Το νομικό πλαίσιο λύσης της αστικής εταιρείας
Της Δωροθέας Λυπηρίδου,
Βασικό εταιρικό μόρφωμα αποτελεί, μεταξύ άλλων, η αστική εταιρεία, ή αλλιώς εταιρεία του αστικού κώδικα, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 741 ΑΚ, αποτελεί ένωση προσώπων, που αποβλέπουν στην επιδίωξη ενός κοινού σκοπού, ιδίως οικονομικού, μέσα από τον συμβατικό δεσμό που διέπει τις μεταξύ τους σχέσεις.
Η λύση μιας αστικής εταιρείας μπορεί να επέλθει για διάφορους, αλλά ταυτόχρονα συγκεκριμένους λόγους, καθώς η απαρίθμηση αυτών μέσα στον νόμο είναι αποκλειστική, προβλεπόμενη στα άρθρα 765-775 ΑΚ. Αξίζει να σημειωθεί πως εφαρμόζονται παράλληλα με τις ειδικότερες και οι γενικές διατάξεις για τις συμβατικές ενοχές.
Με βάση το άρθρο 765 ΑΚ, η εταιρεία που έχει συσταθεί για ορισμένο χρόνο, λύνεται, μόλις περάσει αυτός ο χρόνος. Αν, ωστόσο, μετά την παρέλευση αυτού του χρόνου η εταιρεία δεν εισέλθει στη διαδικασία της εκκαθάρισης, θεωρείται ότι συνεχίζεται για αόριστο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με το άρθρο 769 ΑΚ. Ο νομοθέτης έχει ρυθμίσει έτσι την περίπτωση αυτή, πιστεύοντας ότι κατά αυτόν τον τρόπο και με τη μη εκκίνηση της διαδικασίας της εκκαθάρισης, οι εταίροι εξέφρασαν σιωπηρά τη βούληση τους για συνέχιση της εταιρείας.
Η εταιρεία του αστικού κώδικα μπορεί να λυθεί και σε περίπτωση που πραγματοποιήθηκε ο σκοπός της ή υπήρξε αδυναμία υλοποίησης του. Ο συγκεκριμένος λόγος κρίνεται αντικειμενικά, ενώ η πραγματοποίηση μπορεί να επέρχεται έπειτα από την περάτωση ορισμένων εργασιών από εταιρεία, η οποία συστάθηκε με σκοπό αυτές, η αδυναμία να προκαλείται από διάταξη νόμου, η οποία απαγορεύει την άσκηση δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στον σκοπό της εταιρείας, ή αλλιώς από πραγματικά κωλύματα που μπορούν να προκύψουν μεταγενέστερα.
Ο θάνατος ενός από τους εταίρους επιφέρει τη λύση της εταιρείας, ωστόσο, στα πλαίσια της συμβατικής ελευθερίας, επιτρέπεται η συνέχιση της, σε περίπτωση που συμφωνηθεί έτσι στην εταιρική σύμβαση. Δίνεται, επομένως, η δυνατότητα συνέχισης των εργασιών και δραστηριοτήτων της εταιρείας μεταξύ των λοιπών εταίρων, αλλά και των κληρονόμων του θανόντος, σε περίπτωση που αυτοί υπάρχουν.
Με βάση το άρθρο 775 ΑΚ «Η εταιρεία λύνεται με την υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση ή την κήρυξη σε πτώχευση ενός από τους εταίρους, εκτός αν συμφωνήθηκε ότι σε αυτή την περίπτωση, η εταιρεία θα συνεχίζεται μεταξύ των λοιπών εταίρων». Η διάταξη είναι αναγκαστικού δικαίου, παρά τα περιθώρια ελευθερίας που δείχνει να δίνει για τη σύναψη διαφορετικής συμφωνίας μεταξύ των εταίρων. Απαγορεύεται η ρήτρα που θα επιτρέπει την παραμονή στην εταιρεία του πτωχεύσαντα και του υποβληθέντα σε δικαστική συμπαράσταση. Η συνέχιση της εταιρείας μπορεί να συμφωνηθεί μεταξύ μόνο των υπολοίπων εταίρων.
Παρόλα αυτά, ο σπουδαιότερος λόγος λύσης της αστικής εταιρείας είναι αυτός της καταγγελίας. Η καταγγελία απευθύνεται σε όλους τους εταίρους, δεν απαιτεί δημοσιότητα και προκαλεί με τρόπο άμεσο την λύση της εταιρείας. Υπάρχουν δύο είδη καταγγελίας, η τακτική, η οποία εφαρμόζεται στην περίπτωση που η εταιρεία είναι αορίστου χρόνου, και η έκτακτη καταγγελία, η οποία αφορά στην περίπτωση εταιρείας ορισμένου χρόνου όπου υπάρχει σπουδαίος λόγος λύσης πριν από τον χρόνο που έχει ορισθεί για την λήξη της. Η καταγγελία χωρίς σπουδαίο λόγο είναι άκυρη, αν και τα δικαστήρια δέχονται πως, ακόμα και χωρίς σπουδαίο λόγο, η καταγγελία επιφέρει τα αποτελέσματα της και τη λύση της εταιρείας.
Η εταιρεία μπορεί να λυθεί και με ομόφωνη απόφαση των εταίρων ή της πλειοψηφίας, αν τούτο προβλέπεται στην εταιρική σύμβαση, ενώ η πτώχευση της εταιρείας ως εταιρικό σχήμα επιφέρει τη λύση της, χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει πως συμπτωχεύουν και οι εταίροι, από τους οποίους αυτή απαρτίζεται.
Η εταιρεία μετά τη λύση της μπαίνει σε διαδικασία εκκαθάρισης, κατά την οποία εξακολουθεί να υπάρχει για τους σκοπούς και τις ανάγκες που προκύπτουν στα πλαίσια αυτής. Σε αυτό το στάδιο, μετέπειτα της λύσεως, οι εταίροι δύνανται να μεταβάλλουν τον σκοπό της εταιρείας και να προβούν σε διαδικασία «αναβίωσης», επαναφέροντας τη λειτουργική και παραγωγική διαδικασία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Νικόλαος Κ. Ρόκας, Εμπορικές Εταιρείες, 9η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2019