Το Ελληνικό Σύνταγμα: Μια ακτινογραφία του ελληνικού πολιτεύματος
Του Γιώργου Κουτσονίκα,
Το Σύνταγμα αποτελεί τον ανώτατο νόμο της χώρας, ο οποίος ρυθμίζει την οργάνωση και τη λειτουργία της Πολιτείας (Μέρος τρίτο). Σύμφωνα με αυτό, πολίτευμα της Ελλάδας είναι η Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία (Σ.1). Οργανωτικές βάσεις του πολιτεύματος είναι το αντιπροσωπευτικό σύστημα, η αρχή του κοινοβουλευτισμού, η αρχή του κράτους δικαίου και η αρχή του κοινωνικού κράτους
Σπουδαιότερη, ωστόσο, αρχή για το ελληνικό συνταγματικό σύστημα είναι η αρχή της διάκρισης των εξουσιών (Σ.26) σε τρεις κλάδους: την εκτελεστική, τη νομοθετική και τη δικαστική εξουσία, με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να είναι μέλος τόσο της εκτελεστικής όσο και της νομοθετικής εξουσίας. Η εκτελεστική εξουσία, η οποία είναι υπεύθυνη για την καθημερινή διοίκηση του κράτους, αποτελείται από την Κυβέρνηση και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και έχει ως κύριο καθήκον την επιβολή των νόμων που ψηφίζει η νομοθετική εξουσία. Το νομοθετικό σκέλος αποτελείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και κύρια ευθύνη του είναι η ψήφιση νομοθεσίας. Το δικαστικό σώμα επιλύει δικαστικές διαφορές μεταξύ ιδιωτών ή μεταξύ ιδιωτών και κυβέρνησης.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι επίσημα Αρχηγός του Κράτους, με το Σύνταγμα, ωστόσο, να χρησιμοποιεί τον πιο μετριοπαθή όρο: «ρυθμιστής του πολιτεύματος» (Σ.30, παρ.1). Εκλέγεται για πενταετή θητεία από τα μέλη του Κοινοβουλίου και έχει δικαίωμα επανεκλογής μόνο μία φορά. Σε αντίθεση με την Κυβέρνηση (ιδίως τον Πρωθυπουργό) ή το Νομοθετικό Σώμα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν είναι πολιτικά υπόλογος αφού δεν εκλέγεται με άμεση λαϊκή ψήφο.
Σύμφωνα με το άρθρο 50 του Ελληνικού Συντάγματος, τα εκτελεστικά καθήκοντα του Προέδρου της Δημοκρατίας απαριθμούνται περιοριστικά. Τα σημαντικότερα από τα καθήκοντά του είναι μεταξύ άλλων:
α) το καθήκον να διορίσει ως Πρωθυπουργό τον αρχηγό του κόμματος που έλαβε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία (Σ.37, παρ.2),
β) το καθήκον του διορισμού των μελών της Κυβέρνησης αφού λάβουν ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή (Σ.37, παρ.2) και
γ) η υποχρέωση επικύρωσης και δημοσίευσης των νόμων που έχουν ψηφιστεί από τη Βουλή (Σ.42, παρ.1).
Η εκτελεστική εξουσία αποτελείται από την κυβέρνηση και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η Κυβέρνηση αποτελείται από τον Πρωθυπουργό και τους Υπουργούς. Στην Ελλάδα η Κυβέρνηση σχηματίζεται από το κόμμα που λαμβάνει την πλειοψηφία στις εκλογές. Προβλέπεται ειδική διαδικασία σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί τέτοια πλειοψηφία (Σ.37). Μετά τις εκλογές, ο πρωθυπουργός λαμβάνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και ζητά την έγκριση της κυβέρνησης από τη Βουλή. Αφού λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, ορίζεται η νέα Κυβέρνηση.
Η νομοθετική εξουσία αποτελείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και ένα ενιαίο Κοινοβούλιο, καθώς στο Σύνταγμα προβλέπεται η ύπαρξη μόνο Βουλής και όχι Γερουσίας. Η Βουλή αποτελείται από 300 βουλευτές, οι οποίοι εκλέγονται για τετραετή θητεία μέσω εθνικών εκλογών. Η κύρια νομοθετική λειτουργία ανατίθεται στη Βουλή. Τα άρθρα 74-80 του Συντάγματος περιγράφουν τη νομοθετική διαδικασία. Η νομοθετική πρωτοβουλία ανήκει στην Κυβέρνηση και τη Βουλή. Για τη συντριπτική πλειοψηφία των νόμων, η Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από έναν υπουργό ή μια ομάδα υπουργών, καταθέτει νομοσχέδιο. Μπορεί ,επίσης, να προέρχεται από οποιοδήποτε μέλος του κοινοβουλίου, οπότε κάνουμε λόγο για πρόταση νόμου. Μόλις ψηφιστεί το νομοσχέδιο ή η πρόταση νόμου, αποστέλλεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για επικύρωση και δημοσίευσή του στην Εθνική Εφημερίδα.
Ωστόσο, το Σύνταγμα επιτρέπει την ανάθεση νομοθετικών εξουσιών (νομοθετική εξουσιοδότηση). Πρώτον, η Βουλή μπορεί να εξουσιοδοτήσει τον Πρόεδρο να εκδίδει Προεδρικά διατάγματα σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ.1 του Συντάγματος. Τα σχέδια τέτοιων διαταγμάτων πρέπει να ελέγχονται από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο εκφέρει γνωμοδότηση. Μια άλλη μορφή εξουσιοδότησης αποτελεί η δυνατότητα έκδοσης κοινών υπουργικών αποφάσεων και κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης (Σ.43, παρ.2). Τέλος, το άρθρο 44 παράγραφος 1 επιτρέπει στον Πρόεδρο να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου μετά από πρόταση της Κυβέρνησης, οι οποίες όμως πρέπει να επικυρωθούν σε 40 ημέρες από τη Βουλή. Αυτή η τελευταία μορφή ανάθεσης προορίζεται μόνο για επείγοντα θέματα, ωστόσο έχει γίνει πολύ συνηθισμένη, καθώς ο ορισμός του «επείγοντος» βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια της κυβέρνησης.
Τέλος, όσον αφορά στη δικαστική εξουσία, το άρθρο 93 του Συντάγματος χωρίζει τα Δικαστήρια σε Διοικητικά, Αστικά και Ποινικά. Οι διοικητικές διαφορές υπάγονται στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας και των Διοικητικών Δικαστηρίων (Πρωτοδικεία και Εφετεία). Οι αστικές διαφορές και η εκούσια δικαιοδοσία υπάγονται στη δικαιοδοσία των Πολιτικών Δικαστηρίων. Η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη όλων των μέτρων που απαιτούνται από τους ποινικούς νόμους, υπάγονται στη δικαιοδοσία των Ποινικών Δικαστηρίων. Το Ακυρωτικό Δικαστήριο (Άρειος Πάγος) είναι το Ανώτατο Δικαστήριο Αστικού και Ποινικού Δικαίου. Αποτελεί τον υψηλότερο βαθμό δικαστικής προσφυγής και εξετάζει μόνο νομικά και όχι πραγματικά ζητήματα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Φίλιππος Κ. Σπυρόπουλος, Συνταγματικό Δίκαιο, 2η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2020
- Αντώνης Μ. Παντελής, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, 5η Έκδοση, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, 2020