Αναδοχή χρέους: ΑΚ 471 επ.
Του Ανδρέα Κουρή,
ΕΝΝΟΙΑ
Ειδική μορφή εκχώρησης απαίτησης συνιστά και η αναδοχή χρέους από τρίτον. Με την αναδοχή χρέους, η υποχρέωση εκπλήρωσης ορισμένης παροχής, μεταφέρεται στο παθητικό της περιουσίας άλλου προσώπου, πλέον υπόχρεου προς εκπλήρωση μίας υφιστάμενης παροχής. Με άλλα λόγια, η αναδοχή χρέους είναι η ανάληψη από ένα τρίτο πρόσωπο ξένου χρέους. Είναι σύμβαση, που καταρτίζεται μεταξύ του δανειστή της εκάστοτε έννομης σχέσης και του τρίτου (νέου οφειλέτη), χωρίς τη σύμπραξη και συγκατάθεση του πρωταρχικού οφειλέτη. Έτσι ακριβώς ορίζεται και στο άρθρο 471 ΑΚ «Με τη σύμβαση που συνάπτει με το δανειστή μπορεί κάποιος να αναδεχτεί ξένο χρέος έτσι ώστε να υπεισέλθει αυτός στη θέση του οφειλέτη και ο τελευταίος να απαλλαγεί». Το πρόσωπο που αντικαθιστά τον πρωταρχικό οφειλέτη ονομάζεται αναδεχόμενος ή αναδοχέας.
Η κατάρτιση της σύμβασης αναδοχής, η οποία είναι άτυπη και προϋποθέτει ικανότητα των συμβαλλομένων, δηλαδή εξουσία διάθεσης από το δανειστή της απαίτησης του κατά του παλαιού οφειλέτη και ικανότητα ανάληψης υποχρεώσεων από τον αναδεχόμενο, μπορεί να αφορά σε όλο ή τμήμα του χρέους, χρέος στενά με το πρόσωπο του παλαιού οφειλέτη συνδεμένο, μελλοντικό και φυσικό (φυσική ενοχή). Ελαττωματική βούληση του ενός από τους συμβαλλομένους κατά την κατάρτιση της σύμβασης αναδοχής (λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής) καθιστά ακυρώσιμη αυτή σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις.
ΕΙΔΗ
Η θεωρία προβλέπει δύο είδη αναδοχής χρέους, τη στερητική αναδοχή και την σωρευτική αναδοχή. Στην στερητική αναδοχή (ΑΚ 471), ο παλαιός οφειλέτης απαλλάσσεται και εφεξής ο αναδοχέας είναι υπόχρεος προς αποπληρωμή του χρέους. Αντίθετα, στην σωρευτική αναδοχή, η οποία προκύπτει από το άρθρο 477 ΑΚ «αν κάποιος με σύμβαση που συνάπτει με το δανειστή υποσχεθεί την εκπλήρωση ξένου χρέους, ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται αλλά παράγεται πρόσθετη ενοχή αυτού που υποσχέθηκε, εφόσον δεν προκύπτει σαφώς το αντίθετο», ο δανειστής έχει εφεξής απέναντί του δύο οφειλέτες.
ΣΤΕΡΗΤΙΚΗ ΑΝΑΔΟΧΗ ΧΡΕΟΥΣ
Ερμηνεύοντας το άρθρο 471 ΑΚ, είναι σαφές ότι μοναδική τυπική προϋπόθεση της στερητικής αναδοχής, είναι η σύναψη σχετικής σύμβασης. Απαιτείται σύμβαση μεταξύ του δανειστή και του αναδεχόμενου του χρέους, χωρίς καμία νομική ενέργεια του παλαιού οφειλέτη, ούτε ακόμα και τη συναίνεση του. Στη σύμβαση πρέπει να γίνεται απολύτως σαφής η πρόθεση του αναδεχόμενου για απαλλαγή του πρωταρχικού οφειλέτη, αλλιώς θα πρόκειται για σωρευτική αναδοχή. Μάλιστα, στην περίπτωση της στερητικής αναδοχής, ο παλαιός οφειλέτης δεν μπορεί να αντιταχθεί της βούλησης του αναδοχέα για τη σύναψη της σύμβασης αναδοχής του χρέους του.
Παράλληλα, η σύμβαση μπορεί να συναφθεί μεταξύ οφειλέτη και αναδοχέα του χρέους, αν συναινέσει εκ των υστέρων ο δανειστής ως προς το σύνολο της συμφωνίας οφειλέτη και τρίτου, αλλιώς θα πρόκειται απλώς για σύμβαση ελευθέρωσης από το χρέος.
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΕΡΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΔΟΧΗΣ
Οποιοδήποτε χρέος μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο, τόσο της στερητικής όσο και της σωρευτικής αναδοχής, αρκεί να είναι ξένο προς τον αναδοχέα. Δύναται ακόμα, το χρέος να μην υφίσταται την παρούσα χρονική στιγμή, να είναι δηλαδή μελλοντικό, εφόσον έχει οριστεί αναλυτικά στη σύμβαση ή επιπλέον μπορεί να τελεί και υπό αίρεση ή προθεσμία, να πηγάζει από φυσική ενοχή ή να είναι επίδικο.
Αξίζει να επισημανθεί, πως η σύμβαση είναι ανεξάρτητη από την αιτία που την υπαγόρευσε, εκτός και αν τα μέρη συμφωνήσουν ότι το κύρος της θα εξαρτάται από τις σχέσεις του παλαιού και του νέου οφειλέτη. Η στερητική αναδοχή φέρει επίσης τα χαρακτηριστικά μιας υποσχετικής αλλά και εκποιητικής δικαιοπραξίας. Υποσχετική μεν γιατί ο αναδοχέας αναλαμβάνει την ευθύνη εκπλήρωσης της προϋφιστάμενης ενοχής και εκποιητική δε, επειδή ο δανειστής δίνει τη δυνατότητα στον πρωταρχικό οφειλέτη να απαλλαγεί, με την αναδοχή από τρίτον, από το χρέος του.
Η σύμβαση της στερητικής αναδοχής δεν χρειάζεται να συμπεριληφθεί τον συστατικό τύπο. Ο ειδικός διάδοχος, δηλαδή ο αναδοχέας έχει απέναντι στον δανειστή τις ίδιες υποχρεώσεις που είχε και ο παλαιός οφειλέτης, βάσει του άρθρου 472ΑΚ. Ωστόσο, ο αναδοχέας, φέρει έναντι του δανειστή εκτός από την κύρια οφειλή της απόσβεσης του χρέους, και παρεπόμενες υποχρεώσεις, όπως για παράδειγμα υποχρέωση πληρωμής τόκων (άρθρο 475 ΑΚ).
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 472, 473, 474 και 475 ΑΚ ο αναδοχέας, α) έχει απέναντι στο δανειστή τις ίδιες υποχρεώσεις που είχε και ο παλαιός οφειλέτης, β) μπορεί να αντιτάξει ενστάσεις, που απορρέουν από την σχέση μεταξύ του δανειστή και του παλαιού οφειλέτη. Απαίτηση του παλιού οφειλέτη κατά του δανειστή δεν μπορεί να την αντιτάξει σε συμψηφισμό ο αναδοχέας, γ) δεν έχει ενστάσεις από την σχέση του με τον παλαιό οφειλέτη, δ) δικαιώματα παρεπόμενα στην απαίτηση κατά του παλαιού οφειλέτη εξακολουθούν να υπάρχουν και μετά την αναδοχή. Εγγυητές όμως, ενέχυρα και υποθήκες διατηρούνται μόνο αν συναίνεσε ο εγγυητής, ή ο κύριος του ενυπόθηκου, ή του πράγματος που έχει ενεχυριασθεί, ε) τα προνόμια που ασκούνται στην αναγκαστική εκτέλεση, ή στην πτώχευση, αποσβήνονται με την αναδοχή.
ΣΩΡΕΥΤΙΚΗ ΑΝΑΔΟΧΗ ΧΡΕΟΥΣ
Η περίπτωση που, χωρίς ειδική διαδοχή σε υφιστάμενη υποχρέωση, προστίθεται στον πρώτο οφειλέτη και άλλος, ονομάζεται σωρευτική αναδοχή χρέους. Όπως και η στερητική αναδοχή, είναι σύμβαση μεταξύ δανειστή και τρίτου, χωρίς όμως να απαλλάσσεται ο παλαιός οφειλέτης. Με τη σωρευτική αναδοχή γεννάται δηλαδή πρόσθετη ενοχή αυτού που υποσχέθηκε, η οποία συνυπάρχει με την ενοχή του πρωταρχικού οφειλέτη. Αν συναφθεί σύμβαση μεταξύ του πρωταρχικού οφειλέτη και του τρίτου, αυτή κατ’ ουσία συνιστά γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (εν προκειμένω του δανειστή), με την ιδιομορφία ότι για να επιφέρει τα έννομα αποτελέσματα της απαιτείται και η συναίνεση του δανειστή. Με τη σωρευτική αναδοχή δημιουργείται παθητική εις ολόκληρον ενοχή (481 άρθρο ΑΚ) μεταξύ του παλαιού οφειλέτη και του αναδεχόμενου.
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΣΩΡΕΥΤΙΚΗΣ ΑΝΑΔΟΧΗΣ
Η φύση της σωρευτικής αναδοχής ομοιάζει της υποσχετικής δικαιοπραξίας, καθώς αφορά την πρόσθετη ανάληψη χρέους και δεν φέρει το γνώρισμα της διάθεσης, όπως συμβαίνει και στην στερητική αναδοχή. Επιπρόσθετα, είναι ετεροβαρής και αναιτιώδης, εφόσον το κύρος της, δηλαδή η εγκυρότητα της ανάληψης της υποχρέωσης από τον αναδοχέα απέναντι στον δανειστή, δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή το κύρος της σχέσης του παλαιού και νέου οφειλέτη.
Ζήτημα ερμηνείας της εκάστοτε συμβάσεως για το αν αποτελεί στερητική ή σωρευτική αναδοχή χρέους σε περίπτωση αμφιβολίας, διευθετείται από το άρθρο 477 ΑΚ, και κατά κανόνα είναι σωρευτική. Σύμφωνα με την θεωρία και την νομολογία όταν υπάρχει αμφιβολία η αναδοχή χρέους είναι σωρευτική. Η στερητική αναδοχή χρέους θα πρέπει να προκύπτει σαφώς. Έπειτα, η σύμβαση σωρευτικής αναδοχής δεν υπόκειται σε συστατικό ή αποδεικτικό τύπο, είναι άτυπη, ούτε και όταν η μεταξύ του οφειλέτη και αναδοχέα αιτία απαιτεί τύπο.
ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΓΓΥΗΣΗ
Είναι εμφανές ότι η σωρευτική αναδοχή εμφανίζει κοινά χαρακτηριστικά με αυτά της εγγύησης, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 847 Αστικού Κώδικα «Με τη σύμβαση της εγγύησης ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στον δανειστή την ευθύνη ότι θα καταβληθεί η οφειλή». Και αυτό γιατί, τα δύο είδη συμβάσεων αποβλέπουν στην υποστήριξη της θέσης του δανειστή, αφού προστίθεται στην εκάστοτε ενοχική σύμβαση ένας επιπλέον οφειλέτης. Η ουσιώδης διαφορά μεταξύ αυτών των συμβάσεων έγκειται στο γεγονός πως στην περίπτωση της εγγύησης, ο εγγυητής δεν προστίθεται στην προϋφιστάμενη ενοχική σχέση δανειστή οφειλέτη, αλλά αναλαμβάνει ο ίδιος τη δική του αυτοτελή ενοχική υποχρέωση, να καταβάλει το χρέος του πρωτοφειλέτη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Απόστολος Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, 2η Έκδοση, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2015.
- Βασίλης Βαθρακοκοίλης, Ερμηνεία – Νομολογία Αστικού Κώδικα, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα 2001-2010.
-
Νικόλαος Τριάντος, Αστικός Κώδικας – Ερμηνεία Κατ’ άρθρον, Νομική Βιβλιοθήκη 2009.