Η αναδρομική ισχύς των ποινικών νόμων
Της Δήμητρας Ιωακείμοβιτς,
Το ποινικό δίκαιο διαπνέει η αρχή “nullum crimen nulla poena sine praevia lege”, που σημαίνει «κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς υφιστάμενο νόμο», εκ της οποίας συνάγεται πως απαγορεύεται η αναδρομική ισχύς των ποινικών κανόνων. Η βασική ερμηνεία της συγκεκριμένης αρχής είναι ότι η ποινική διάταξη που προβλέπει το κάθε έγκλημα πρέπει πάντοτε να είναι προγενέστερη της τέλεσής του. Επομένως, η εκ των βασικών αρχών του Ποινικού Δικαίου απαγορεύει την αναδρομικότητα των νόμων, από τη στιγμή που οφείλουν να προϋπάρχουν των παραβάσεων, όπως αναφέρθηκε.
Ωστόσο, από τον πρωταρχικό αυτό κανόνα διακρίνονται ορισμένες εξαιρέσεις αναφορικά με την αναδρομικότητα, οι οποίες αποτυπώνονται στο άρθρο 2 του Ποινικού Κώδικα. Ειδικότερα, με τη θέσπιση του νέου Ποινικού Κώδικα (Ν. 4119/2019) και, συγκεκριμένα, στο άρθρο 2 παρ. 1 ορίζεται ότι «αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της, ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου». Αναλυτικότερα, από τη συγκεκριμένη διάταξη συνάγουμε ότι επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που στην κάθε μεμονωμένη περίπτωση οδηγεί σε ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου.
Αξίζει να σημειωθεί πως η σημαντικότερη μεταρρύθμιση που εισήγαγε το άρθρο 2, υπό τη νέα του μορφή, είναι ότι δεν έχει πλέον σημασία αν ο ποινικός νόμος στο σύνολό του είναι ευνοϊκότερος, αλλά ότι οι διατάξεις που εμπεριέχονται σε αυτόν είναι ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο. Ως εκ τούτου, ισχύουν πάντα οι επιεικέστερες διατάξεις και όχι ο νόμος στο σύνολό του. Επί της ουσίας, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή να επιλέξει τη διάταξη που θα εφαρμόσει για την ποινή, με κύριο γνώμονα πάντα την επίτευξη της ευνοϊκότερης μεταχείρισης του κατηγορουμένου, χωρίς να ενδιαφερθεί αν οι διατάξεις αυτές εντάσσονται σε έναν νόμο ή σε διαφορετικούς.
Επομένως, το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί να εφαρμόσει τον νέο νόμο αναφορικά με το εύρος της ποινής, ενώ τον παλαιό νόμο αναφορικά με την αναστολή ή τη μετατροπή της ποινής. Φυσικά, αυτό προϋποθέτει ότι ο χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι προγενέστερος του παλαιού νόμου. Γενικά, οι διατάξεις του παλαιού Ποινικού Κώδικα δεν μπορούν να εφαρμοστούν ως ευνοϊκότερες σε πράξεις που διαπράττονται μετά την 1η Ιουλίου 2019, η οποία αποτελεί την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νέου κώδικα.
Αδιαμφισβήτητα, ο νομοθέτης δεν δικαιούται να απαγορεύσει την αναδρομική ισχύ του ευμενέστερου ποινικού νόμου, διότι μία τέτοια ενέργεια θα ήταν αντισυνταγματική, προσκρούοντας στο άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι «έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της και ότι ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης». Παράλληλα, θα προσέκρουε και στην αρχή της ισότητας, βάσει της οποίας δεν επιτρέπεται να παραμείνει κάποιος στη φυλακή για πράξη που με τον νέο ισχύοντα Ποινικό Κώδικα επιτρέπεται να τελείται ατιμωρητί.
Πέραν αυτού, ζήτημα προκύπτει στις περιπτώσεις όπου η νεότερη διάταξη είναι μεν αυστηρότερη, αλλά, ταυτόχρονα, και επιεικέστερη της παλαιότερης. Σε τέτοιες περιπτώσεις θα εφαρμοσθεί η διάταξη που το δικαστήριο κρίνει καλύτερη για τον κατηγορούμενο. Αξίζει να αναφερθεί η περίπτωση της επιμέτρησης της ποινής, όπου ο παλαιός νόμος προβλέπει ευμενέστερο ανώτατο όριο ποινής και αυστηρότερο κατώτατο, ενώ ο νέος νόμος προβλέπει αυστηρότερο ανώτατο όριο και επιεικέστερο κατώτατο. Για παράδειγμα, το έγκλημα της πλαστογραφίας που ρυθμίζει το άρθρο 216, στον παλαιό Ποινικό Κώδικα τιμωρούνταν με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. Αντίθετα, στον νέο κώδικα τιμωρείται με φυλάκιση, δέκα ημέρες έως πέντε έτη και χρηματική ποινή. Με τη συγκεκριμένη μεταρρύθμιση, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η νεότερη διάταξη είναι σαφώς ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, καθώς δίνει το δικαίωμα στον δικαστή να επιβάλλει ποινή μικρότερη των τριών μηνών. Παρόλα αυτά, συμπεραίνουμε πως είναι ταυτόχρονα αυστηρότερη, διότι σωρεύει και τη χρηματική ποινή.
Συμπληρωματικά, το άρθρο 2 παρ. 2 ορίζει ότι «αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε, καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας». Η εν λόγω διάταξη παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο ελληνικό δίκαιο, καθώς αναφέρεται στις περιπτώσεις όπου ο νόμος θεσπίστηκε έπειτα από την αμετάκλητη καταδίκη του δράστη. Ειδικά, ορίζεται ότι, εάν μεταγενέστερος νόμος καθιστά το αδίκημα, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε ποινή, μη αξιόποινο και ο δράστης έχει ήδη εκτίσει ένα μέρος της ποινής του, απαιτείται να εφαρμοστεί ο νέος ευνοϊκότερος νόμος. Ως αποτέλεσμα, το δικαστήριο οφείλει να επανεξετάσει την υπόθεση και να απαλλάξει τον κατηγορούμενο από την επιβληθείσα ποινή. Παράλληλα, θα πρέπει να ανασταλούν και οι παρεπόμενες ποινές, ήτοι τα μέτρα ασφαλείας, όπως η απαγόρευση ασκήσεως επαγγέλματος ή η απαγόρευση συμμετοχής σε διαγωνισμούς, εφόσον η εφαρμογή τους στερείται αντικειμενικής υπόστασης βάσει του νέου κώδικα.
Εν κατακλείδι, ο γενικός κανόνας στο ποινικό δίκαιο απαγορεύει την αναδρομική ισχύ των νόμων. Ωστόσο, προκειμένου να καταστήσει τον νόμο πιο ευέλικτο, ο νομοθέτης προέβλεψε ορισμένες σημαντικές εξαιρέσεις που αντικατοπτρίζονται στο άρθρο 2 του Ποινικού Κώδικα, οι οποίες είχαν θετικό αντίκτυπο τόσο στη λειτουργία της δικαιοσύνης όσο και στη θέση του κατηγορουμένου. Πλέον, είναι γεγονός πως η αναζήτηση της ευνοϊκότερης για τον κατηγορούμενο ρύθμισης αποτελεί διαρκή μέριμνα του δικαστή, κατά τη μετάβαση από τον προϊσχύσαντα Ποινικό Κώδικα στον ισχύοντα, όσον αφορά στη διαμόρφωση της τελικά επιβληθείσης ποινής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Χρήστος Χ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο-Γενικό Μέρος, 2η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2020