Τότε, ο καταξιωμένος χειρουργός υπέβαλε την αίτησή του έχοντας, όπως τονίζει, σαφή και ξεκάθαρο στόχο, προσωπικό, επαγγελματικό και οικογενειακό, να επιστρέψει στην
Ελλάδα. «Η σύζυγός μου με τον λίγων μηνών γιο μας ήρθαν στο Λονδίνο τον Δεκέμβριο του 2009, εφόσον κατάφερα να αποκτήσω σταθερή θέση εργασίας στο νοσοκομείο που επιθυμούσα. Ηταν ένα μεγάλο στοίχημα για την οικογένειά μας, καθώς εάν δεν το κατάφερνα, πιθανόν θα επέστρεφα στην Ελλάδα», εξηγεί. Το 2009 από τον Ιατρικό Σύλλογο Αθηνών που κρατά τα σχετικά αρχεία για τα μέλη του είχαν φύγει συνολικά 577 γιατροί. Η επιστροφή ήταν, όμως, πάντα στο μυαλό του, αλλά υπό άλλους όρους και συνθήκες. «Επειτα από χιλιάδες επεμβάσεις, πολύ διάβασμα και απόκτηση εξειδίκευσης, άρχισα να αναζητώ οδό επιστροφής. Ο στόχος μου ήταν το
ΕΣΥ. Η αγωνία μου ήταν αν θα μπορέσω να ασκήσω το χειρουργικό έργο μου στη χώρα μου, όπως το έπραττα για το βρετανικό σύστημα υγείας. Αυτές τις εγγυήσεις αναζητούσα και για μένα προσωπικά και για τον κόπο που είχα καταβάλει, αλλά και για τους ασθενείς που έχω ορκιστεί να υπηρετώ, να περιθάλπω, να θεραπεύω», περιγράφει.
Το 2020 που άνοιξαν κάποιες θέσεις ο στόχος του ήταν πολύ κοντά πια. Ηταν, όπως θυμάται, 80 υποψήφιοι για 6 θέσεις στην Αθήνα, λίγοι από νοσοκομεία του εξωτερικού. Αλλωστε και το 2020 το brain drain παρέμενε σε υψηλό επίπεδο: άλλοι 901 γιατροί έφυγαν μόνο από τον ΙΣΑ, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας εκτός Ελλάδας.
«Η ηλεκτρονική υποβολή των προαπαιτούμενων με έφερε στην πρώτη πεντάδα. Μετά κλήθηκα για συνέντευξη όπως όριζε η διαδικασία. Θυμάμαι ότι με ρώτησαν γιατί θέλω να επιστρέψω στην Ελλάδα. “Θέλω να προσφέρω και στους Ελληνες ασθενείς όσα έχω προσφέρει και στους ασθενείς της Βρετανίας. Εχω ειδικευτεί σε ένα αντικείμενο όπου υπάρχει έλλειψη στη χώρα μας, στη Χειρουργική Ογκολογία και τη Χειρουργική παγκρέατος – ήπατος – χοληφόρων και θέλω να συμβάλω με τη γνώση μου’’, τους απάντησα», θυμάται.
Τον Σεπτέμβριο του 2021 διενήργησε τις τελευταίες χειρουργικές επεμβάσεις στο νοσοκομείο Royal Free (όπου είχε μετακινηθεί έπειτα από 12ετή εργασία στο King’s College Hospital) και την 1η Οκτωβρίου παρουσιάστηκε στον «Ευαγγελισμό». Το νοσοκομείο έκανε δειλά βήματα για να επιστρέψει στην κανονικότητα μετά την πανδημία, με τις κλινικές να προγραμματίζουν εισαγωγές κι άλλων ασθενών, πλην ασθενών COVID, καθώς και χειρουργικές επεμβάσεις. «Τα χειρουργεία και ο εξοπλισμός τους ήταν η πρώτη μεγάλη, ευχάριστη έκπληξη για μένα. Οπως έμαθα, ήταν καινούρια χάρη σε δωρεά.
Δυστυχώς ακόμη και σήμερα έξι αίθουσες παραμένουν κλειστές λόγω έλλειψης νοσηλευτικού προσωπικού», σημειώνει. Ο νέος χειρουργός εντάχθηκε στη Δ’ Κλινική αρχίζοντας αμέσως επεμβάσεις. «Είναι μια διαδρομή που δεν θα ξεκινούσε αν δεν είχα τη στήριξη του διευθυντή μου, κ. Μαγγανά, της διευθύντριας της ΜΕΘ, κυρίας Κοτανίδου, και της διοίκησης που είναι κοντά στους γιατρούς για να λύνει προβλήματα και να διευκολύνει το έργο τους», αναφέρει, δηλώνοντας ευγνώμων ο κ. Χασιώτης.
Οι αμοιβές
Το θέμα της αμοιβής του ως γιατρού στο ΕΣΥ δεν θα μπορούσε να μην τεθεί στη συζήτηση και στη σύγκριση που προκύπτει αναπόφευκτα σε σχέση με την αμοιβή στη Βρετανία. Ο μηνιαίος μισθός ήταν περίπου 4.500 λίρες. Στο ΕΣΥ ένας επιμελητής Α’ αμείβεται με περίπου 1.800 ευρώ, που αυξάνονται σε 2.200 ευρώ με τις εφημερίες. «Προσωπικά θεωρώ πολύ σωστή απόφαση τη λειτουργία των απογευματινών χειρουργείων. Στο βρετανικό νοσοκομείο δεν σταματούσαν τα χειρουργεία στις 3 το μεσημέρι. Επίσης, μπορού(σα)ν οι γιατροί να εργάζονται και στον ιδιωτικό τομέα. Εφόσον εξασφαλιστεί νοσηλευτικό προσωπικό, η διενέργεια και απογευματινών χειρουργείων θα δώσει μεγάλη ανάσα γιατί υπάρχουν πολλοί ασθενείς που περιμένουν, αλλά θα βοηθήσει και εμάς τους χειρουργούς με τις πληρωμές που θα προβλεφθούν», λέει ο κ. Χασιώτης.
Ο καθηγητής Χειρουργικής
Ο νέος Συντονιστής Διευθυντής της B’ Χειρουργικής κλινικής του «Ευαγγελισμού», κ. Κοντοβουνήσιος, είναι γενικός χειρουργός με εξειδίκευση στη Χειρουργική του παχέος εντέρου και διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής Αθηνών. Εκανε την ειδικότητά του στο νοσοκομείο «Ερυθρός Σταυρός», όταν το 2012 του δόθηκε η ευκαιρία να ολοκληρώσει τους τελευταίους έξι μήνες της ειδικότητάς του στο εξειδικευμένο Ογκολογικό Νοσοκομείο Royal Marsden Hospital London υπό την επίβλεψη του διεθνώς αναγνωρισμένου καθηγητή χειρουργικής του Imperial College Πάρη Τέκκη. Σκληρή μελέτη και κλινικό έργο για την εξειδίκευση περιελάμβανε και η δική του μακρά διαδρομή στη Βρετανία.
«Είχα τεράστιο ενδιαφέρον για τη Χειρουργική του παχέος εντέρου. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, δεν γίνονται εξειδικεύσεις. Αρχικά εργάστηκα σε νοσοκομεία αναφοράς σε παθήσεις της Γενικής Χειρουργικής και της Χειρουργικής του εντέρου και του ορθού στο Λονδίνο και μετά εκπαιδεύτηκα σε αντιμετώπιση δύσκολων περιπτώσεων καρκίνου του παχέος εντέρου και έλαβα εξειδίκευση στη Ρομποτική Χειρουργική στο παχύ έντερο, καθώς και σε προχωρημένους καρκίνους παχέος εντέρου και υποτροπές της νόσου που χρήζουν πολύωρων και πολύπλοκων επεμβάσεων, όπως πυελικές εξεντερώσεις. Είναι μια βαριά και μεγάλης έκτασης χειρουργική επέμβαση που απαιτεί ιδιαίτερα έμπειρο και εξειδικευμένο στην Ογκολογία χειρουργό και πραγματοποιείται σε λίγα εξειδικευμένα διεθνή κέντρα», ανέφερε, μιλώντας στο ygeiamou.gr, ο κ. Κοντοβουνήσιος.
Το 2016 είχε αποφασίσει να επιστρέψει στην Ελλάδα, αλλά η πρόταση για ακαδημαϊκή σταδιοδρομία που δέχθηκε από το Imperial College ανέτρεψε την απόφασή του. Τον Νοέμβριο του 2018 μονιμοποιήθηκε και εξελίχθηκε στον βαθμό του αναπληρωτή καθηγητή Χειρουργικής. Η προκήρυξη θέσεων συντονιστών διευθυντών στα δημόσια νοσοκομεία, που έγινε τον περασμένο Απρίλιο από το υπουργείο Υγείας, άνοιξε και πάλι τον δρόμο της επιστροφής για τον κ. Κοντοβουνήσιο.
Επέλεξε να διατηρήσει την ακαδημαϊκή δραστηριότητα ως επίτιμος καθηγητής στο Imperial College και από την περασμένη Τρίτη βρίσκεται στο τιμόνι της Β’ Χειρουργικής κλινικής του «Ευαγγελισμού». Στόχος του είναι να μεταφέρει τις καλές πρακτικές που εφαρμόζουν τα συστήματα υγείας άλλων χωρών στη νοσοκομειακή καθημερινότητα των συνεργατών του και φυσικά των ασθενών, να εκπαιδεύσει νέους χειρουργούς στον τομέα της εξειδίκευσής του και να επιτύχει υψηλούς στόχους για την κλινική, ώστε να μην υστερεί σε τίποτα από τις κλινικές του εξωτερικού και να μπορεί να αντιμετωπίζει ακόμη και τα πιο δύσκολα περιστατικά καρκίνων του παχέος εντέρου. «Οι Ελληνες γιατροί δεν υστερούν σε σχέση με το ιατρικό δυναμικό άλλων χωρών. Ευελπιστώ το “brain gain” να συνεχιστεί και να ευδοκιμήσει», λέει ο κ. Κοντοβουνήσιος.
Σε ύφεση το brain drain Από τα ακριβή στοιχεία του ΙΣΑ, του μεγαλύτερου ιατρικού συλλόγου της χώρας, προκύπτει ότι τα τελευταία 16 χρόνια έφυγαν από την Ελλάδα 18.162 γιατροί. Στοιχεία διαθέσιμα για το ιατρικό δυναμικό που επιστρέφει δεν είναι διαθέσιμα. Ωστόσο, εκτιμάται ότι ο αριθμός των γιατρών που επιστρέφουν είναι πολύ μικρός. Ουσιαστικά, κινητικότητα καταγράφεται τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
«Η μετανάστευση του υψηλά εξειδικευμένου επιστημονικού προσωπικού της χώρας υποβαθμίζει την περίθαλψη του Ελληνα ασθενή. Το σύστημα υγείας έχει ελλείψεις στην κάλυψη πολλών ειδικοτήτων και δεν υπάρχουν νέοι γιατροί για να μεταλαμπαδευτεί η επιστημονική γνώση. Παράλληλα, η χώρα εκποιεί σημαντικό κεφάλαιο – έχουν επενδυθεί πάνω από 7 δισ. ευρώ, τα τελευταία χρόνια, για το επιστημονικό δυναμικό που αυτή την ώρα αξιοποιείται από τα συστήματα υγείας άλλων χωρών. Θα πρέπει να διασφαλιστούν αξιοπρεπείς επαγγελματικές και οικονομικές συνθήκες και να δοθούν κίνητρα από την Πολιτεία για να παραμείνουν οι επιστήμονες. Θέλουμε όχι μόνο να ανακόψουμε το μεταναστευτικό ρεύμα των επιστημόνων, αλλά να προσελκύσουμε και άλλους γιατρούς, μέσα από μία αναπτυξιακή διαδικασία», λέει ο πρόεδρος του ΙΣΑ Γιώργος Πατούλης.
Το κύμα φυγής των γιατρών άρχισε να υποχωρεί για πρώτη φορά, έπειτα από εννέα χρόνια υψηλού ρυθμού, το 2020. Τότε καταγράφηκε τριψήφιος αριθμός γιατρών που αναζήτησε εργασία εκτός Ελλάδας, με την αναλογία ανειδίκευτων – ειδικευόμενων να είναι 45%-55%. Ειδικότερα, το 2020 έφυγαν 901 γιατροί από τον ΙΣΑ, το επόμενο έτος 866, το 2023 άλλοι 808 γιατροί και ανάλογος αριθμός πέρυσι. Το 2012 κατέχει το αρνητικό ρεκόρ ιατρικού brain drain με 1.808 γιατρούς και η αμέσως επόμενη δύσκολη χρονιά ήταν το 2015, με 1.521 γιατρούς να εγκαταλείπουν την Ελλάδα.