Η διάκριση της συνέργειας σε άμεση και απλή στον Ελληνικό Ποινικό Κώδικα
Tης Άννας Μάρκου,
Διατρέχοντας τον ελληνικό ποινικό κώδικα, γίνεται γρήγορα αντιληπτό πως σε όλα τα εγκλήματα, η πρώτη λέξη της διάταξης είναι «όποιος». Η λέξη αυτή αναφέρεται φυσικά στον δράστη του εγκλήματος, τον λεγόμενο φυσικό αυτουργό. Πολλές φορές όμως, εκτός από τον βασικό δράστη εμπλέκονται και άλλα πρόσωπα, οι λεγόμενοι συμμέτοχοι, που φέρουν άλλοτε ίση κι άλλοτε μικρότερη ευθύνη από τον φυσικό αυτουργό. Η έκταση της ευθύνης τους καθορίζεται από την έκταση της συμβολής τους στο κύριο έγκλημα, ενώ ο τρόπος της συμβολής τους καθορίζει την αντίστοιχη μορφή συμμετοχής που θα αναγνωρισθεί στο πρόσωπό τους.
Μετά τη συναυτουργία, η άμεση συνέργεια αποτελεί τη βαρύτερη μορφή συμμετοχής. Ο άμεσος συνεργός είναι το πρόσωπο που «θέτει το έννομο αγαθό στη διάθεση του φυσικού αυτουργού», όπως μάς πληροφορεί η διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο του ΠΚ. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως είναι το άτομο που μπορεί να κρατά, να τοποθετεί ή να κατευθύνει το έννομο αγαθό σε τέτοια θέση, ώστε να είναι δυνατή η προσβολή του από τον φυσικό αυτουργό.
Από το κείμενο του νόμου προκύπτουν ήδη τρία στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης της άμεσης συνέργειας. Η συνδρομή πρέπει να είναι «άμεση», να παρέχεται «κατά την τέλεση» και «στην εκτέλεση» της κύριας άδικης πράξης του φυσικού αυτουργού. Πιο συγκεκριμένα, ως προς το πρώτο στοιχείο της αμεσότητας, αυτή σημαίνει πως ο συνεργός στην προκειμένη περίπτωση, θα πρέπει να βρίσκεται σε επαφή με το υλικό αντικείμενο του εννόμου αγαθού που προσβάλλεται, χωρίς, ωστόσο, αυτή του η επαφή να συνιστά πράξη της αντικειμενικής υπόστασης του βασικού εγκλήματος, αφού αυτό τελείται πάντα και μόνο από τον εκάστοτε φυσικό αυτουργό. Στη συνέχεια, το δεύτερο στοιχείο («κατά την τέλεση»), σχετίζεται με το χρόνο της συνδρομής, υπό την έννοια ότι η τελευταία θα πρέπει να βρίσκεται σε χρονική συνάφεια με την πράξη του φυσικού αυτουργού, αποκλείοντας έτσι την ύπαρξη άμεσης συνέργειας πριν από την αρχή εκτέλεσης ή μετά την ολοκλήρωση του βασικού εγκλήματος. Τέλος, το τρίτο στοιχείο («στην εκτέλεση») αναφέρεται στον τόπο της συνδρομής, υποδηλώνοντας ακριβώς την τοπική επαφή με την πράξη του φυσικού αυτουργού.
Εφόσον πληρούνται τα παραπάνω αντικειμενικά στοιχεία, ακολουθούν αυτά της υποκειμενικής υπόστασης της άμεσης συνέργειας. Ειδικότερα, ο διπλός δόλος που απαιτείται για κάθε είδος συμμετοχής, εδώ περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση παροχής της άμεσης συνδρομής αφενός, και της τέλεσης της κύριας πράξης από τον φυσικό αυτουργό, αφετέρου. Όσον αφορά δε στο βαθμό του δόλου, αυτός μπορεί να είναι οποιοσδήποτε ως προς τη συνέργεια, όχι όμως και ως προς το βασικό έγκλημα, το οποίο ο συνεργός θα πρέπει να καλύπτει με το δόλο που απαιτείται από την αντίστοιχη διάταξη του ποινικού κώδικα. Η προϋπόθεση αυτή του διπλού δόλου, αποκλείει την περίπτωση άμεσης συνέργειας από αμέλεια, οδηγώντας έτσι στη μη τιμώρηση του συμμετόχου εκείνου που εν αγνοία του ή πάντως σίγουρα άθελά του, βοήθησε στην τέλεση ενός εγκλήματος. Αντιθέτως, τίποτα δεν εμποδίζει το χαρακτηρισμό κάποιου ως άμεσου συνεργού, όταν ο φυσικός αυτουργός τελεί την κύρια πράξη από αμέλεια.
Η ευθύνη του συμμετόχου στοιχειοθετείται στην τελευταία αυτή περίπτωση, εφόσον ο φυσικός αυτουργός τελέσει την αντικειμενική υπόσταση του βασικού εγκλήματος, έστω και από αμέλεια ή ακόμα κι αν το έγκλημα τελικά δεν ολοκληρωθεί, οπότε θα πρόκειται για άμεση συνέργεια σε απόπειρα. Αντιστρόφως, απόπειρα άμεσης συνέργειας -όπως και απλής- δεν τιμωρείται ούτε κατά το άρθρο 186 ΠΚ. Αν δηλαδή κάποιος αποπειραθεί να συνδράμει στην τέλεση ενός εγκλήματος πριν καν ο φυσικός αυτουργός προβεί στην αρχή εκτέλεσης, τότε ο αποπειραθείς συνεργός θα μείνει ατιμώρητος. Αν όμως κάποιος αποπειραθεί να συμμετάσχει ως άμεσος συνεργός σε ένα έγκλημα που βρίσκεται στο στάδιο της απόπειρας, μπορεί να υπαναχωρήσει κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 44 ΠΚ, μέχρι πριν την ολοκλήρωση της πράξης του φυσικού αυτουργού. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως στα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα, άμεση συνέργεια μπορεί να αναγνωρισθεί μόνο ως προς το σκέλος του βασικού εγκλήματος δόλου, και ποτέ ως προς το περαιτέρω αποτέλεσμα του θανάτου ή της βαριάς σωματικής βλάβης, αφού αυτό επέρχεται από αμέλεια, η οποία όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δε συμβαδίζει με κανενός είδους συμμετοχή.
Η ελαφρύτερη μορφή συμμετοχής που προβλέπεται στον ελληνικό ποινικό κώδικα, είναι η απλή συνέργεια του άρθρου 47 παρ. 1 εδάφιο πρώτο ΠΚ. Ο απλός συνεργός είναι το πρόσωπο που υποστηρίζει τον φυσικό αυτουργό στην προσβολή του εννόμου αγαθού, διευκολύνοντάς τον ή αίροντας οποιοδήποτε εμπόδιο που θα μπορούσε να δυσχεράνει ή ακόμη και να ματαιώσει την τέλεση του βασικού εγκλήματος. Πρόκειται και εδώ για μια καθεαυτή επικίνδυνη πράξη ενόψει της προσβολής που πραγματώνει ή επίκειται να πραγματώσει ο φυσικός αυτουργός. Έτσι, καθίσταται ήδη σαφές πως η απλή παρουσία κάποιου στο χώρο του εγκλήματος δεν αρκεί για τον χαρακτηρισμό του ως απλού συνεργού, εφόσον δηλαδή δε βοηθά με κανέναν απολύτως τρόπο τον φυσικό αυτουργό.
Σε επίπεδο αντικειμενικής υπόστασης, η συνδρομή αυτού του είδους συμμετόχου μπορεί να είναι οποιαδήποτε, εφόσον δεν πληροί τα στοιχεία της άμεσης συνέργειας ή της ηθικής αυτουργίας. Έτσι, ο απλός συνεργός μπορεί να συνδράμει ακόμη και ψυχικά ή ηθικά, χωρίς να προβαίνει καν σε κάποια υλική πράξη βοήθειας προς τον φυσικό αυτουργό, τον οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση εμψυχώνει ή ενθαρρύνει για να τελέσει την κύρια άδικη πράξη. Αναγκαία προϋπόθεση όμως για την αναγνώριση τέτοιου είδους απλής συνέργειας, είναι ο φυσικός αυτουργός να είχε κάποιον ενδοιασμό ως προς την τέλεση του εγκλήματός του. Κι αν κάποιος καταφέρει να άρει ή να κάμψει τον όποιο ενδοιασμό του, τότε μόνο αυτός μπορεί να χαρακτηριστεί ως απλός συνεργός, εφόσον δηλαδή βοηθήσει πράγματι τον φυσικό αυτουργό. Το επόμενο δεδομένο που παρέχει ο νόμος είναι η χρονική σχέση της απλής συνέργειας προς την πράξη του φυσικού αυτουργού. Σε αντίθεση με τον άμεσο, ο απλός συνεργός μπορεί να παράσχει τη συνδρομή του όχι μόνο κατά τη διάρκεια της άδικης πράξης του φυσικού αυτουργού και ενώ αυτή ήδη συντελείται, αλλά και πριν από αυτήν.
Σε αυτήν την περίπτωση, μάλιστα, ενδέχεται να μην έχει καν προσδιοριστεί λεπτομερώς ποια ακριβώς θα είναι η βοήθεια που θα προσφέρει ο απλός συνεργός. Αρκεί να έχει καθοριστεί το έννομο αγαθό που πρόκειται να προσβληθεί, καθώς και τα ειδικότερα χαρακτηριστικά του βασικού εγκλήματος που θα τελέσει ο φυσικός αυτουργός, για παράδειγμα αν θα πρόκειται για τη βασική ή τη διακεκριμένη μορφή του σχετικού εγκλήματος. Τέλος, αξίζει να επισημανθεί ότι ο τόπος τέλεσης της απλής συνέργειας θα πρέπει να ταυτίζεται με τον τόπο τέλεσης του κύριου εγκλήματος και αντίστοιχα, χρόνος τέλεσης είναι και πάλι ο χρόνος του βασικού εγκλήματος, ακόμη κι αν η συνέργεια έλαβε χώρα πριν από αυτό.
Σε επίπεδο υποκειμενικής υπόστασης, είναι αναγκαίος κι εδώ ο διπλός δόλος του συμμετόχου, τόσο για τη συνδρομή του όσο και για το βασικό έγκλημα. Στην περίπτωση της απλής συνέργειας πριν την πράξη του φυσικού αυτουργού, ο δόλος του συνεργού θα πρέπει να καλύπτει κατ΄ ελάχιστο το έννομο αγαθό και την ειδικότερη ταυτότητα του εγκλήματος, όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω. Όσον αφορά στα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα, νοείται απλή συνέργεια μόνο ως προς το βασικό έγκλημα δόλου, όπως ακριβώς ισχύει και για την άμεση συνέργεια.
Καταλήγοντας, η συνέργεια αποτελεί μια από τις συχνότερες μορφές συμμετοχής περισσότερων προσώπων σε ένα έγκλημα. Βασική προϋπόθεση για τη θεμελίωση της ευθύνης του συνεργού αποτελεί η τέλεση μιας τελικά άδικης πράξης από τον φυσικό αυτουργό. Αυτή η πράξη αποτελεί το συνδετικό κρίκο του συνεργού με το ποινικό δίκαιο, καθιστώντας έτσι εξαρτημένη τη συμμετοχή από τη φυσική αυτουργία, κατά το σύστημα της περιορισμένης αντικειμενικής εξάρτησης που ακολουθεί ο ελληνικός ποινικός κώδικας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Ι. Μανωλεδάκης, Ποινικό Δίκαιο- Επιτομή Γενικού Μέρους Άρθρα 1–49 ΠΚ, Ζ΄ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2005.