Ο κυρ-Νίκος στην Ομόνοια που θα σκότωνε τον ασφαλιστή αν… (Ασφαλιστικό Διήγημα)
Αναδημοσίευση απο nextdeal.gr - Ευάγγελος Σπύρου Δημοσιογράφος – Πρώην ασφαλιστής
Διαβάζοντας το άρθρο αυτό το συμπέρασμα που βγάζουμε είναι Ο,τι
Οι υποσχέσεις που δίναμε τότε, με πάθος, ως ασφαλιστές, σήμερα μοιάζουν να δοκιμάζονται. Πού πήγε εκείνη η μπεσαλίδικη σχέση μεταξύ πελάτη και ασφαλιστή; Πώς φτάσαμε από την εποχή που δίναμε το χέρι μας ως εγγύηση, στο σήμερα όπου οι άνθρωποι δυσπιστούν και αναρωτιούνται αν οι δεσμεύσεις που ανέλαβαν έχουν ακόμα αντίκρισμα; Το κείμενο που ακολουθεί, γραμμένο από έναν παλιό ασφαλιστή και νυν δημοσιογράφο, αναδεικνύει το ήθος μιας εποχής όπου η ασφάλιση δεν ήταν απλώς ένα συμβόλαιο, αλλά μια υπόσχεση ζωής.
Ο Ευάγγελος Σπύρου δεν γράφει μόνο ιστορία· δείχνει τον ηθικό αυτουργό πίσω από την απογοήτευση όσων πίστεψαν σε έναν θεσμό που αλλάζει πρόσωπο. Του αξίζουν συγχαρητήρια για την ειλικρίνειά του, αλλά και για το ηχηρό μήνυμα που στέλνει σε όλους μας.
Το άρθρο είναι μια υπενθύμιση ότι η ηθική στην ασφάλιση δεν είναι πολυτέλεια. Είναι το θεμέλιο της ύπαρξής της.
Διαβάστε Παρακάτω το Διήγημα:
Ήταν παραμονές Χριστουγέννων του έτους 197…
Ο νέος ασφαλιστής απογευματάκι με την τσάντα στο χέρι, κατέβηκε με το ασανσέρ στο κτίριο της οδού Σταδίου 10 και πήρε την οδό Σταδίου με τα πόδια να πάει σε ραντεβού για δουλειά στην πλατεία Ομονοίας, δίπλα στη στοά Ομονοίας, από Πειραιώς προς οδό Λυκούργου στο εστιατόριο «Ομόνοια»… Φώτα πολύχρωμα αναβόσβηναν στις βιτρίνες και οι πλούσιοι αγόραζαν ακριβά δώρα στα πολυτελείας καταστήματα. Από το μπαλκόνι του γραφείου του ο ασφαλιστής έβλεπε την πλατεία Κολοκοτρώνη, το ξενοδοχείο ATENEE που γυρίστηκαν σκηνές από την ταινία με τον Δημήτρη Χορν και την όμορφη ηθοποιό Υβόν Σανσόν στην ταινία «Μια Ζωή Την Έχουμε» και έβλεπε το άγαλμα του Χαρίλαου Τρικούπη.
Ο Δημήτρης Χόρν και η Υβόν Σανσόν στην ταινία “Μια ζωή την έχουμε”
Έρχονται Χριστούγεννα και νέο έτος 197… οι άνθρωποι ήθελαν να γιορτάσουν με τους δικούς τους αυτές τις μέρες. Η μισή Αθήνα σχεδόν θα αδειάσει και οι ξενιτεμένοι θα φύγουν, άλλοι για νησιά και άλλοι για τα χωριά τους. Θα έρθουν ξενάκια από τα καράβια και εργάτες από τη Γερμανία και τις φάμπρικες που δουλεύουν στα εργοστάσια που τους ρουφάνε τα νιάτα και τη ζωή. Μανάδες ασβεστώνουν τα σπίτια και τις αυλές, πατεράδες θα λογαριάσουν κάτι καλύτερο λόγω εορτών σε τρόφιμα και χρειαζούμενα, αδερφές θα περιμένουν να ανακοινώσουν το γαμπρό, αδέρφια θα κανονίσουν τραπέζια έξω σε κέντρα, νύφες θα ράψουν καινούρια φορέματα και όλοι θα πάνε σε κομμωτήρια και κουρεία να γιορτάσουν τις άγιες μέρες. Ο ασφαλιστής πήρε προκαταβολή από την εταιρεία -δεν του έφταναν οι προμήθειες- και υπολόγιζε κάποια δώρα από το ΜΙΝΙΟΝ, Κάλτσες ζεστές του πατέρα, μια γραβάτα του αδερφού του μεγάλου, μια ρόμπα προς το γκρι για την μάνα, ένα άσπρο πουκάμισο στον άλλο αδερφό, ένα πορτοφόλι, γλυκά, μια γυναικεία τσάντα και παντόφλες για τη μάνα…. Πέρσι είχε πάρει ένα μικρό ραδιο-μαγνητόφωνο για το σπίτι… Αν πάει καλά και σήμερα θα γελάσει η τσέπη του…
Ήταν ωραίο το ηλιοβασίλεμα, άναψαν ήλιοι στα τζάμια των κτηρίων της πλατείας Κολοκοτρώνη και πιο πολύ στο ξενοδοχείο ATENEΕ που γυρίστηκε το έργο «Μια Ζωή Την Έχουμε» με τον Δημήτρη Χόρν και την όμορφη ηθοποιό Υβόν Σανσόν. Το άγαλμα του Κολοκοτρώνη ακίνητο με τον γέρο του Μοριά να δείχνει κάπου, που δεν έβλεπαν οι περαστικοί που πήγαιναν και έρχονταν από Σύνταγμα ή Ομόνοια. Στο βουνό του Υμηττού οι πλαγιές έπαιρναν το γνωστό τριανταφυλλένιο χρώμα τους και ο ασφαλιστής, περνώντας την οδό Χρήστου Λαδά κοίταξε προς την πλατεία Καρύτση, όπου απέναντι από τις εφημερίδες ΤΑ ΝΕΑ και ΤΟ ΒΗΜΑ του Λαμπράκη, ήταν το εκκλησάκι του Αη-Γιώργη και έκανε το σταυρό του παρακαλώντας με τον νου του να πάει καλά η πώληση και να υπογράψει ο πελάτης την αίτηση για ασφάλιση. Ξανάφερε στο μυαλό του τη συζήτηση με τον κύριο Θωμά Σ. που είχε κάνει ασφάλεια Ζωής και ασφάλισης κατοικίας κάπου στο Παλαιό Φάληρο. Ένα βραδάκι είχε περάσει από το εστιατόριο και εκεί που έτρωγε, σαν εργένης που ήταν, έφερε η συζήτηση για ασφάλειες και πρότεινε στον συνέταιρο να κουβεντιάσει με τον ασφαλιστή να κάνει κι αυτός μια ασφάλεια. «Ο Νίκος είναι λίγο μεγάλος», μου είπε. «Νίκο, πόσο είσαι; 52;». «Πενήντα τρία» είπε εκείνος. «Είναι λίγο ακριβότερη λόγω ηλικίας, αλλά γίνεται» είπε ο ασφαλιστής. Έτσι κλείστηκε το ραντεβού και ο ασφαλιστής πάει σιγά σιγά προς το μαγαζί…
Ο κύριος Νίκος ήταν ένας λιγομίλητος άνθρωπος, ευγενικός και εξυπηρετικός, φιλικός με τους πελάτες και αυστηρός με τα γκαρσόνια όπως παρατήρησε ο ασφαλιστής, όσες φορές έτρωγε στο εστιατόριο πριν κατέβει στην οδό Πειραιώς για να πάρει το λεωφορείο ΝΕΟΝ Αιγάλεω το 66 να γυρίσει στο σπίτι που έμενε στο Αιγάλεω δίπλα στο γήπεδο, στην οδό Μάκρης 94, σε ένα ημιυπόγειο. Ήταν μια γκαρσονιέρα που τον εξυπηρέτησε για να μείνει ένας φίλος του, ο Ροδόλφος, γεωπόνος, που υπηρετούσαν μαζί στα Γιάννενα, έφεδροι αξιωματικοί σε μονάδα 122 ΜΠΠ του Πυροβολικού. «Έλα» του είπε «μέχρι να βρεις σπίτι και δουλειά, εγώ έπιασα δουλειά εκτός Αθηνών στην Τιθορέα στον Παρνασσό και θα έρχομαι τα σαββατοκύριακα». Εκεί ο ασφαλιστής, είχε διαβάσει μια αγγελία στα ΝΕΑ που η Interamerican ζητούσε 2 άτομα για εργασία ασφαλιστή. Είχε κουραστεί να ψάχνει δουλειές, είχε πτυχίο Παντείου και σπούδασε στη Νομική Αθηνών, δουλεύοντας παράλληλα εδώ και εκεί. Και σε πόσες πόρτες δεν χτύπησε και περίμενε, αλλά τίποτα υποσχέσεις, υποσχέσεις και δουλειά τίποτα. Οι πιο πολλοί δεν θέλανε για γραφείο, αλλά για χειρωνακτικές δουλειές. Ψάχνοντας είχε πάει και στην Fulgor στα καλώδια, εκεί κοντά στο τρίτο νεκροταφείο. Ανέβηκε κάτι σκάλες, πήγε στο γραφείο που του είπαν είναι ο προσωπάρχης. Απελπισμένος και πεινασμένος ο ασφαλιστής του το έπαιξε αγράμματος και ζήτησε δουλειά εργάτης, ώστε άμεσα να βγάζει τα προς το ζην. Ο Διευθυντής προσωπικού τον προσέλαβε με ύφος και παρατήρησε ότι «Καλά ακόμα και το όνομά σου κάνεις λάθος;». Ο ασφαλιστής είχε γράψει επίτηδες το όνομά του με ένα γράμμα, Ευάγελος. «Άμα ήξερα, θα πήγαινα για δάσκαλος» του είπε. «Καλά, θα πας στη μηχανή 48». Φώναξε έναν εργάτη, τον Μήτσο από τη Σπερχειάδα και του είπε: «να τον βάλεις στη μηχανή 48», να εξελιχθεί. Μηχανή 48 ήταν αυτή που έβγαζε το μεγάλο χοντρό καλώδιο του ΟΤΕ που έσκαβαν στους δρόμους και το σκέπαζαν… Είχε υποδοχές για 48 μικρές πομπίνες, καλώδια, που όλα αυτά τα 48 τυλίγονταν σε ένα. Υπήρχε μια κατασκευή με κουμπιά, ένας πίνακας και όπως γύριζαν και τυλίγονταν ο Μήτσος παρατηρούσε μην ανάψει κόκκινο κάποιο κουμπί, δείγμα ότι κάτι δεν πήγε καλά. Σταματούσε τη λειτουργία, έβρισκαν το πρόβλημα στο περιτύλιγμα και συνέχιζαν. Το δύσκολο ήταν να φορτώσεις τις μικρές πομπίνες στην μεγάλη που ήθελε δύναμη. Είχε κατακουραστεί και έτσι έψαχνε αγγελίες για άλλη δουλειά. Του έτυχε και νυχτερινή βάρδια 11-7 και αφού δούλεψε 2-3 εβδομάδες πληρώθηκε, έβαλε τα ένσημα και έφυγε, όπου έπιασε δουλειά στο εργοστάσιο ΦΙΞ στη Συγγρού, βοηθός στο Λογιστήριο σε έναν ονόματι Μπάρκα, στο παιδί του οποίου έκανε αργότερα μάθημα «Έκθεση», παίρνοντας 400 δραχμές τον μήνα. «Άνοιξε του τα μάτια, γιατί έχει 8 στο εξάμηνο.» Ο ασφαλιστής τον βοήθησε και πέρασε το μάθημα. Εκεί μάζεψε τα πρώτα 100 ονόματα υποψήφιων πελατών που βρήκε στα τιμολόγια προμηθευτών, για την παράλληλη δουλειά του σαν ασφαλιστής στην INTERAMERICAN, Σταδίου 10, υποκατάστημα Δουρδουνά.
Ο ασφαλιστής είχε φτάσει στην πλατεία Κλαυθμώνος, όταν αφηρημένος σταμάτησε από το κορνάρισμα ενός αυτοκινήτου που έστριβε στην οδό Παπαρρηγοπούλου, εκεί στο παλιό παλάτι του Όθωνα, που είχε γραφείο ο Βασίλης Καλτσάς της Interamerican με καλούς ασφαλιστές όπως ο Π. Γεωργουλέας και η ΕΘΝΙΚΗ Ασφαλιστική τα γραφεία Ζόμπολα. Σταμάτησαν και οι σκέψεις και όλα όσα φέρνει το μυαλό κάποιες ώρες που δεν θα ήθελες… Στη γωνία, μια μαυροφορεμένη ζητιάνα άπλωσε το χέρι της για βοήθεια. Ποιος ξέρει την τύχη της και πόσους πεθαμένους να έκλαψε και πόσες κλωτσιές να της έδωσε η μαύρη μοίρα της. Θυμήθηκε τη γιαγιά Βασιλική, μάνα του πατέρα του, που μέρες γιορτινές θυμότανε τον πεθαμένο γιο της στον Εμφύλιο, τον Τασιούλα και τον καημό δεν κατάφερνε να τον μερέψει και έκλαιγε, έκλαιγε, βρύσες τα ματάκια της. Φόραγε πάντα μαύρα και με μαύρο μαντήλι κουβαλούσε τις αναμνήσεις… Μόλις οι άλλοι γλεντοκοπούσαν, αυτή έβγαζε τους λυγμούς της και τους λογισμούς που σαν τα πουλιά πετούν από κλαδί σε κλαδί, έτσι και αυτή από το ένα στο άλλο, από τον πόλεμο στην Αλβανία, από τον εμφύλιο, από τον αγώνα για ζωή.
Οι ρόδες κυλούσαν με τα αυτοκίνητα στην οδό Σταδίου κι ανθρώπους βιαστικούς. Τον περασμένο μήνα ο Διευθυντής στην συγκέντρωση ασφαλιστών, μίλησε για τους στόχους της εταιρείας του γραφείου και ενός ξεχωριστά. «Μπορούμε περισσότερα», είπε. «Όσοι δεν θα πιάσουν στόχους, η εταιρεία θα διακόψει τη σύμβαση… Όλοι μπορείτε». Ο Ἰγνάτιος έκανε σε μία εβδομάδα έξι αιτήσεις. Ο Τάσος θα πιάσει το μεγάλο ταξίδι της εταιρείας. Ο Γεράσιμος είναι η έκπληξη. Τα άκουγε αυτά ο ασφαλιστής και του άναβε η επιθυμία να διακριθεί. Έλεγε ο Διευθυντής ιστορίες για έναν Αμερικανό που κατέπληξε τους πάντες και ήταν ταξιτζής… «Όλοι έχουμε δυνάμεις κρυμμένες» έλεγε ο Αϊνστάιν. Ένας σοφός έλεγε ότι είναι αμαρτία να είστε φτωχοί. Ο Ωνάσης έλεγε ότι «η φτώχεια είναι επιλογή»… Όλο τέτοια έλεγαν, παροιμίες, γνωμικά, λόγια μεγάλων ανδρών και συγγραφέων όπως του Μακένζυ, που έλεγε ότι: «Αν σπαταλάς τον χρόνο σου, σπαταλάς τη ζωή σου!». Τα άκουγε ο ασφαλιστής και βασανιζότανε μέσα του… Δεν είχε λεφτά, δεν είχε πελάτες και γνωστούς. Είχε βάλει στόχο να πάρει το πτυχίο νομικής και τίποτα να μην τον σταματήσει. Έκανε δύο-τρια συμβόλαια τον μήνα για το ενοίκιο και φαΐ και πήγαινε στο πανεπιστήμιο… Δεν είχε μεγάλη παραγωγή. Πρόσφατα είχε πάρει γράμμα από το Αγρίνιο, από την μάνα του: «Παιδί μου Β., πως περνάς; Να διαβάζεις. Δύσκολα περνάμε, ο αδερφός σου διορίστηκε, ο πατέρας δεν αφήνει πολλά λεφτά, αλλά και πού να βρει; Μεροδούλι-μεροφάι.. Με πονάνε τα ρημάδια τα δόντια, δεν έχω να πάω να τα σφραγίσω.. Να ντύνεσαι και να μην ξενυχτάς… Ψάχνουμε δουλειά για την αδερφή σου… Πήγε Προσωρινά στο συμβολαιογραφείο του Σ…, έδωσε και εξετάσεις για να μπει στο Δημόσιο, αλλά τίποτα. Θέλουν μέσο. Παρακάλεσα και τον Παπασάικα, να πεις στον βουλευτή Κοντογεώργο, αλλά εκείνος κοιτάει να βάλει τον γιο του. Εμάς την φτωχολογιά θα διορίσει; Αχ παιδί μου, Βαγγέλη, ο φτωχός καλύτερα να μη γεννιέται. Σου άναψα κερί στους Αγίους Αναργύρους να σε φυλάει εκεί στα ξένα….!». Της έγραψε την ίδια μέρα γράμμα: «Σεβαστή μου μητέρα, είμαι καλά. Το όμοιον επιθυμώ για όλους. Έχω δουλειά και λεφτά. Μη στείλετε πες στον μπαμπά, πληρώθηκα και είμαι εντάξει. Χριστούγεννα υπολογίζω να έρθω στο Αγρίνιο..».
Λεφτά δεν είχε ο ασφαλιστής. Διάβαζε να περάσει μαθήματα και οι προμήθειες ήταν λίγες. Να, απόψε αν κάνει το συμβόλαιο, θα γελάσει λίγο ο μήνας… Ο κυρ-Νίκος του είχε συστήσει ένα γκαρσόνι, έναν κρεοπώλη με κοτόπουλα, τον Μιχάλα στη Βαρβάκειο και κοντά Πειραιώς 7 στο ξενοδοχείο ΆΡΗΣ που πάνε φαγητά, του ξενοδοχοϋπαλλήλου του Αντώνη, που είναι βραδινός… Μετά τον κυρ-Νίκο θα πάει πάλι στο ξενοδοχείο ΝΕΑ ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ, που τον παιδεύει ο Θοδωρής, ο νυχτερινός στη ρεσεψιόν… Έτσι δούλευαν όλοι οι νέοι. Πελάτη τον πελάτη, σύσταση την σύσταση μέχρι να γνωριστούν και δεν είχαν και πολλές γνώσεις, ούτε βιβλία να διαβάσουν. Ο Μάκης Ρουχωτάς είχε μια καλή περιοδική έκδοση – εφημερίδα για ασφαλιστές την “Ασφαλιστική Αγορά” και βιβλία με θέματα για πωλήσεις όπως και ο Τάκης Δρακάτος που με το περιοδικό “Ιδιωτική Ασφάλιση” έδιναν ιδέες που βοηθούσαν την καριέρα των ασφαλιστών. Ο ασφαλιστής τα διάβαζε και τα δύο και ωφελήθηκε πολύ.
Όταν έφτασε στο εστιατόριο, ο κυρ-Νίκος καθόταν στο γραφειάκι που γράφουν τις παραγγελίες που σερβίρουν τα γκαρσόνια και άκουγε μουσική, Τρίτο Πρόγραμμα, από ένα μικρό τρανζιστοράκι με υψωμένη κεραία, PHILIPS… Σήκωσε λίγο τα γυαλιά, έκλεισε το ραδιόφωνο, πήρε ένα τετράδιο-μπλοκ και είπε στον ασφαλιστή να κάτσουν σε ένα άδειο μεγάλο τραπέζι, στην άκρη να τα πουν. Είπαν διάφορα για την Κύπρο και τους Τούρκους, έβρισε τους πολιτικούς που δεν άφησαν να πάνε Έλληνες στρατιώτες να τους σφάξουν τους Τουρκαλάδες, είπαν για τους Αμερικανούς και τον Καραμανλή, για τον Μακάριο και τους Ρώσους, για τα πόδια που πονάνε από την ορθοστασία, για την Αθήνα που άλλαξε και αλλάζει… Ο ασφαλιστής ρώτησε για την οικογένεια και ο κυρ-Νίκος του είπε πως ήθελε να μη γίνει βάρος σε κανέναν και κυρίως στην κόρη του που μεγαλώνει και θα έχει υποχρεώσεις.
– «Άνθρωποι είμαστε αλλιώς τα υπολογίζουμε, αλλιώς μας έρχονται κύριε Νίκο», είπε προσεκτικά ασφαλιστής. «Όλοι βάζουμε στοιχήματα με την τύχη, αλλά μερικοί χάνουν το στοίχημα και αφήνουν άλλους να πληρώσουν το χάσιμο. Κι αυτοί που μπήκαν στο νοσοκομείο μήπως και το περίμεναν; Άσε και τα χειρότερα! Γεμάτη η κοινωνία με…»
– «Άσε», τον έκοψε ο κυρ-Νίκος, «Μην το πας παρακάτω. Δεν πρόκειται περί αυτού… Τώρα είναι τι θα κάνουμε κι ας μην κακομελετάμε. Έκανε τον σταυρό του, χτύπησε ξύλο στην πλάτη της ξύλινης καρέκλας και συνέχισε «Είδα κόσμο και κοσμάκι που την πλήρωσαν ακριβά την κακιά ώρα», είπε αυτός. «Τι ήμασταν τότε, παλικαράκια εικοσάχρονα, εικοσιπεντάχορνα, τριαντάχρονα. Τον γνώρισα τον θάνατο, Ασ’ τα αυτοί που μένουν κλαίνε. Δεν πρόκειται όμως περί αυτού. Αλλά τότε πόλεμος ήταν και σακατεύτηκαν πολλοί και αργότερα στον εμφύλιο. Δεν πρόκειται όμως περί αυτού. Τώρα, έλεγα και με τον Θωμά, άι! έχουμε τον τρόπο μας, τόσοι έκαναν ασφάλειες, να έχω και κάτι στα γεράματα, μια αποταμίευση όπως ακούω, μια σύνταξη όπως ακούω εδώ, κάτι Αμερικάνους και ξένους που έχουν κάτι παραπάνω. Αλλά αυτά τα αμερικανικά και τα «σου’πα, μου’πες» εγώ τα φοβάμαι.. Μην πιαστούμε κορόιδα… Τόσα γίνονται και μια ωραία πρωία, τα μαζέψει ο Πρόεδρος με την κλίκα του και πάει Βραζιλία κι άντε βρες τον… Με συγχωρείς, καλό παιδί φαίνεσαι, αλλά εσύ υπάλληλος είσαι, οι άλλοι είναι το θέμα. Αν μπω στο νοσοκομείο και μου κάνουν νούμερα, ναι αλλά και τα αυτά… Τι γίνεται;»
– «Κύριε Νίκο, υπάρχουν νόμοι και κανόνες που λειτουργούν…»
– «Τι νόμοι κι αστυνόμοι, μου λες αγόρι μου, το θέμα είναι μη σου τύχει. Τόσα έχουν γίνει και περί αυτού πρόκειται. Σου τραβάει μια αύξηση και άντε να κάνεις το κουμάντο, αν δεν έχεις λεφτά στην άκρη. Αν δεν έχεις, σε κόβουν… Δεν είδες το ΤΕΒΕ που κάθε τόσο το αυξάνουν; Μια ο πληθωρισμός, την άλλη η νέα κυβέρνηση, την άλλη δε βγαίνει το ασφαλιστικό, την άλλη σου αλλάζουν κλίμακες, την άλλη κάνουν αναπροσαρμογές και τι παίρνεις όταν γεράσεις; Τρίχες! Γι’ αυτό σου λέω, αυτά δε μου αρέσουν. Κι αν πτωχεύσετε εσείς, μην είδατε τον Παναή. Αυτό φοβάμαι μην πληρώνω μια ζωή, μη με τυλίξεις μια κόλλα χαρτί και μετά άντε να σε βρω. Εσύ ξέρεις τι γράφουν οι φυλλάδες. Εγώ δε ξέρω γράμματα»
– «Στις ασφάλειες ζωής, το Υπουργείο Εμπορίου ελέγχει τη λειτουργία τους και δεν είσαι και μόνος. Χιλιάδες άλλοι έκαναν ασφάλειες για να έχει η οικογένειά τους μια βοήθεια. Η τύχη σου ενώνεται με χιλιάδες σαν και εσένα… Στις ασφαλίσεις ζωής είναι αλλιώς. Οι πολλοί δίνουν χρήματα για να πληρωθούν οι λίγοι που θα πάθουν. Δεν αρρωσταίνουν όλοι. Και οι μηχανισμοί λειτουργίας και προστασίας ελέγχονται. Άντε να υπογράψουμε, να έχεις και εσύ μια βοήθεια μαζί με το ΤΕΒΕ και η οικογένεια, ώστε να νιώθεις ότι έκανες το κάτι παραπάνω για αυτούς που παιδεύεσαι όλη μέρα να έχουν όλα τα καλά. Και αυτό που λένε κάποιοι ότι αν πάθουν αυτοί τσιμέντο να γίνουν όλα, δεν είναι σωστό. Το πώς νιώθουμε καθημερινά έχει αξία μεγάλη. Να νιώθεις ότι περνάνε ένα σωρό λεφτά από τα χέρια μας και πώς βγάζεις στην άκρη λίγα, με φροντίδα, για το απρόοπτο που δεν επιθυμεί κανένας, αλλά έρχεται. Αυτή είναι η ασφάλιση. Να έχεις πάντα κάτι διαθέσιμο ώστε ούτε εσύ, ούτε τα κοντινά σου πρόσωπα να ταλαιπωρηθούν… Δεν ξέρω αν θυμάσαι τι σου πρότεινα για προστασία δική σου και της οικογένειας. Να σου ξαναθυμίσω ότι σε περίπτωση που…
– «Κύριε Νίκο γράψε μια μερίδα ψητό με ρύζι και φέτα» τους διέκοψε εκεί που μίλαγαν το ευγενικό γκαρσόνι με την άσπρη μπλούζα και μαύρο παπιγιόν.
– Ο κύριος Νίκος σημείωσε την παραγγελία και συνέχισε τις αντιρρήσεις του για μισή ώρα ακόμα, ρώτησε, ξαναρώτησε, διαφωνούσε, συμφωνούσε και σε κάποια στιγμή σηκώθηκε, ήπιε μια γουλιά κόκκινο κρασί, έκλεισε το τρανζιστοράκι Philips και πλησιάζοντας τον ασφαλιστή που καθότανε πιεσμένος, με τα μάγουλα κοκκινισμένα από το πάθος και την ένταση να κλείσει τη συμφωνία του είπε: «Κοίταξε. Να το κάνουμε το συμβόλαιο αν είναι έτσι όπως μου τα είπες. Αλλά πρόσεξε κακομοίρη μου έτσι και με γελάσεις και δεν ισχύουν ότι συμφωνήσαμε, θα είσαι ο έκτος που θα σκοτώσω, μετά τους πέντε που σκότωσα στο βουνό, αντάρτης στην αντίσταση! Συμφωνείς; Δώσε το χέρι και προχώρα! Μη μου πεις τόσα σήμερα και αύριο τα αλλάξεις.. Εγώ στις δουλειές είμαι μπεσαλής. Μη μου τα γυρίσετε αύριο και με κρεμάσεις… Δεν παίζω, θα σε καθαρίσω!! Θέλω μπεσσαλίδικες δουλειές. Αλίμονο αν με γελάσεις και μ’ αρχίσεις τα «άλλοι φταίνε» και δεν ξέρω εγώ… Θα κάνεις καθαρές δουλειές… Πρόσεχε τι θα γράψεις στα χαρτιά… Εσένα Εμπιστεύομαι… Εσένα θα καθαρίσω. Αλήθεια σου λέω έκανα στην αντίσταση, αλλά δεν πρόκειται περί αυτού. Καλό παιδί φαίνεσαι, πρόσεξε καλύτερά να μην υπογράψω. Δε θέλω να μου τα αλλάξετε, γιατί πολύ θα πικραθώ και πολύ θα απογοητευτώ. Είπε και ο Θωμάς πως είσαι τίμιο παιδί, αλλά δε πρόκειται περί αυτού. Φέρε τα χαρτιά και έλα να πιούμε ένα κρασί για τα καλορίζικα». Στη συνέχεια έπιασε το στυλό και υπέγραψε….
Αναβόσβηναν οι ταμπέλες στα ξενοδοχεία και τα μαγαζιά, αργά προς τα μεσάνυχτα, όταν ασφαλιστής περπατούσε στην Ομόνοια παραμονές Χριστουγέννων του 197…. μετά το ραντεβού με τον κύριο Νίκο. Στην ασφαλιστική του τσάντα είχε την αίτηση για ασφάλεια ζωής με νοσοκομειακό του κυρίου Νίκου.
«Αν είναι ψέματα ή τα αλλάξεις, θα σε σκοτώσω. Θα σε σπάσω στο ξύλο, και περί αυτού πρόκειται αν με γελάσεις. Ταλαίπωρος είσαι και εσύ…» Αυτό το «αν», μαχαίρι στην καρδιά, που δεν το ‘χει ξανανιώσει έτσι ποτέ. Καλά δεν πίστευε ότι θα τον σκοτώσει, αλλά καταλάβαινε όμως το νόημα του τι του έλεγε. Δεν ήταν σήμερα αγριάνθρωπος ο κ. Νίκος, του είπε και ο Θωμάς ότι αστειεύεται, αλλά έπρεπε να καταλάβω πως είχε δίκιο. Δε θέλει να τον γελάσεις, όταν δεν μπορεί να κάνει κάτι. Μπορεί να του πει αύριο, μετά από χρόνια ότι άλλοι αποφάσισαν; Αυτός υπέγραψε, οι άλλοι στα γραφεία δεν φαίνονται. Α, ρε, βάσανο και τούτο… Αγνό επαρχιωτάκι ήταν, φτωχόπαιδο, δεν ήξερε να χαρεί που πήρε την ασφάλεια, να τα παρατήσει, τι να κάνει, που δεν ήξερε κι αν θα συνεχίσει σαν πάρει το πτυχίο. Δεν είναι δουλειά αυτή… Άντε κανά δύο χρόνια και θα σταματήσει.
Η υπογραφή όμως μπήκε. Και η ευθύνη στα επόμενα 10-15-20 χρόνια μεγάλο βάρος αδελφέ μου. Να ήταν τουλάχιστον ένας αεριτζής, ένας «δε βαριέσαι έτσι είναι μπίζνες», ένας «ζήσε και άσε τους άλλους να πεθάνουν»! Να έχουν τέτοιους προβληματισμούς και οι άλλοι ασφαλιστές που υπογράφουν ισόβια συμβόλαια και εικοσαετή; Είναι ήρεμοι με την συνείδησή τους όλοι αυτοί που έπαιρναν κύπελλα και βραβεία στα συνέδρια;
Συνέχιζαν να αναβοσβήνουν οι χρωματιστές διαφημίσεις στα κτίρια γύρω και στις βιτρίνες τα λαμπάκια. Έτρεχαν βιαστικά αρκετοί άνθρωποι προς τον υπόγειο σιδηρόδρομο και αυτός πήρε την οδό Πειραιώς, προς τα στενά που είχε αφετηρία το Νέο Αιγάλεω λεωφορείο, βρήκε θέση (ήταν λίγοι επιβάτες) κάπου στη μέση, στο παράθυρο, και έβλεπε κόσμο, μαγαζιά, κτίρια και χριστουγεννιάτικα δεντράκια σε παράθυρα με ευχές: «Χρόνια πολλά, καλή χρονιά». Αγκομαχούσε το παλιό λεωφορείο στην Ιερά Οδό και πήγαινε αργά, ανοιγοκλείνοντας τις πόρτες να μπουν και να κατέβουν κάποιοι. Ο ασφαλιστής ακούμπησε το κεφάλι στο παράθυρο. Τον πήρε ο ύπνος και είδε όνειρο πως είχε πάρει το πτυχίο της νομικής και ήταν λέει δημοσιογράφος σε ένα δικαστήριο με κατηγορούμενη την ασφαλιστική εταιρεία και μηνυτή τον κύριο Νίκο. Ήταν εκεί για να γράψει άρθρο και άκουγε τον κύριο Νίκο, επειδή η εταιρεία δεν έδινε αποζημίωση επειδή λέει δεν είχε δηλώσει ελαφρύ επουλωμένο τραύμα που είχε από σφαίρα στο πλευρό στην αντίσταση. Αυτός έλεγε πως είχε γίνει καλά και δεν το θεωρούσε σπουδαίο, το είχε ξεχάσει 38 χρόνια πρίν… Βάδιζε καλά, έπαιξε ποδόσφαιρο, παντρεύτηκε και τι σημασία είχε; Δεν ένιωθε κάτι, και όταν τον ρώτησαν αν είναι υγιής, είπε, ήταν καλά… Σαράντα χρόνια μετά γιατί ο υπάλληλος αρνείται αποζημίωση; Είδε λέει στο βιβλιάριο Υγείας του ΤΕΒΕ ότι το ανέφερε σε γιατρό μήπως και έφταιγε που κατά καιρούς πόναγε στην αλλαγή του καιρού. Ο ασφαλιστής – δημοσιογράφος τώρα (έβλεπε στον ύπνο του) ήταν έτοιμος να γράψει σπουδαίο άρθρο, ώστε να εκδικηθεί τους υπαλλήλους που ψάχνουν «βελόνι στ’ άχυρα» για να υπερασπιστούν τις εταιρείες, μένοντας στο γράμμα του άρθρου του συμβολαίου και όχι «εν πνεύματι» που σημαίνει να δουν το θέμα «συνεκτιμώντας» και άλλες παραμέτρους. Πολλά ήθελε να γράψει. Για τους πελάτες που δεν δείχνουν ενδιαφέρον. Για την πολιτεία και το κράτος που δεν έχει σχολές ασφαλιστών και αποτελεσματική εποπτεία. Ήθελε να γράψει για κάποιες εταιρείες, όχι όλες, που εύκολα ασφαλίζουν και δύσκολα αποζημιώνουν. Για κάποιους δικηγόρους των εταιρειών (όχι όλους) που κάνουν το μαύρο άσπρο και με ηδονή αραδιάζουν επιχειρήματα του τύπου «άγνοια νόμου δεν συγχωρείται» και σαν πλημμύρες άγριες συμπαρασύρουν πνίγοντας στα νερά περιουσίες, εταιρείες, φτωχούς και πλούσιους και πρότερον έντιμους βίους και ανυπεράσπιστους και ανύποπτους πρώην «αγαπητούς πελάτες»…
Ήταν σκληρός ο δικηγόρος και για εταιρείες που δηλώνουν συνέχεια κέρδη και ποσοστά αυξήσεων, αλλά παραπονούνται ότι «δεν βγαίνουν» και κάνουν συνέχεια αλλαγές και αναπροσαρμογές. Ναι, σαν δημοσιογράφος θα έγραφε όσα ο δικηγόρος κατέθετε και δεν σταμάταγε παρόλο που ο δικαστής διακριτικά φώναζε «Συντομεύετε κύριε…», «Επί του θέματος, κύριε…». Ο κύριος Νίκος παρακολουθούσε τον δικηγόρο αλλά και τον ασφαλιστή-δημοσιογράφο και ελαφρό μειδίαμα χάραζε στα χείλη του. Τα πρώτα άσπρα μαλλιά ανυπόμονα ξεφύτρωσαν εδώ και εκεί στην κεφαλή του. Άκουγε τον δικηγόρο και το πάθος του για δικαιοσύνη, τον γύρισαν πίσω στα νιάτα του, που παλικαράκι μπήκε στην αντίσταση να πολεμήσει τον Γερμανό κατακτητή. Θυμάται που κάποιοι βγήκαν μπροστά για το δίκαιο. Σήμερα ο δικηγόρος μπήκε μπροστά για το δίκαιο του συνανθρώπου που αδικείται. Όπως αδικήθηκαν τόσοι και τόσοι στην κατοχή όταν μπήκε στη γραμμή για αντίσταση. Άνθρωποι τότε, άγνωστοι μεταξύ τους, πήγαν για άγνωστους συμπατριώτες να πολεμήσουν. Άλλοι κοίταζαν, άλλοι συνέπραξαν, άλλοι πρόδωσαν. Έτσι είναι οι κοινωνίες. Άλλοι ένιωσαν την ανατριχίλα του θανάτου, άλλοι αγκάλιασαν αγαπημένους για τελευταία φορά, άλλοι γεύτηκαν μικρούς και μεγάλους χωρισμούς και άλλοι γυρίζοντας έψαχναν αναμνήσεις μπαίνοντας στα ασήμαντα της καθημερινότητας. Οι άνθρωποι λίγα χρόνια μετά την κατοχή ξέχασαν τα ιδανικά τους και μπήκαν στην πλήξη μιας υλιστικής εποχής, όπως και ο Νίκος στο εστιατόριο, που μέτραγε πόσα πιάτα κρατούσαν οι σερβιτόροι, πόσα πιλάφι με κρέας, πόσα κοτόπουλο, πόσα πατάτες στο φούρνο, πόσα γεμιστά, πόσα σαλάτες, πόσα φέτες, πόσα καραφάκια κρασί. Πολλές φορές αποκοιμόταν στην καρέκλα και ξύπναγε από τη φωνή: «Ένα μουσακά, κύριε Νίκο»… «Επ, ξύπνα! Κουράστηκες σήμερα καημένε… Ξύπνησες και νωρίς». Ο δικηγόρος συνέχιζε την υπεράσπιση με πάθος και τελικά κέρδισε την δίκη και στον ύπνο του ο ασφαλιστής έβλεπε τον δημοσιογράφο να γράφει στο άρθρο του για την σπουδαιότητα της ασφάλισης, παρακινώντας τους ασφαλιστές να ξυπνήσουν από τον λήθαργο και να υπερασπιστούν την ασφάλιση και τα δικαιώματά τους. Ζητούσε να γράψει ο τυπογράφος με μαύρα έντονα γράμματα: «Ξύπνα ασφαλιστή, ξύπνα εποπτεία, ξυπνήστε όλοι και προστάτεψε τον θεσμό που αιώνες σώζει συνανθρώπους. Ξύπνα ασφαλιστή. Ξύπνα!»
Το λεωφορείο είχε φτάσει στο τέλος του δρομολογίου. Ο ασφαλιστής ακουμπισμένος στο τζάμι κοιμόταν. Ο οδηγός του λεωφορείου πλησίασε, ακούμπησε ελαφριά τον ώμο του λέγοντας:
– «Νεαρέ, ξύπνα, τέρμα, εργατικές κατοικίες!» και του σταμάτησε το όνειρο. «Έλα νεαρέ, μην ξαναπάμε Ομόνοια».
Ευάγγελος Σπύρου
Δημοσιογράφος – πρώην ασφαλιστής