Τα μη μεταβιβαστικά ένδικα μέσα στη διοικητική δικονομία
Του Γιώργου Κουτσονίκα,
Ως ένδικο μέσο ορίζεται η διαδικαστική πράξη, με την οποία σκοπείται η μεταρρύθμιση ή η εξαφάνιση μιας δικαστικής αποφάσεως για οποιοδήποτε τυπικό ή ουσιαστικό σφάλμα. Τα ένδικα μέσα χωρίζονται σε τακτικά, τα οποία ασκούνται κατά κάθε δικαστικής αποφάσεως και έκτακτα, τα οποία επιτρέπονται για περιοριστικά αναφερόμενους λόγους. Κρίσιμη είναι, επίσης, η διάκριση σε μεταβιβαστικά και μη μεταβιβαστικά, ανάλογα με το αν η υπόθεση άγεται, δηλαδή μεταβιβάζεται, σε ιεραρχικώς ανώτερο δικαστήριο ή όχι.
Το άρθρο 81 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔικ) περιέχει, περιοριστικά, επτά ένδικα μέσα. Αυτά είναι η ανακοπή ερημοδικίας, η τριτανακοπή, η αίτηση αναθεώρησης, η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, η αίτηση διορθώσεως ή ερμηνείας, η έφεση και η αίτηση αναίρεσης. Το παρόν άρθρο θα επικεντρωθεί στα μη μεταβιβαστικά ένδικα μέσα, ήτοι τα μέσα αναφερόμενα στο άρθρο 82 παρ. 1 ΚΔΔικ. Μη μεταβιβαστικό μέσο θα πρέπει να θεωρηθεί και η αίτηση αναίρεσης, αφού οδηγεί στην ερεύνα της υπόθεσης από νομικής μόνο άποψης.
Ξεκινώντας από την ανακοπή ερημοδικίας, αυτή προβλέπεται μόνο στα άρθρα 89-91 ΚΔΔικ. Ενεργητικώς νομιμοποιούμενοι για την άσκηση του συγκεκριμένου ένδικου μέσου είναι οι διάδικοι α) μη παραστάντες επειδή δεν κλητεύθηκαν καθόλου, β) μη παραστάντες επειδή δεν κλητεύθηκαν νόμιμα και γ) εκείνοι που αν και κλητεύθηκαν νόμιμα δεν παραστάθηκαν λόγω ανωτέρας βίας. Νομιμοποιούνται επίσης και τα πρόσωπα του άρθρου 84 παρ. 2 από τις γενικές διατάξεις των ενδίκων μέσων του ΚΔΔικ.
Σε ανακοπή ερημοδικίας υπόκεινται οι οριστικές, μη οριστικές και εν μέρει οριστικές αποφάσεις κάθε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου είτε είναι πρωτόδικες είτε κατ’ έφεση είτε κατ’ αναθεώρηση. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη έννομου συμφέροντος, δηλαδή βλάβη στα δικαιώματα ή στα έννομα συμφέροντα του ασκούντος την ανακοπή.
Η ανακοπή ερημοδικίας, ως τακτικό ένδικο μέσο προηγείται των εκτάκτων. Ο διάδικος έχει την επιλογή μεταξύ ασκήσεως ανακοπής ή έφεσης, ασκώντας όμως τη δεύτερη δεν μπορεί να προβάλλει λόγους ανακοπής ερημοδικίας. Από την άλλη, η άσκηση ανακοπής αποκλείει αυτομάτως την άσκηση έφεσης.
Η τριτανακοπή προβλέπεται στα άρθρα 106-108 ΚΔΔικ και 51 π.δ. 18/1989 για την ακυρωτική δίκη. Στην ουσία πρόκειται για μια καθυστερημένη παρέμβαση. Το άρθρο 106 παρ. 1 ΚΔΔικ δίνει εξουσία ασκήσεως του δικαιώματος της τριτανακοπής σε πρόσωπο, το οποίο πρέπει α) να είναι τρίτος β) να βλάπτεται από την απόφαση γ) να μην έχει ασκήσει παρέμβαση (ή να μη του έχει γίνει εγκύρως ανακοίνωση της δίκης) και δ) να έχει έννομο συμφέρον. Όσον αφορά το στοιχείο δ), το έννομο συμφέρον πρέπει να συντρέχει κατά τον χρόνο i) ασκήσεως της υποθετικής παρέμβασης, ii) συζητήσεως της υπόθεσης, iii) ασκήσεως της τριτανακοπής, iv) συζητήσεως της τριτανακοπής, ν) εκδόσεως της τελικής απόφασης.
Στην ακυρωτική δίκη τόσο ενώπιον του ΣτΕ αλλά και ενώπιον των τδδ, καθώς και όταν το ΣτΕ δικάζει κατ’ έφεση, η τριτανακοπή παρουσιάζει ορισμένες διαφορές. Σε αντίθεση με τη δίκη ουσίας, η ακυρωτική τριτανακοπή ασκείται μόνο κατά ακυρωτικών αποφάσεων δεδομένου ότι η πρόσθετη παρέμβαση στην ακυρωτική δίκη ασκείται μόνο υπέρ διατηρήσεως της διοικητικής πράξης. Επίσης, παράλληλα με την τριτανακοπή δεν μπορεί να ασκηθεί αίτηση αναστολής κατά 206-209 της τριτανακοπτόμενης αποφάσεως, όπως δύναται να συμβεί στην τριτανακοπή του ΚΔΔικ αλλά και γενικά στα υπόλοιπα ένδικα μέσα. Κατά τα άλλα, ισχύουν mutatis mutandis όσα παρουσιάστηκαν ανωτέρω.
Έκτακτο μη μεταβιβαστικό ένδικο μέσο αποτελεί η αίτηση αναθεώρησης, η οποία ρυθμίζεται στα άρθρα 101-105 ΚΔΔικ. Το άρθρο 102 παρ. 2 ΚΔΔικ, παραπέμποντας στο άρθρο 85 παρ. 1 ΚΔΔικ επιτρέπει την άσκηση δεύτερης αιτήσεως αναθεωρήσεως ,εφόσον προκύπτουν νέοι λόγοι κατ’ άρθρο 103 παρ. 1 ΚΔΔικ.
Οι λόγοι αυτοί απαριθμούνται περιοριστικά. Πρώτο λόγο αποτελεί η εσφαλμένη απόδειξη, ήτοι η περίπτωση στην οποία η απόφαση στηρίζεται σε ψευδή κατάθεση μάρτυρα ή δήλωση διαδίκου ή σε ψευδή έκθεση πραγματογνώμονα ή σε πλαστά ή νοθευμένα έγγραφα. Η εμφάνιση νέων κρίσιμων έγγραφων μετά την έκδοση της απόφασης συνιστά τον δεύτερο λόγο αίτησης αναθεώρησης. Τα έγγραφα πρέπει να υπήρχαν πριν τη δίκη, να είναι κρίσιμα και ο αιτών είτε να αγνοούσε το περιεχόμενο τους είτε να μην τα είχε στη κατοχή του. Η τρίτη και τελευταία περίπτωση αφορά την ανατροπή απόφασης πολιτικού, ποινικού ή διοικητικού δικαστηρίου επί της οποίας εδράζεται η προσβαλλόμενη απόφαση.
Τελευταίο μη μεταβιβαστικό ένδικο μέσο είναι η αίτηση διόρθωσης ή ερμηνείας κατ’ άρθρα 109-111 ΚΔΔικ και 68-69 π.δ. 18/1989. Σύμφωνα με το άρθρο 68 π.δ. 18/1989 αίτηση διορθώσεως ασκείται, αν από παραδρομή κατά τη σύνταξη της απόφασης παρεισέφρησαν λάθη γραφικά ή αριθμητικά ή το διατακτικό της απόφασης διατυπώθηκε ελλιπώς ή ανακριβώς. Αντίστοιχα αίτηση ερμηνείας ασκείται, αν η διατύπωση της απόφασης γεννά αμφιβολίες ή είναι ασαφής. Η ερμηνευτική απόφαση δεν μπορεί ποτέ να μεταβάλει το διατακτικό της απόφασης που ερμηνεύεται. Ανάλογη ρύθμιση θεσπίζει και το άρθρο 109 ΚΔΔικ.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Πάνος Λαζαράτος, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 4η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2022.