ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ

Σαν σήμερα: Η Δίκη και η εκτέλεση των Έξι

Με τον όρο Δίκη των έξι (συχνότερα αναφερόμενη στην καθαρεύουσα ως “Δίκη των Εξ”) έχει καταγραφεί στην ελληνική ιστορία η δίκη ενώπιον έκτακτου στρατοδικείου στο οποίο παραπέμφθηκαν από την Επαναστατική Επιτροπή που είχε αναλάβει την εξουσία με την επανάσταση του 1922 για να τιμωρηθούν οι θεωρούμενοι ως υπεύθυνοι για τις συνέπειες της Μικρασιατικής εκστρατείας, κοινώς για τη Μικρασιατική Καταστροφή: Γεώργιος Χατζανέστης, διοικητής της στρατιάς της Μικράς Ασίας, Δημήτριος Γούναρης, πρώην πρωθυπουργός, Μιχαήλ Γούδας, υποναύαρχος και πρώην υπουργός, Ξενοφών Στρατηγός, υποστράτηγος και πρώην υπουργός, Νικόλαος Στράτος, πρώην πρωθυπουργός, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, πρώην πρωθυπουργός, Νικόλαος Θεοτόκης και Γεώργιος Μπαλτατζής, υπουργοί επί των στρατιωτικών και εξωτερικών στην κυβέρνηση Γούναρη αντίστοιχα.

Αν και οι κατηγορούμενοι ήταν οκτώ, η ονομασία δίκη των έξι δόθηκε λόγω των έξι εκτελέσεων που τελικώς αποφασίστηκαν και πραγματοποιήθηκαν την ίδια ημέρα στην περιοχή του Γουδή. Το περιστατικό αυτό αποτελεί την κορύφωση αλλά και τον επίλογο του Εθνικού Διχασμού.

Το κατηγορητήριο είχε τον χαρακτήρα επαναστατικού εγγράφου και σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη συντάχθηκε από τον Γεώργιο Παπανδρέου, πολιτικό σύμβουλο της Επανάστασης και ανερχόμενο αστέρι της βενιζελικής παράταξης. Μέσα στο κατηγορητήριο υπήρχε ξεχωριστό κεφάλαιο που απέρριπτε την ένσταση των κατηγορουμένων για δίκη από το ειδικό δικαστήριο της Βουλής με τα εξής λόγια: «Ἀλλ’ ὄχι! Τὸ Ἔθνος ὀρθούμενον αἱμοσταγές, κρεουργημένον, ἀλλὰ ἀδυσώπητον ἐνώπιον του, ζητεῖ παρ’αυτοῦ καὶ τῶν συνεργατῶν του δικαιοσύνην διὰ τὴν προδοσίαν καὶ τιμωρίαν διὰ τὸ ἔγκλημα. Καὶ ἐν ὀνόματι τοῦ Ἔθνους τὴν δικαιοσύνην ταύτην ἡ Ἐπανάστασις θὰ τὴν ἀποδώσῃ!».

Η Ελλάδα από το 1919 διεξήγαγε πολεμικές επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία με σκοπό την εξάλειψη της ισχύος του άτακτου στρατού του Μουσταφά Κεμάλ. Τον Νοέμβριο του 1920 μεσούσης της Μικρασιατικής εκστρατείας πραγματοποιήθηκαν εκλογές, οι οποίες ανέδειξαν νικητή την Ηνωμένη Αντιπολίτευση, έναν συνασπισμό αντιβενιζελικών κομμάτων, και κατ’ επέκταση το Λαϊκόν Κόμμα του Δημητρίου Γούναρη.

Τον Μάρτιο του 1921 ο Γούναρης σχημάτισε κυβέρνηση προκειμένου πια ο ίδιος ο Γούναρης να ελέγχει την όλη κατάσταση που είχε διαμορφωθεί. Την κυβέρνηση Γούναρη ακολούθησαν αυτές των Στράτου και Πρωτοπαπαδάκη. Η αλλαγή της στάσης όμως των συμμάχων, οι νίκες του τουρκικού στρατού, τα λάθη των Ελλήνων αξιωματικών και η κακή οικονομική κατάσταση της χώρας είχαν ως αποτέλεσμα τον Αύγουστο του 1922 η γραμμή άμυνας Αφιόν – Καραχισάρ να διασπαστεί από τον τουρκικό στρατό και να επακολουθήσει η μικρασιατική καταστροφή, η οποία επισφραγίστηκε με τη συνθήκη της Λωζάνης. Με την υποχώρηση της αμυντικής γραμμής και έχοντας χάσει κάθε έλεγχο η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη παραιτήθηκε και αντικαταστάθηκε από αυτή του Τριανταφυλλάκου.

Ο ελληνικός στρατός υποχώρησε και κατευθύνθηκε προς τα νησιά του Αιγαίου. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου μπροστά στην ανικανότητα των κυβερνήσεων να διαχειριστούν την κρίση ξέσπασε το Κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 στη Χίο και τη Λέσβο υπό τον Στυλιανό Γονατά, τον Φωκά και τον Νικόλαο Πλαστήρα, οι οποίοι σχημάτισαν επαναστατική επιτροπή κηρύσσοντας επανάσταση. Παράλληλα ο στρατιωτικός Θεόδωρος Πάγκαλος μαζί με μια ομάδα αξιωματικών, προσκείμενων προς το Κόμμα Φιλελευθέρων, συνέλαβε πλειάδα πολιτικών.

Στις 13 Σεπτεμβρίου ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στο Λαύριο και η επαναστατική επιτροπή ανέλαβε τη διακυβέρνηση του κράτους. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ παραιτήθηκε από το θρόνο αναχωρώντας για την Ιταλία και παραχωρώντας τον θρόνο στον γιο του Γεώργιο Β΄. Επιπλέον παραιτήθηκε η κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου, η οποία και αντικαταστάθηκε από τη βραχύβια, μόλις μίας ημέρας, κυβέρνηση Χαραλάμπη που με τη σειρά της αντικαταστάθηκε από αυτή του Σωτήριου Κροκίδα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε οριστεί εκπρόσωπος της Ελλάδας στο εξωτερικό. Το βράδυ της 14 Σεπτεμβρίου 1922 όταν η Επανάσταση επιβλήθηκε συνελήφθησαν οι επτά πολιτικοί. Αρχικά πρόθεση ήταν να οδηγηθούν την επομένη στο θωρηκτό Λήμνος, να δικασθούν με συνοπτικές διαδικασίες και να τουφεκισθούν πάνω στο κατάστρωμα. Την πρόθεση αυτή η κυβέρνηση δεν την έκρυβε και τότε οι πρέσβεις της Αγγλίας και της Γαλλίας ζήτησαν να δικασθούν από νόμιμα δικαστήρια.

Αμέσως τα περισσότερα στελέχη της κυβέρνησης Γούναρη και ο ίδιος ο Γούναρης συνελήφθησαν και συγκεντρώθηκαν στην αστυνομική διεύθυνση Αθηνών. Η διαδικασία «απονομής δικαιοσύνης» δεν είχε καθοριστεί αφού υπήρχαν διαφορετικές απόψεις ως προς τις κινήσεις που έπρεπε να γίνουν. Η μετριοπαθής μερίδα ζητούσε προσαγωγή σε δίκη των υπευθύνων ενώ η σκληροπυρηνική (Παπαναστασίου, Πάγκαλος, Οθωναίος) την άμεση εκτέλεσή τους. Επιπλέον υπήρχε η πίεση των ξένων δυνάμεων που ζητούσαν δίκη χωρίς συνοπτικές διαδικασίες. Στις 9 Οκτωβρίου ογκώδης διαδήλωση 100.000 πολιτών στην πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα απαίτησε την άμεση εκτέλεση των υπευθύνων. Η λογική που είχε περάσει η επαναστατική επιτροπή στον λαό ήταν ότι η Ελλάδα δεν ηττήθηκε αλλά προδόθηκε.

Στις 13 Οκτωβρίου εκδόθηκε και το διάταγμα περὶ συστάσεως καὶ λειτουργίας ἐκτάκτου στρατοδικείου πρὸς ἐκδίκασιν τῶν κατὰ τῶν ὑπαιτίων τῆς ἐθνικῆς καταστροφῆς κατηγοριῶν. Πρόεδροι της ανακριτικής επιτροπής και του έκτακτου στρατοδικείου ανέλαβαν οι υποστράτηγοι Θεόδωρος Πάγκαλος και Αλέξανδρος Οθωναίος αντίστοιχα αφού είχαν λάβει σαφείς διαβεβαιώσεις απ‘ τον Πλαστήρα ότι θα εκτελεστεί οιαδήποτε απόφαση του στρατοδικείου. Βοηθοί του Πάγκαλου ορίστηκαν οι συνταγματάρχες Ι. Καλογεράς και Χ. Λούφας. Για τους σκοπούς της ανακρίσεως οι κατηγορούμενοι μεταφέρθηκαν από την Αστυνομική διεύθυνση Αθηνών στις φυλακές Αβέρωφ.

Σύμφωνα με την έκθεση της Ανακριτικής Επιτροπής, που υπεγράφη στις 24 Οκτωβρίου αλλά δημοσιεύθηκε στον τύπο στις 26 Οκτωβρίου, παραπέμπονταν σε δίκη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας οι:

Δημήτριος Γούναρης, αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος και πρωθυπουργός την περίοδο 1921 – 1922
Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, υπουργός οικονομικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και πρωθυπουργός το 1922
Νικόλαος Στράτος, πρωθυπουργός το 1922 (για μερικές ημέρες μόνον) και υπουργός Εσωτερικών το 1922
Γεώργιος Μπαλτατζής, υπουργός εξωτερικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη
Νικόλαος Θεοτόκης, υπουργός στρατιωτικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη
Γεώργιος Χατζανέστης, διοικητής της στρατιάς της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης
Μιχαήλ Γούδας, υποναύαρχος ε.α. και υπουργός στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη
Ξενοφών Στρατηγός, υποστράτηγος ε.α. και υπουργός στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη

Το κατηγορητήριο, παρατηρεί ο ιστορικός Τάσος Βουρνάς, είχε το χαρακτήρα επαναστατικού εγγράφου και πιθανότατα συντάχθηκε από τον Γεώργιο Παπανδρέου, πολιτικό σύμβουλο της Επανάστασης. Μέσα στο κατηγορητήριο υπήρχε ξεχωριστό κεφάλαιο που απέρριπτε την ένσταση των κατηγορουμένων για δίκη από το ειδικό δικαστήριο της Βουλής. Επίσης μέσα στο κατηγορητήριο ιδιαίτερες κατηγορίες υπήρχαν για τους Στράτο, Στρατηγό και Θεοτόκη. Η ευθύνη του Χατζηανέστη παρουσιάστηκε σε ειδικό κεφάλαιο, και χαρακτηριζόταν ως υπαίτιος της καταρρεύσεως του μετώπου.

Όταν ο Γούναρης άκουσε το κατηγορητήριο δήλωσε: «Δὲν ἔχει τίποτε ποὺ νὰ στηρίζεται μέσα εἰς τὸ κατηγορητήριον καὶ αὐτό μὲ ἀνησυχεῖ. Ἔχουν ἐξασφαλίσει τὴν καταδίκην μας καὶ δὲν καταβάλλουν προσπάθειαν διὰ νὰ δημιουργήσουν λόγους φαινομενικῶς ἰσχυρούς». Κατά τη διάρκεια της ανακρίσεως οι κρατούμενοι βρίσκονταν σε απομόνωση, ενώ τους στερήθηκε και η πρόσβαση σε έγγραφα απαραίτητα για την υπεράσπισή τους. Όλων η απολογία ήταν μικρή πλην του Γούναρη που παρέδωσε απολογητικό υπόμνημα 67 σελίδων. Η άποψη ότι ο Γούναρης παρέδωσε το υπόμνημα επειδή ήταν άρρωστος δεν ευσταθεί. Ήταν πράγματι άρρωστος αλλά ο ίδιος, όπως είπε στον Βοζίκη, προτίμησε να απολογηθεί εγγράφως ώστε, εφόσον ήταν σίγουρος για τη θανατική του καταδίκη, να μείνει η δική του θεώρηση των γεγονότων για τις επόμενες γενεές. Αποτελεί όμως δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου να απολογηθεί με υπόμνημα.

Το κατηγορητήριο είχε 15 βασικά σκέλη:

“Ἐνηργήθη τὸ δημοψήφισμα καὶ ἐπανῆλθεν ὁ Βασιλεύς, ἐνῷ ἦτο τὸ τοιοῦτον πρᾶξις ἐχθρικὴ πρὸς τὰς Δυνάμεις τῆς Συνεννοήσεως.”
“Ἠμελήθη ἡ προσάρτησις τῆς Βορείου Ἠπείρου.”
“Παρεγνωρίσθη ἡ σχετικὴ διακοίνωσις τῶν Δυνάμεων καὶ ὑπέστη ἡ Ἑλλὰς τὸν οἰκονομικὸν αποκλεισμόν.”
“Ἐτοποθετήθησαν ἀπειροπόλεμοι ἀρχηγοὶ μονάδων.”
“Παρὰ τὰς δυσμενεῖς περὶ Βασιλέως Κωνσταντίνου δηλώσεις τῶν πρωθυπουργῶν Ἀγγλίας καὶ Γαλλίας, δὲν ὑπεδείχθη εἰς αὐτόν νὰ παραιτηθῇ.”
“Διετάχθη προώρως ἡ ἀτυχὴς ἐπιχείρησις τοῦ Μαρτίου 1921.”
“Διετάχθη ἡ ἀπὸ Ἐσκή Σεχὴρ πρὸς Ἄγκυραν ἐκστρατεία, παρὰ τὴν γνώμην τοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς Στρατιᾶς.”
“Ἀνετέθη ἡ ἀρχιστρατηγία εὶς τὸν “ἀνεύθυνον” Βασιλέα.”
“Ἐψηφίσθησαν ὑπό τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως νόμοι διασπαθίσεως τοῦ δημοσίου χρήματος, καῖτοι ὁ στρατὸς ὑφίστατο στερήσεις.”
“Δὲν ἐγένοντο δεκταὶ αἱ προτάσεις τοῦ Ἰουνίου 1921, δι’ ὡν ἐσώζετο ἡ (Ἀνατολικὴ) Θρᾴκη καὶ ἐπετυγχάνετο ἡ αὐτονόμησις τῆς Μικρασίας.”
“Διωρίσθη ἀρχιστράτηγος ὁ Χατζανέστης.”
“Ἀπεσπάσθησαν ἐκ Μικρασίας δυνάμεις χάριν τῆς ἐκφοβιστικῆς κινήσεως πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολιν.”
“Ὑπεγράφη σύμβασις παραιτήσεως ἀπὸ τῶν συμμαχικῶν πιστώσεων πρὸς τὴν Ἑλλάδα.”
“Ἐγένετο ἀνεκτὴ παρακυβέρνησις ὑπὸ τὸν Πρίγκιπα Νικόλαον καὶ τοὺς Στρέιτ, Δούσμανην, Κωνσταντινόπουλον.”
“Ἠμποδίσθησαν νὰ ἡγηθοῦν τῆς διπλωματικῆς ἀντιπροσωπείας οἱ Δ. Ράλλης καὶ Ἐλ. Βενιζέλος.”

Στις 31 Οκτωβρίου συνήλθε το έκτακτο στρατοδικείο στο κτίριο της Παλαιάς Βουλής. Πρόεδρος του στρατοδικείου ορίστηκε ο Αλέξανδρος Οθωναίος, αναπληρωτής πρόεδρος ο υποναύαρχος Κωνσταντίνος Βούλγαρης και μέλη του οι συνταγματάρχες Δημοσθένης Φλωριάς, Θεόδωρος Χαβίνης, Ανδρέας Παναγιωτόπουλος, ο πλοίαρχος Ιωάννης Γιαννηκώστας, ο αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Μαμούρης, ο στρατιωτικός δικαστικός σύμβουλος β΄τάξεως Κωνσταντίνος Τσερούλης, ο αντιπλοίαρχος Κωνσταντίνος Φραγκόπουλος, οι ταγματάρχες Ν. Βαμβακόπουλος και Χ. Γραβάνης και ο λοχαγός Ανδρέας Κατσαράκης. Αναπληρωματικά μέλη ορίστηκαν οι Μιχαήλ Ζωγράφος, Λεωνίδας Κανάρης, Γεώργιος Σκανδάλης, Βασίλης Τζιότζιος, Αθανάσιος Ζάγκας, Θεόδωρος Βουτσαράς, Πλούτ. Χαλόφτης και Βύρων Καραπαναγιώτης.[i] Επαναστατικοί επίτροποι διορίστηκαν ο αρεοπαγίτης Κωνσταντίνος Γεωργιάδης, οι συνταγματάρχες Νικόλαος Ζουρίδης και Νεόκοσμος Γρηγοριάδης και γραμματέας του δικαστηρίου ο Ιωάννης Πεπονής. Συνήγοροι υπεράσπισης ήταν οι Αναστάσιος Παπαληγούρας για τους Πρωτοπαπαδάκη και Μπαλτατζή, Κωνσταντίνος Τσουκαλάς για τους Γούναρη, Στράτο και Χατζανέστη, Σ. Σωτηριάδης για τον Γούδα, Οικονομίδης για τον Στρατηγό, Αριστοτέλης Ρωμανός για τον Θεοτόκη, Δουκάκης για τον Χατζανέστη ενώ οι Νοταράς και Πολίτης συμμετείχαν στην υπερασπιστική ομάδα. Επίσημος σκιτσογράφος της δίκης ήταν ο Περικλής Βυζάντιος.

Η διαδικασία ξεκίνησε με την κατάθεση των δώδεκα μαρτύρων κατηγορίας μεταξύ των οποίων ήταν οι Αναστάσιος Παπούλας (άνηκε πρωτύτερα στη φιλοβασιλική παράταξη), αντιστράτηγος ε.α., Μ. Πάσσαρης, συνταγματάρχης, Π. Σουμίλας, υποστράτηγος, Γ. Σπυρίδωνος, συνταγματάρχης, Μιλτιάδης Κοιμήσης, αντισυνταγματάρχης, Θεόδωρος Σκυλακάκης, ταγματάρχης και υπασπιστής του Πάγκαλου, Κ. Κανελλόπουλος, λοχαγός, Λεωνίδας Σπαής, λοχαγός, Αναστάσιος Βενετσανόπουλος, διευθυντής επιμελητείας του υπουργείου στρατιωτικών, Γεώργιος Δημητρίου Ράλλης, ο οποίος διαφώνησε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, Φωκίων Νέγρης, Βενιζελικός πολιτικός, και Κωνσταντίνος Ρέντης, διπλωματικός υπάλληλος και μετέπειτα υπουργός. Μεταξύ των μαρτύρων υπεράσπισης ήταν οι Νικόλαος Ρίζος-Ραγκαβής, συνταγματάρχης, Παναγιώτης Παναγάκος, ταγματάρχης, Κωνσταντίνος Ζαβιτσάνος, ο οποίος μάλιστα αμφισβήτησε το ποινικό μέρος του κατηγορητηρίου.

Πέρα από τη συμπεριφορά του Οθωναίου, ἡ δίκη, όπως επισημαίνει και ο Γρηγόρης Δαφνής, διεξήχθη απολύτως κανονικά. Οἱ κατηγορούμενοι εἶχον πλήρη ἐλευθερίαν ὑπερασπίσεως. Δεν επετράπη όμως να χρησιμοποιήσουν οι κατηγορούμενοι δημόσια έγγραφα, τα οποία ήταν πολύτιμα σε παρόμοια δίκη όταν αντιμετώπιζαν κατηγορίες για πράξεις δύο ετών. Ο Στράτος παρατήρησε, μάλλον δηκτικώς, ότι πρέπει από μνήμης να μνημονεύουν τα σχετικά έγγραφα αλλά, σε αυτήν την περίπτωση, δεν είναι βέβαιο ότι θα γίνουν πιστευτά, ειδάλλως – αν οι δικαστές πίστευαν όσα λέγουν οι κατηγορούμενοι – δεν θα υπήρχε λόγος να δικασθούν.
Οι κατηγορούμενοι αμύνθηκαν των κατηγοριών ενώ ιδιαίτερη εντύπωση δημιούργησε η κατάθεση του Παπούλα που προσπάθησε να αποδώσει όλες τις ευθύνες στον Χατζανέστη, τον οποίο ο ίδιος είχε προτείνει για τη συγκεκριμένη θέση. Ο Γεώργιος Δημητρίου Ράλλης, αν και αντιπολιτευόμενος των κατηγορουμένων, διαφώνησε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας ενώ ο Κωνσταντίνος Ζαβιτσάνος προσήλθε ως μάρτυς υπεράσπισης, αν και ήταν στενός συνεργάτης του Βενιζέλου. Ο Δημήτριος Γούναρης δεν είχε την ευκαιρία ολοκληρωμένης υπεράσπισης αφού αναγκαζόταν να λείπει λόγω του τύφου που τον ταλαιπωρούσε.

Η απόφαση του εκτάκτου στρατοδικείου ήταν αναμενόμενη, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω. Παρ’ όλα αυτά η Μεγάλη Βρετανία καθώς και μερικοί μετριοπαθείς κύκλοι στρατιωτικών και πολιτικών πίεζαν προκειμένου να μην πραγματοποιηθούν εκτελέσεις. Διαμέσου του πρεσβευτή της Lindley, η Βρετανία ασκούσε πιέσεις στην ελληνική κυβέρνηση απειλώντας τους με κυρώσεις. Εκείνη την εποχή πρωθυπουργός της Βρετανίας ήταν ο Άντριου Μπόναρ Λω, ο πρώτος ξάδερφος του οποίου, αντιβασιλέας των Ινδιών, είχε παντρευτεί την αδελφή του Γεώργιου Χατζανέστη. Αντίθετα με όλους αυτούς ο Βασιλιάς Γεώργιος Β΄ αδιαφόρησε για τους κατηγορουμένους με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί χάσμα μεταξύ των βασιλικών.

Ο Ιωάννης Μεταξάς με γραπτή επιστολή του, και κατόπιν συγκατάθεσης του πρωθυπουργού Κροκιδά, ζητάει από το υπουργικό συμβούλιο να δοθεί το δικαίωμα της έφεσης στους κατηγορουμένους. Η επαναστατική επιτροπή όμως την απέρριψε. Ο υπουργός εξωτερικών Νικόλαος Πολίτης, λίγες μέρες πριν την ανακοίνωση της απόφασης, στις 10 Νοεμβρίου παραιτείται κάτω από το βάρος των ασκούμενων πιέσεων. Την παραίτησή του ακολουθεί ολόκληρη η κυβέρνηση Κροκιδά. Τέσσερις μέρες αργότερα σχηματίζεται κυβέρνηση υπό τον Γονατά.

Στις 15 Νοεμβρίου, 7.15 π.μ., ο στρατηγός Αλέξανδρος Οθωναίος διάβασε την τελική ετυμηγορία του δικαστηρίου:

«Ἐν ὀνόματι τοῦ Βασιλέως τῶν Ἑλλήνων Γεωργίου Β’ τὸ Ἔκτακτον Στρατοδικεῖον συσκεφθὲν κατὰ νόμον, κηρύσσει παμψηφεῖ τοὺς μὲν Γεώργιον Χατζανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτατζῆν καὶ Νικόλαον Θεοτόκην εἰς τὴν ποινὴν τοῦ Θανάτου. Τοὺς δὲ Μιχαὴλ Γούδαν καὶ Ξενοφῶντα Στρατηγὸν εἰς τὴν ποινὴν τῶν ἰσοβίων δεσμῶν. Διατάσσει τὴν στρατιωτικὴν καθαίρεσιν τῶν Γεωργίου Χατζανέστη, ἀρχιστρατήγου, Ξενοφῶντος Στρατηγοῦ, ὑποστρατήγου καὶ Μιχαὴλ Γούδα, ὑποναυάρχου καὶ ἐπιβάλλει αὐτοὺς τὰ ἔξοδα καὶ τέλη. Ἐπιδικάζει παμψηφεῖ χρηματικὴν ἀποζημίωσιν ὑπὲρ τοῦ Δημοσίου κατὰ τοῦ Δ. Γούναρη δραχμῶν 200 χιλιάδων, Ν. Στράτου δραχμῶν 335 χιλιάδων, Γ. Μπαλτατζῆ καὶ Ν. Θεοτόκη δραχμῶν 1 ἐκατομμυρίου καὶ Μ. Γούδα δραχμῶν 200 χιλιάδων. Ἐγκρίθη, ἀπεφασίσθη καὶ ἐδημοσιεύθη ἐν Ἀθήναις τῇ 15η Νοεμβρίου 1922.»

Τα ξημερώματα ο υπουργός στρατιωτικών Πάγκαλος επισκέφθηκε τον Πλαστήρα ζητώντας του την επίσπευση των εκτελέσεων. Και αυτό γιατί ο πλοίαρχος Τάλμποτ με αντιτορπιλικό είχε αποπλεύσει από τη Γένοβα για τον Πειραιά με σκοπό την παράδοση βρετανικού τελεσίγραφου του υπουργού εξωτερικών με το οποίο ζητούσε από την ελληνική πλευρά την πλήρη συμμόρφωση στις υποδείξεις του ξεκαθαρίζοντας ότι σε περίπτωση εκτέλεσης των κατηγορουμένων η Βρετανία θα άφηνε ανυπεράσπιστη την Ελλάδα στις διαπραγματεύσεις της Λωζάνης και δεν θα τους παραχωρούσε δάνειο. Η άφιξη του αναμενόταν από ώρα σε ώρα.

Στις 9 π.μ. στις φυλακές Αβέρωφ ανακοινώθηκε από τον επαναστατικό επίτροπο Γρηγοριάδη η απόφαση του δικαστηρίου στους κατηγορουμένους. Κανένας δεν αιφνιαδιάστηκε πλην του Χατζανέστη. Στους μελλοθάνατους δόθηκε προθεσμία δύο ωρών προκειμένου να αποχαιρετίσουν συγγενείς και φίλους. Στις 10.30 οδηγήθηκαν στο Γουδή για να εκτελεστούν. Πριν την εκτέλεση προηγήθηκε η καθαίρεση του Χατζανέστη από κατώτερους αξιωματικούς. Ο ίδιος τότε δήλωσε ότι η μόνη του ντροπή ήταν το ότι υπήρξε αρχιστράτηγος φυγάδων. Φρούραρχος της εκτέλεσης ήταν ο μάρτυρας κατηγορίας, ταγματάρχης Σπαής. Κανένας δεν θέλησε να του δέσουν τα μάτια. Οι καταδικασθέντες σε θάνατο εκτελέσθηκαν στις 11:27. Τα πτώματά τους μεταφέρθηκαν υπο δρακόντεια μέτρα ασφαλείας στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών για να ενταφιαστούν με συνοπτικές διαδικασίες.

Την ίδια ώρα ο πλοίαρχος Τάλμποτ έμπαινε στο γραφείο του Πλαστήρα με σκοπό να του επιδώσει το τελεσίγραφο της κυβερνήσεώς του, για να του ανακοινωθεί ακολούθως ότι οι εκτελέσεις είχαν πραγματοποιηθεί. Η εκτέλεση των πολιτικών δημιούργησε διεθνείς αντιδράσεις. Η Ιταλία ζήτησε από τον πρέσβη της να διακόψει τις επαφές με την ελληνική κυβέρνηση, οι ΗΠΑ εξέφρασαν την απογοήτευσή τους για την εκτέλεση των έξι, η οποία θα δυσκόλευε τη συνέχιση της οικονομικής αρωγής στην Ελλάδα, η Σουηδική και Βελγική κυβέρνηση εξέφρασαν τη βαθιά αγανάκτησή τους ενώ η Βρετανία διέταξε τη διακοπή των διμερών σχέσεων με παράλληλη ανάκληση του πρεσβευτή της. Επίσης διατυπώθηκαν παρατηρήσεις προς την ελληνική αντιπροσωπεία στη Λωζάννη.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατά τη διάρκεια των γεγονότων βρισκόταν εκτός Ελλάδος. Με το κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 ορίστηκε ως διεθνής εκπρόσωπος της Ελλάδας στο εξωτερικό αναλαμβάνοντας το βάρος όλων των διαπραγματεύσεων. Η στάση του για το θέμα της δίκης των έξι θεωρείται από τους περισσότερους αμφιλεγόμενη.

Ο Βρετανός διπλωμάτης Χάρολντ Νίκολσον σημειώνει: Ο κ. Βενιζέλος είναι συνήθως εξαιρετικά ευθύς σε σχέση με τα εσωτερικά ζητήματα ακόμη και όταν αγνοεί πολλές λεπτομέρειές τους. Τις τελευταίες ημέρες όμως λέει διαρκώς ότι δεν γνωρίζει, πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα και προσθέτει πως καλό θα ήταν να αποφύγουμε να δεσμευτούμε σε οτιδήποτε ενώ σε άλλα έγγραφα χαρακτηρίζεται ως ακατανόητη ιδίως εξ αιτίας της ακατανόητης επιφυλακτικότητας για το θέμα των εκτελέσεων. Ο Βρετανός πρέσβης Λίντλει επισήμανε για το ίδιο θέμα ότι το γεγονός πως ο Βενιζέλος θα μπορούσε να αποτρέψει τις εκτελέσεις ανά πάσα στιγμή είναι αναμφίβολο. Την 12η Νοεμβρίου ο Βενιζέλος στις επίμονες πιέσεις του Βρετανού πρέσβη δήλωσε ότι αἱ συστάσεις του ἀποτελοῦν παρέμβασιν εἰς τὰς ἐσωτερικὰς ὑποθέσεις τῆς Ἑλλάδος καὶ ὅτι ἡ παραδειγματικὴ τιμωρία τῶν κατηγορουμένων ἀποτελεῖ ρητὴν ἀπαίτησιν τῆς κοινῆς γνώμης.

Το εμπιστευτικό τηλεγράφημα του Βενιζέλου από το Παρίσι προς τον υπουργό εξωτερικών έχει αναφερθεί ότι έφτασε αργά. Ακόμα όμως και έτσι δεν σήμαινε ότι θα αναβάλλονταν οι εκτελέσεις αφού μέσα ανέφερε ρητά: «εκτελέσεις περιορισθούν εν περιπτώσει καταδίκης εις μόνους διατελέσαντες πρωθυπουργούς και αρχηγόν στρατού». Δηλαδή πρότεινε να εκτελεστούν οι διατελέσαντες πρωθυπουργοί Δημήτριος Γούναρης, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Νικόλαος Στράτος και ο αρχηγός του στρατού Γεώργιος Χατζανέστης. Παρ’ όλα αυτά σε επιστολή του προς τον Παναγή Τσαλδάρη το 1929 ο Βενιζέλος φρόντισε να γράψει για όλους τους εκτελεσθέντες: «Δύναμαι νὰ βεβαιώσω ὑμᾶς κατὰ τὸν πλεόν κατηγορηματικὸν τρόπον ὅτι οὐδεὶς ἐκ τῶν πολιτικῶν ἀρχηγῶν τῆς Δημοκρατικῆς παρατάξεως θεωρεῖ ὅτι οἱ ἡγέται τῆς πολιτικῆς, ἥτις ἐφηρμόσθη μετὰ τὰ 1920, δύναται νὰ κατηγορηθοῦν διὰ πρᾶξιν προδοσίας τῆς Πατρίδος ἢ ὅτι ἐν γνώσει ὡδήγησαν τὸν τόπον εἰς τὴν Μικρασιατικὴν καταστροφήν».

Η δίκη των έξι χαρακτηρίστηκε από τους περισσοτέρους ιστορικούς ως αναγκαία πολιτική κίνηση[εκκρεμεί παραπομπή]. Ο ιστορικός Τ. Βουρνάς θεωρεί ότι η κατηγορία της ενσυνείδητης προδοσίας δεν μπορεί να ευσταθήσει. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος (βλ. παραπάνω) μετέπειτα συμφώνησε στο ότι δὲν δύναται νὰ κατηγορηθοῦν διὰ πρᾶξιν προδοσίας τῆς Πατρίδος ενώ ο Θεόδωρος Πάγκαλος είπε ότι ὑπῆρξαν μοιραῖα καί ἀναγκαῖα θύματα εἰς τὸν βωμὸν τῆς Πατρίδος. Και ο ίδιος ο Νικόλαος Πλαστήρας φέρεται να μετάνιωσε αργότερα σύμφωνα με μαρτυρία φίλου του. Ο Βρετανός πρέσβης Λίντλη, ο οποίος είχε επισκεφθεί τον Πλαστήρα, κατά μαρτυρία του ίδιου του Πλαστήρα, και του ζήτησε να παρέμβει για να ματαιώσει τη δίκη ή να πιέσει τους στρατοδίκες να εκδώσουν αθωωτική απόφαση, χαρακτήρισε τη δίκη των έξι αληθινή φάρσα ενώ ο Ολλανδός ομόλογός του ένα είδος θεατρικής παράστασης. Ο ιστορικός Θάνος Βερέμης υποστηρίζει στο έργο του Οι επεμβάσεις του στρατού στην ελληνική πολιτική ότι η δίκη των έξι εντασσόταν στις προσπάθειες των στρατιωτικών κύκλων να μετακυλίσουν αλλού τις ευθύνες της καταστροφής ενώ ο Γεώργιος Ζορμπάς, επίτιμος αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου και πρόεδρος της Αρχής Καταπολέμησης Βρώμικου Χρήματος αναφερόμενος στο νομικό πλαίσιο της δίκης είπε: «Το στρατοδικείο και η ενώπιον αυτού διαδικασία καταπάτησε στοιχειώδη υπερασπιστικά δικαιώματα των κατηγορουμένων».

Το 1933 εντοιχίστηκε μαρμάρινη πλάκα στην είσοδο του υπουργείου δικαιοσύνης με τα ονόματα των εκτελεσθέντων, ενώ στον τόπο εκτελέσεως στο Γουδή κατασκευάστηκε η εκκλησία της Αναστάσεως. Το 2008 ο Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκης, εγγονός του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, ανέθεσε στον δικηγόρο του Νίκο Βασιλάτο να προσφύγει στον Άρειο Πάγο ζητώντας την ακύρωση της απόφασης του έκτακτου στρατοδικείου. Ο δικηγόρος Νίκος Βασιλάτος, μετά από έρευνα βρήκε πληθώρα νέων στοιχείων με τα οποία θεμελίωσε την αίτηση επανάληψης της διαδικασίας στον Άρειο Πάγο. Ένα από τα σημαντικότερα, ήταν έγγραφα της Στρατιωτικής Ανακριτικής Επιτροπής Επιχειρήσεων Μικράς Ασίας, της οποίας Πρόεδρος ήταν ο Κ. Μαζαράκης και τα οποία είχε απευθύνει προς τον Νικόλαο Πλαστήρα. Το ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου (3 προς 2) δέχθηκε τους ισχυρισμούς του και παρέπεμψε το θέμα στην Ολομέλεια για την οριστική απόφαση. Το Δεκέμβριο του 2009 η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τάχθηκε υπέρ της επανάληψης της «δίκης των έξι», σε διάσκεψη κεκλεισμένων των θυρών, κάνοντας δεκτή εισήγηση του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Αθανασίου Κονταξή. Τον Οκτώβριο του 2010 το ανώτατο δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει να γίνει επανάληψη της δίκης και στη συνέχεια αθώωσε τους κατηγορουμένους λόγω παραγραφής. Ο Γιώργος Μαυρογορδάτος θεωρεί ότι οι εκτελέσεις των έξι διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην επιβίωση του αντιβενιζελισμού και του Λαϊκού Κόμματος.

Μάθετε πρώτοι τα τελευταία νέα

Ακολουθήστε μας στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ALLGOOD ΤΩΡΑ

Related Articles

Αφήστε μια απάντηση

Back to top button