NOMIKA ΘΕΜΑΤΑ

Η έμμεση αυτουργία στο σύγχρονο Ποινικό Δίκαιο


Του Νίκου Αντωνάκη,

Σε ένα φιλελεύθερο σύστημα Ποινικού Δικαίου, είναι αναγκαία η τιμωρία των εκάστοτε δραστών μόνον για οτιδήποτε οι ίδιοι διαπράττουν, στα όρια πάντα του επιτρεπτού των αντίστοιχων ποινικών διατάξεων. Ακόμη και η ποινικοποίηση κάθε είδους συμμετοχής στο έγκλημα, πλην της συναυτουργίας, αφού εκεί πληρούται βασικά η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος, έστω και εν μέρει, χαρακτηρίζεται ως μορφολογική απόκλιση από τα θεμέλια του ποινικού συστήματος και γενική διεύρυνση του αξιοποίνου, στο μέτρο που οι συμμέτοχοι τιμωρούνται ακόμη κι αν οι πράξεις τους δεν μπορούν να υπαχθούν τυπικά στην νομοτυπική περιγραφή ενός εγκλήματος. Αυτά, μάλιστα, γίνονται δεκτά για τις ήδη τυποποιημένες μορφές συμμετοχής του Ποινικού Κώδικα και δη για τα άρθρα 45-49 του τελευταίου. Η έμμεση, λοιπόν, αυτουργία, ως μη γενικώς τυποποιημένη μορφή συμμετοχής στο νόμο, αντιμετωπίζεται με ακόμη μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα.

Ποιος είναι, όμως, ο έμμεσος αυτουργός και σε τι διαφέρει από τις λοιπές μορφές συμμετοχής; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα γίνει καλύτερα αντιληπτή μέσα από την παράθεση ενός παραδείγματος: Ο κρεοπώλης Α, γνωρίζοντας ότι το κρέας που είχε απομείνει στην κατάψυξη του κρεοπωλείου του ήταν χαλασμένο, παροτρύνει τον υπάλληλό του Β να το τεμαχίσει, και, αφού το ψήσει, να δοκιμάσει λίγο από αυτό για να διαπιστώσει αν είναι καλό, επιδιώκοντας ή και αποδεχόμενος με τον τρόπο αυτό τον θάνατό του. Ο Β, ύστερα από τις παραγγελίες του εργοδότη του, τρώει από αυτό το κρέας και λίγες μέρες μετά πεθαίνει από δηλητηρίαση. Υπάρχει ποινική ευθύνη του Α, και αν ναι, σε τι συνίσταται;

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: B_A

Το παραπάνω παράδειγμα, πρωτίστως, διαγράφει τα όρια της ηθικής αυτουργίας (ΠΚ 46). Για να κριθεί ο Α ως ηθικός αυτουργός σε ανθρωποκτονία εκ προθέσεως (ΠΚ 46 + 299) θα πρέπει ο Β να έχει τελέσει μια τελικά άδικη πράξη. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η αυτοκτονία δε θεωρείται ποινικό αδίκημα, καθώς από τη συντριπτική πλειοψηφία του σύγχρονου νομικού κόσμου αναγνωρίζεται, εκτός του δικαιώματος στη ζωή, και δικαίωμα στο θάνατο, ως εκδήλωση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης του ατόμου (άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος). Συνεπώς, η όποια αυτοπροσβολή του ατόμου δε θεωρείται ποτέ ποινικό αδίκημα, και ούτε καν πράξη με την έννοια του άρθρου 14 ΠΚ, αφού για να χαρακτηριστεί μια ενέργεια ως πράξη και δη ως έγκλημα, απαιτείται η τελευταία να περικλείει μέσα της και ένα κοινωνικό νόημα. Κοινωνικό νόημα όμως δε νοείται ποτέ στην αυτοπροσβολή, αφού εξ’ ορισμού αυτή έχει ως αποδέκτη τον ίδιο τον φορέα του εννόμου αγαθού που θίγεται.

Στο πλαίσιο αυτό, η διάταξη του άρθρου 301 ΠΚ πρέπει να ερμηνεύεται με ιδιαίτερη προσοχή. Με τα δεδομένα αυτά, και επιστρέφοντας στο παράδειγμά μας, ο Β δεν αυτοκτόνησε μεν, ούτε όμως τέλεσε και άδικη πράξη: επέλεξε να φάει το μολυσμένο κρέας, από το οποίο επήλθε ο ίδιος του ο θάνατος. Έτσι, ο Α δεν μπορεί να κριθεί ηθικός αυτουργός σε ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, κατά τα γενόμενα δεκτά από την κρατούσα γνώμη στη θεωρία και νομολογία.

Βεβαίως, καμία άλλη μορφή συμμετοχής δε φαίνεται να ταιριάζει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Έτσι, ο Α, θα έπρεπε να μείνει ατιμώρητος, εκτός αν κρινόταν φυσικός αυτουργός του θανάτου του Β. Το κρέας, όμως, το έφαγε ο Β από επιλογή του, δεν του το τάισε ο Α, ούτε και τον ανάγκασε προς τούτο. Και, φυσικά, ο Α δεν καθιστά παγιδευμένη τη ζωή του Β και αναπόδραστη τη συνέπεια του θανάτου του, αφού ο Β μπορούσε κάθε στιγμή να επιλέξει να μη φάει το μολυσμένο κρέας. Έτσι, ο Α δεν πληροί την αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 299 παράγραφος 1 ΠΚ, με την έννοια του φυσικού αυτουργού, αφού δε σκότωσε εν στενή εννοία τον υπάλληλό του. Μετά τη διαπίστωση όλων των παραπάνω, ο κρεοπώλης θα έπρεπε να παραμείνει εκτός του ενδιαφέροντος του Ποινικού Δικαίου, αφού δεν υπάρχει πλέον πρόσφορο έδαφος για την τιμωρία του.

Ωστόσο, όταν κάποιος χρησιμοποιεί έναν άλλον άνθρωπο ως άβουλο όργανό του, έρμαιο και υποχείριο προς την επίτευξη του εγκληματικών του σκοπών, κάθε άλλο παρά ατιμώρητος μπορεί να παραμένει. Οι άνθρωποι, κατά τις επιταγές και του συνταγματικού δικαίου, είναι πάντοτε αυτοσκοποί, και δη οι υπέρτατοι, δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται ως μέσα για την επίτευξη αλλότριων και παράνομων σκοπών. Έτσι, οι πράξεις του έμμεσου αυτουργού, του ατόμου εκείνου που, για την επίτευξη των εγκληματικών του στόχων, χρησιμοποιεί ένα άλλο «παρένθετο» πρόσωπο εμπερικλείουν μεγαλύτερη απαξία από τις πράξεις ενός φυσικού αυτουργού.

Ο έμμεσος, λοιπόν, αυτουργός είναι αυτός, ο οποίος βρίσκεται στο εγκληματικό παρασκήνιο, όχι όμως με τη μορφή του ηθικού αυτουργού, αλλά με πιο ύπουλο τρόπο, αυτόν της «εμπραγματοποίησης» ενός άλλου υποκειμένου. Η έννοια αυτού του είδους συμμετοχής, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο πολλών μελετών και αμφισβητήσεων στο χώρο του ελληνικού και του γερμανικού δικαίου, δεν μπορεί να αναπτυχθεί πλήρως εδώ. Στο παρόν άρθρο θα αναπτυχθούν οι βασικές μορφές έμμεσου αυτουργού που τυποποιούνται εντός του Ποινικού Κώδικα, και ορισμένες εκτός γραπτού δικαίου, που διαπλάστηκαν από τους θεωρητικούς, με έρεισμα το άρθρο 49 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο ΠΚ, για να καλύψουν υφιστάμενα κενά της ποινικής νομοθεσίας.

Η πρώτη διάταξη που προβλέπει τιμώρηση της έμμεσης αυτουργίας είναι αυτή του άρθρου 21 ΠΚ: ο προστάξας μια ποινικά κολάσιμη πράξη τιμωρείται ως φυσικός αυτουργός αυτής, ενώ ο εκτελέσας την πράξη παραμένει ατιμώρητος λόγω άρσης του (τελικού) αδίκου της πράξεως του. Έτσι, στο σχολικό παράδειγμα όπου ο διοικητής Α διατάσσει τον στρατιώτη Β να πυροβολήσει και να σκοτώσει τον στρατιώτη Γ, που δήθεν αποτελεί μυστικό κατάσκοπο ξένων υπηρεσιών εντός του Ελληνικού στρατού, ο Α θα τιμωρηθεί ως έμμεσος αυτουργός ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως (άρθρο 299 παρ. 1 ΠΚ) και ο στρατιώτης θα παραμείνει ατιμώρητος, αφού δεν έχει τελέσει τελικά άδικη πράξη. Σημειώνεται, ότι, ελλείψει της διατάξεως αυτής, ο Α θα έμενε ατιμώρητος, αφού σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε να τιμωρηθεί ως ηθικός αυτουργός ανθρωποκτονίας, δεδομένου του συστήματος περιορισμένης αντικειμενικής εξάρτησης της ηθικής αυτουργίας από την άδικη πράξη του φυσικού αυτουργού.

Άλλη διάταξη που τιμωρεί κατά πλάσμα την έμμεση αυτουργία είναι αυτή του άρθρου 49 παράγραφος 1 εδάφιο β’ ΠΚ. Η πρόβλεψη αυτή του νόμου αποκτά αυτοτελή αξία στα γνήσια ιδιαίτερα εγκλήματα, όπου, αν απουσίαζε, με τις κατάλληλες μεθοδεύσεις των δραστών, θα έμεναν ατιμώρητες πράξεις που εμπερικλείουν τεράστιο άδικο και ουσιαστική απαξία. Για παράδειγμα, ο ανακριτικός υπάλληλος Α, για να πείσει τον κρατούμενο Γ να ομολογήσει, παρακινεί τον Β να τον υποβάλλει σε βασανιστήρια. Ο Β, όμως, ως απλός πολίτης δεν μπορεί να τελέσει το αδίκημα του άρθρου 239 ΠΚ, αφού ελλείπει η ιδιότητά του ως υπαλλήλου, και άρα, ούτε ο Α μπορεί να καταστεί ηθικός αυτουργός αυτού, δεδομένου ότι ο Β δεν τελεί άδικη πράξη (άλλο αν τελούνται τα αδικήματα της σωματικής βλάβης, ενδεχομένως της απόπειρας ανθρωποκτονίας κ.ο.κ.). Έτσι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 49 ΠΚ, ο Α θα τιμωρηθεί ως φυσικός αυτουργός της κατάχρησης εξουσίας, ο δε Β, στην προκειμένη περίπτωση, ως άμεσος συνεργός αυτού.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: KlausHausmann

Εκτός γραπτού Ποινικού Δικαίου, έμμεση αυτουργία αναγνωρίζεται κυρίως στην περίπτωση, κατά την οποία ο φυσικός αυτουργός δεν προβαίνει σε τελικά άδικη πράξη, γιατί υφίσταται λόγος άρσης του αδίκου, αλλά η μη τελικά άδικη πράξη προκαλείται από ένα τρίτο πρόσωπο που συμμετέχει στην προσβολή ως έμμεσος αυτουργός. Για παράδειγμα, ο Α, θέλοντας να σκοτωθεί ο Β, προκαλεί με πρόθεση άδικη επίθεσή του κατά του Γ, έτσι ώστε ο Γ, αμυνόμενος, να σκοτώσει τελικά τον Β. Ο Α εδώ θα τιμωρηθεί ως έμμεσος αυτουργός ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως του Β (άρθρο 299 παράγραφος 1 ΠΚ).

Πέραν, όμως, της σπάνιας αυτής περίπτωσης, η επιστήμη, επηρεασμένη από τις απόψεις του Χωραφά, αναγνωρίζει έμμεση αυτουργία και όταν κάποιος παροτρύνει ένα ακαταλόγιστο ή πλανώμενο πρόσωπο να αυτοκτονήσει, αυτοτραυματιστεί ή φθείρει δικό του πράγμα. Στο παραπάνω, λοιπόν, παράδειγμα με τον κρεοπώλη, ο οποίος εκμεταλλεύεται την πλάνη του υπαλλήλου του σχετικά με την ποιότητα του κρέατος, επιδιώκοντας έτσι τον θάνατό του, ο πρώτος θα τιμωρηθεί ως έμμεσος αυτουργός της ανθρωποκτονίας με πρόθεση του τελευταίου. Η τελευταία αυτή παρατήρηση επιβεβαιώνει πως για την κατάφαση της έμμεσης αυτουργίας δεν απαιτείται η ύπαρξη τριών προσώπων, αλλά αρκεί η ύπαρξη ενός δράστη και ενός μόνο θύματος, που κατευθύνεται ανυποψίαστο στην αυτοκαταστροφή λόγω των εγκληματικών σκοπών του πρώτου.

Πάντως, όσο απλή φαίνεται θεωρητικά η κατασκευή της έμμεσης αυτουργίας, τόσο δυσχερής αποδεικνύεται η εφαρμογή της στην πράξη: η θεωρητική της κατασκευή εκτός κείμενου δικαίου, οι αντιτιθέμενες απόψεις της επιστήμης σχετικά με την έκταση της εφαρμογής της και ο κίνδυνος υπερβολικής διεύρυνσης του αξιοποίνου καθιστούν δύσκολο το έργο του εφαρμοστή του δικαίου. Για τον λόγο αυτό, υποστηρίζεται ότι είναι προτιμότερη η αναζήτηση λύσεων εντός των ήδη υφιστάμενων ποινικών διατάξεων, ή άλλως, η γενική τυποποίηση της έμμεσης αυτουργίας στις περί συμμετοχής διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, εγχείρημα, ωστόσο, δύσκολο. Σε κάθε περίπτωση, προέχει η ασφάλεια δικαίου που διαπνέει τα σύγχρονα φιλελεύθερα ποινικά συστήματα.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών-Άρθρα 299-369 ΠΚ, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 5η έκδοση, 2023.
  • Μαρία Καϊάφα – Γκμπάντι, Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ποινικό Δίκαιο – Επιτομή Γενικού Μέρος, άρθρα 1-49 ΠΚ, ζ’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2005.
  • Νικόλαος Μπιτζιλέκης, Η συμμετοχική πράξη, Εκδόσεις Σάκκουλα, 1990.
  • Ηλίας Αναγνωστόπουλος, Η έμμεση αυτουργία, Εκδόσεις Π. Ν. Σάκκουλας, Ποινικά Χρονικά – Μελέτες, Διδακτορική διατριβή, 1η έκδοση, 2007.

 

Related Articles

Αφήστε μια απάντηση

Back to top button