Στον «πάγο» μπαίνουν οι μειώσεις επιτοκίων στα δάνεια
Για μεγαλύτερο του προσδοκώμενου διάστημα θα παραμείνουν υψηλά τα επιτόκια των δανείων, καθώς τα μηνύματα που στέλνουν οι κεντρικοί τραπεζίτες της ΕΚΤ βάζουν στον πάγο τις μειώσεις επιτοκίων που η αγορά προεξοφλούσε ήδη από τον Απρίλιο του 2024 ή το αργότερο τον Ιούνιο.
Από το Νταβός της Ελβετίας, όπου διεξάγεται το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Ρόμπερτ Χόλτσμαν (Robert Holzmann), δήλωσε χαρακτηριστικά «δεν πρέπει να βιαστούμε για μειώσεις επιτοκίων το 2024», επισημαίνοντας τις απειλές που απορρέουν από τον παρατεταμένο πληθωρισμό και οι οποίες θα αποτρέψουν την ΕΚΤ από το να μειώσει τα επιτόκια φέτος, έστω και αν η ύφεση δεν μπορεί πλέον να αποκλειστεί. Ταυτόχρονα, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι έχουν αυξηθεί, αφού μετά τις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, οι επιθέσεις των ανταρτών Χούθι μπορεί να δώσουν ώθηση σε κάτι πολύ πιο ευρείας βάσης, που θα επηρεάσει τη Διώρυγα του Σουέζ και θα αυξήσει τις τιμές.
Τα παραπάνω κινδυνεύουν να διαταράξουν τις αλυσίδες εφοδιασμού και τις αγορές ενέργειας, ασκώντας πίεση στις τιμές που η ΕΚΤ δεν μπορεί να αγνοήσει, με αποτέλεσμα να μην αποκλείεται στάση αναμονής για μειώσεις επιτοκίων ακόμη και καθ΄ όλο το 2024. Πάντως, οι αγορές εκτιμούν τώρα ότι για μειώσεις επιτοκίων δεν μπορεί να γίνει λόγος πριν από τον ερχόμενο Ιούλιο.
Για τους δανειολήπτες αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να ελπίζουν σε μειώσεις του κόστους δανεισμού άμεσα, όπως διαφαινόταν αρχικά. Τα επιτόκια είναι ήδη πολύ υψηλά μετά το σερί αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ που έφεραν πέρυσι το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων στα επίπεδα – ρεκόρ του 4%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ (Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής) τα επιτόκια τραπεζικής χρηματοδότησης προς επιχειρήσεις αυξήθηκαν σημαντικά το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2023 σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2022, καθώς ως επί το πλείστον πρόκειται για επιτόκια κυμαινόμενα, άμεσα συνδεδεμένα με κάποιο επιτόκιο αναφοράς (π.χ. Euribor 3 μηνών). Στην πλειονότητά τους οι αυξήσεις επιτοκίων κυμάνθηκαν μεταξύ 150 και 290 μ.β. Έτσι, το μεσοσταθμικό επιτόκιο επιχειρηματικών δανείων ανήλθε κατά μέσο όρο σε 5,8% το πρώτο δεκάμηνο του 2023, έναντι μέσης τιμής 3,2% το ίδιο δεκάμηνο του 2022.
Αναλυτικότερα, στα δάνεια με καθορισμένη διάρκεια (τακτή λήξη) το μεσοσταθμικό επιτόκιο αυξήθηκε σε 5,7% (δεκάμηνο 2022: 3,1%). Το αντίστοιχο επιτόκιο στα δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις (που αντιπροσώπευαν το 29% της ακαθάριστης ροής επιχειρηματικών δανείων με τακτή λήξη στο δεκάμηνο του 2023) αυξήθηκε κατά 2,3 ποσοστιαίες μονάδες και διαμορφώθηκε σε 5,8%. Στα δάνεια μη καθορισμένης διάρκειας το μεσοσταθμικό επιτόκιο αυξήθηκε κατά περίπου 2,4 ποσοστιαίες μονάδες σε 6,4%.
Όσον αφορά την ανά μέγεθος ταξινόμηση των δανείων με καθορισμένη διάρκεια, μεγαλύτερες αυξήσεις επιτοκίου καταγράφηκαν στην κατηγορία δανείων άνω του 1 εκατ. ευρώ, καθώς επηρεάστηκαν μεταξύ άλλων από ορισμένες υψηλότοκες χορηγήσεις κοινοπρακτικών δανείων. Ειδικότερα, το μεσοσταθμικό επιτόκιο δανεισμού διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο το δεκάμηνο του 2023 σε:
α) 6,2% στα δάνεια έως 250.000 ευρώ (δεκάμηνο 2022: 4,9%),
β) 5,7% στα δάνεια μεταξύ 250.000 ευρώ και 1 εκατ. ευρώ (δεκάμηνο 2022: 3,7%) και
γ) 5,7% στα δάνεια άνω του 1 εκατ. ευρώ (δεκάμηνο 2022: 3,0%).
Οι αυξήσεις των επιτοκίων τραπεζικών δανείων προς τα νοικοκυριά ήταν πιο περιορισμένες έναντι των αντίστοιχων προς τις επιχειρήσεις, κατ’ αρχάς διότι αφορούν σε μικρότερο ποσοστό κυμαινόμενα επιτόκια συνδεδεμένα με επιτόκια αναφοράς. Ειδικότερα, το μεσοσταθμικό επιτόκιο της περιόδου Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2023 στα δάνεια προς ιδιώτες αυξήθηκε κατά μία ποσοστιαία μονάδα έναντι του αντίστοιχου επιτοκίου ένα έτος νωρίτερα και διαμορφώθηκε σε 6,1%.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ