμπεης για να ενθαρρύνει κι αυτός τους στρατιώτες του συμμετείχε στις ανταλλαγές πυρών, αλλά σκοτώθηκε. Την 24η Νοεμβρίου σημειώθηκε μεγάλη χιονόπτωση που απείλησε να καλύψει ζωντανούς τους Τούρκους. Βλέποντας ότι δεν μπορούν πλέον να παραμείνουν στο ύπαιθρο, επιχείρησαν έξοδο προς το δρόμο που οδηγεί προς τη Μονή Ιερουσαλήμ. Οι Έλληνες δεν αντελήφθησαν έγκαιρα τη φυγή γιατί λόγω του χιονιού είχαν αποσυρθεί στα σπίτια της Αράχωβας. Όταν η φυγή έγινε αντιληπτή οι Έλληνες έσπευσαν και κατέκοβαν τους αποχωρούντες Τούρκους. Δεν χρησιμοποιήθηκαν πυροβόλα όπλα γιατί είχαν καταστεί άχρηστα λόγω του χιονιού και του παγετού.
Η καταδίωξη εξελίχθηκε σε σφαγή, που άρχισε δύο ώρες προ της δύσης του ηλίου και συνεχίστηκε μέχρι τα μεσάνυχτα. Όσοι Τούρκοι απέφυγαν τη σφαγή πάγωναν όταν αποκαμωμένοι σταματούσαν να αναπαυθούν. Ο Καραϊσκάκης, μην ακούγοντας πυροβολισμούς, νόμισε ότι οι εχθροί διέφυγαν, έως ότου πήγε ο ίδιος να διαπιστώσει την κατάσταση. Οι φονευθέντες Τούρκοι εκείνη την ημέρα ήταν περίπου 600 ενώ πολλοί συνελήφθησαν. Από αυτούς ο Καραϊσκάκης μπόρεσε να διασώσει μόνο 50 καθώς οι υπόλοιποι πέθαναν από τα κρυοπαγήματα και τις κακουχίες. Οι δύο αρχηγοί του τουρκικού στρατοπέδου επίσης εφονεύθησαν και οι Έλληνες στρατιώτες έφεραν τα κεφάλια τους στον Καραϊσκάκη. Ο ίδιος είχε υποσχεθεί μεγάλη αμοιβή σε όποιον συνελάμβανε τους δύο Τουρκαλβανούς ζωντανούς. Αλλά ο μεν Κεχαγιάμπεης δεν μπόρεσε να δηλώσει την ιδιότητά του στους Έλληνες διότι δεν μιλούσε τη γλώσσα τους, ο δε Μουσταφάμπεης είχε σκοτωθεί από σφαίρα κατά την έξοδο.
Από όλο το τουρκικό σώμα, δύναμης 2.200 ανδρών, διασώθηκαν μόνο 200, οι περισσότεροι με σοβαρά κρυοπαγήματα. Οι Έλληνες κυρίευσαν 23 σημαίες, όλες τις αποσκευές και τα ζώα. Από τους Έλληνες, σε όλο το διάστημα της πολιορκίας και την έξοδο εφονεύθησαν 4 και τραυματίστηκαν ελαφρά 9. Ο Καραϊσκάκης διένειμε αμοιβές στους ανδραγαθήσαντες Έλληνες και διέταξε να στηθεί στην Αράχωβα πυραμίδα από τα κεφάλια των Τούρκων. Πάνω σε μια πέτρα έγραψε «Τρόπαιο των Ελλήνων κατά των βαρβάρων» και στα δύο άκρα της πέτρας έβαλε τα κεφάλια του Κεχαγιάμπεη και του Μουσταφάμπεη. Ο Σπηλιάδης διέσωσε τα ονόματα περίπου 100 Ελλήνων οπλαρχηγών που έλαβαν μέρος στη μάχη εκτός του Καραϊσκάκη, απ’ τα οποία ξεχωρίζουν αυτά των Β. Μπούσγου, Μήτρου Μπινιάρη από τον Μορόκαμπο Βαγίων Βοιωτίας, Σπυρομήλιου, Νικηταρά, Χατζή-Μιχάλη Νταλιάνη, Γ. Δυοβουνιώτη, Δημ. Μακρή, Λάμπρου Βεΐκου, Κ. Τζαβέλα, Μήτρου Βάγια, Χρ. Περραιβού, Αν. Χορμόβα, Δημοτσέλιου κ.α.
Στη μάχη της Αράχωβας βρέθηκαν αντιμέτωποι οι πιο έμπειροι αξιωματικοί των Τούρκων και οι Έλληνες καπεταναίοι, που τούς ένωσε και οδήγησε στο θρίαμβο ο Γ. Καραϊσκάκης. Η επιστολή του Ανδρέα Ζαΐμη προς τον Καραϊσκάκη είναι απόδειξη της ιστορικής δικαίωσης του στρατάρχη: «Η Πατρίς εις αυτήν την περίστασιν εγνώρισεν, τί είναι ό Καραϊσκάκης και ότι χωρίς Καραΐσκάκην δεν εκατορθούτο, ό,τι θαυμασίως κατωρθώθη έως την σήμερον» (17-1-1827).
Ο Γεώργιος Γαζής, γραμματέας του Καραϊσκάκη, αναφέρει πως στους Τουρκαλβανούς, παροιμιώδης έμεινε η φράση που έλεγαν για κάποιον, όταν έφευγε βιαστικά: «Πού φεύγεις μωρέ, ωσάν να σε κυνηγά ο Καραϊσκάκης;» Αλλά και στις μεταξύ τους συμπλοκές φώναζαν: «Στάσου, στάσου να ιδείς μια φορά τουφέκι του Καραϊσκάκη».
Η νίκη του Καραΐσκάκη είχε μεγάλη απήχηση και έδωσε θάρρος στους Έλληνες να συνεχίσουν τον απελευθερωτικό τους αγώνα. Η Ακρόπολη όμως, έμεινε πολιορκημένη και μετά τη μεγάλη ήττα των Ελλήνων στη μάχη του Αναλάτου, παραδόθηκε, στις 25 Μαΐου 1827.
Μάθετε πρώτοι τα τελευταία νέα