Νομική φύση της διαπλαστικής αγωγής
Της Κωνσταντίνας Λάμπου,
Στη διαπλαστική αγωγή, παρουσιάζεται μια ιδιαίτερη και διαφορετική ενέργεια, σε σχέση με την ενέργεια που έχουν άλλες συγγενείς μεταξύ τους κατηγορίες δικαστικής προστασίας. Στην αναγνωριστική αγωγή, υπάρχει ο ενάγων, μέσω του οποίου επιζητείται ένα πιστοποιητικό που αφορά την παρουσία ή την απουσία συγκεκριμένης έννομης σχέσης. Αντιθέτως, με την καταψηφιστική αγωγή, επιδιώκεται η υλοποίηση της όποιας αξίωσης υπάρχει. Η διαπλαστική αγωγή, ακολούθως, στόχο έχει την αλλαγή της ουσίας που έχει η έννομη σχέση, αλλά και τον σχηματισμό μιας καινούριας νομικής κατάστασης.
Η άμεση μεταβολή της έννομης σχέσεως, υλοποιείται με τη διαπλαστική απόφαση και έτσι διαμορφώνεται μια καινούρια νομική κατάσταση. Η αγωγή διαζυγίου αποτελεί την πιο συνηθισμένη διαπλαστική αγωγή. Βέβαια, από την απόφαση που κάνει δεκτή την αγωγή διαζυγίου δεν αποδεικνύεται πως ο γάμος δεν υπάρχει ή διαλύθηκε, εξαιτίας συγκεκριμένων περιστατικών και ούτε ο αντίδικος σύζυγος επιτάσσεται να κάνει κάτι ή να παραλείψει. Το μόνο που είναι σημαντικό στην περίπτωση αυτή, είναι η διάπλαση της έννομης σχέσεως του γάμου, ο οποίος λύεται από αυτή την απόφαση.
Η διαπλαστική αγωγή έχει ως κύριο εννοιολογικό γνώρισμα την τροποποίηση της νομικής καταστάσεως, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της δικαστικής αποφάσεως που τις περισσότερες φορές είναι τελεσίδικη. Όμως, κάποιες φορές, γίνεται και από οριστικές ή αμετάκλητες αποφάσεις. Μέσα από την απόφαση δηλαδή, πραγματοποιείται η νομική μεταβολή και δε νοείται να υπάρξει επίκληση, χωρίς να έχει εκδοθεί κάποια δικαστική απόφαση. Πάντως, δεδομένου πως η κατεύθυνση των πολιτικών δικαστηρίων είναι να διαγνωσθεί η νομική πραγματικότητα, αλλά και οι συνέπειες από τυχόν εξωδικαστική συμπεριφορά που εμφανίζουν τα υποκείμενά της, η παραπάνω λειτουργία κάθε άλλο παρά συνηθισμένη είναι. Η αποστολή επομένως των πολιτικών δικαστηρίων δεν είναι να διαπλασθούν έννομες σχέσεις.
Ούτως ή άλλως, οι έννομες σχέσεις διαπλάθονται τις περισσότερες φορές, ύστερα από συμφωνία των ενδιαφερομένων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η άφεση χρέους, όπως ορίζεται στο άρθρο 454 του Αστικού Κώδικα: «Όταν ο δανειστής συμφωνήσει με τον οφειλέτη την άφεση του χρέους, ή με σύμβαση μαζί του αναγνωρίσει ότι δεν υπάρχει το χρέος, επέρχεται απόσβεση της ενοχής». Ένα άλλο παράδειγμα, είναι η καταγγελία, κατά το άρθρο 585 του Αστικού Κώδικα: «Σε κάθε περίπτωση που δεν παραχωρήθηκε εγκαίρως στο μισθωτή, ολικά ή μερικά, ανεμπόδιστη η συμφωνημένη χρήση ή που του αφαιρέθηκε αργότερα η χρήση που του παραχωρήθηκε, ο μισθωτής έχει δικαίωμα να τάξει στον εκμισθωτή εύλογη προθεσμία για να αποκαταστήσει τη χρήση και, αν η προθεσμία περάσει άπρακτη, να καταγγείλει τη μίσθωση. Ο μισθωτής έχει δικαίωμα να καταγγείλει και χωρίς προθεσμία, αν εξαιτίας του λόγου που δικαιολογεί την καταγγελία, δεν έχει συμφέρον στην εκτέλεση της σύμβασης».
Η συναλλακτική νομική ζωή, οργανώνεται μέσω της έννομης τάξης, έχοντας ως βάση την αξίωση, η οποία στη συνέχεια θα γίνει απαιτητή από τον δανειστή. Σε περίπτωση μη ανταπόκρισης του οφειλέτη, με την υποστήριξη του κρατικού καταναγκασμού αρχικώς και με την αναγκαστική εκτέλεση του περιεχομένου της δικαστικής απόφασης που σχετίζεται με το θέμα σε δεύτερο και τελικό στάδιο, ο δανειστής έχει δικαίωμα να εκβιάσει την εκπλήρωση της οφειλής. Το να επεμβαίνει κάποιος μονομερώς σε μια έννομη σχέση και να αναγνωρίζονται για την εκπλήρωση αυτού του στόχου αντίστοιχα διαπλαστικά δικαιώματα, επιτρέπεται εξαιρετικώς μόνο από την έννομη τάξη.
Τέλος, να σημειωθεί εδώ πως δεν είναι απαραίτητο να συμπράξει ο οφειλέτης, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σχετικά με την εκπλήρωση των αξιώσεων. Η διάσπαση της κύριας δικαιϊκής αρχής ότι για να πραγματοποιηθεί η επέμβαση στα έννομα αγαθά άλλου χρειάζεται συγκατάθεσή του, υλοποιείται μέσω της απονομής της εξουσίας στο δικαιούχο, προκειμένου να οδηγήσει σε νομική μεταβολή, χωρίς να το θέλει το άλλο μέρος. Βέβαια, για να εφαρμοστεί η εξαίρεση, χρειάζεται μια «καλή» δικαιολογία
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Νίκας Θ. Νικόλαος, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Εκδόσεις Σάκκουλα, Δ΄ έκδοση, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2022