Η αντιμετώπιση της ευθανασίας από τον ελληνικό Ποινικό Κώδικα
Της Άννας Μάρκου,
Το ζήτημα της ευθανασίας, από τα πλέον επίκαιρα των τελευταίων χρόνων, απασχολεί την κοινωνία στο σύνολό της με προεκτάσεις κοινωνιολογικές, ηθικές, θρησκευτικές, αναγκάζοντας τη νομική επιστήμη να θέσει κάποιους κανόνες και να οριοθετήσει πότε είναι επιτρεπτή μια τέτοια πράξη. Κι ενώ άλλες έννομες τάξεις έχουν ήδη θεσπίσει ένα σχετικό κανονιστικό πλαίσιο, η ελληνική έννομη τάξη διαθέτει δύο διατάξεις στον ποινικό κώδικα που προσεγγίζουν το εν λόγω ζήτημα, χωρίς ωστόσο, να το ρυθμίζουν ευθέως.
Εισαγωγικά, λοιπόν, η ζωή, όπως και η σωματική ακεραιότητα, είναι ατομικά έννομα αγαθά και η διαχείρισή τους εναπόκειται στον καθέναν προσωπικά, γι’ αυτό και οι πράξεις αυτοπροσβολής δεν τιμωρούνται, εφόσον φυσικά δε θίγουν έννομα αγαθά άλλων, το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη (άρ. 5 παρ.1 Συντάγματος). Όταν, όμως, ένας τρίτος συμβάλλει στον τερματισμό της ζωής κάποιου άλλου, τότε αυτή η πράξη δε θεωρείται κοινωνικά ανεκτή από τον Έλληνα νομοθέτη, ο οποίος και θέσπισε δύο αυτοτελώς άδικες πράξεις, που διαφοροποιούνται από την κοινή ανθρωποκτονία.
Το άρθρο 300 ΠΚ
Η έννοια της ευθανασίας αποτυπώνεται κατά κύριο λόγο -αν και όχι άμεσα- στο άρθρο 300 ΠΚ, όπου τυποποιείται η θανάτωση ενός προσώπου, ύστερα από απαίτηση του ίδιου. Έτσι, η πράξη αυτή διακρίνεται ευθύς εξαρχής από την ανθρωποκτονία του 299 ΠΚ, καθώς το θύμα λειτουργεί σαν ηθικός αυτουργός της εναντίον του προσβολής, ο τρόπος δε θανάτωσής του είναι αυτός που ζήτησε το ίδιο το θύμα ή πάντως ο πιο ανώδυνος για αυτό.
Ειδικότερα, το άρ.300 ΠΚ καταλαμβάνει τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο δράστης οδηγεί το θύμα στον θάνατο, επειδή εκείνο του το ζητά, υπό τρεις αδιαπραγμάτευτες προϋποθέσεις. Καταρχήν, το θύμα πρέπει να «απαιτεί σπουδαία και επίμονα» από τον δράστη να το θανατώσει. Αυτό σημαίνει πως το ζητά σταθερά και με έμφαση, ύστερα από ώριμη σκέψη και ενώ μεσολαβούν χρονικά διαστήματα που το ξανασκέφτεται, χωρίς δηλαδή να βρίσκεται υπό την επιρροή άλλων προσώπων ή έντονων συναισθημάτων που το παρασύρουν σε αυτήν του την απόφαση. Έπειτα, θα πρέπει το θύμα να πάσχει από κάποια «ανίατη ασθένεια», η οποία ακόμη κι αν δεν είναι θανατηφόρα, πάντως είναι μακροχρόνια και επώδυνη, καθιστώντας τη συνέχιση της ζωής του αφόρητη. Κι αυτός ακριβώς θα πρέπει να είναι και ο λόγος που ο δράστης αποφασίζει να θανατώσει το θύμα, ο «οίκτος» του για αυτό. Ως τελευταία προϋπόθεση, λοιπόν, ο νόμος απαιτεί την ύπαρξη ευγενών κινήτρων από πλευράς του δράστη, ο οποίος επί της ουσίας θέλει να «λυτρώσει» το θύμα που υποφέρει.
Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει στους ανηλίκους που πάσχουν από ανίατες παθήσεις. Κατά κρατούσα άποψη, μόνο οι ανήλικοι που έχουν συμπληρώσει τα δεκαπέντε έτη της ηλικίας τους μπορούν να δηλώσουν έγκυρα τη βούλησή τους να θανατωθούν, κατά το γενικό κανόνα της δικαιοπρακτικής ικανότητας ανηλίκων προσώπων (άρ. 128 κι επόμενα του Αστικού Κώδικα). Και τότε όμως, πάλι, η κάθε περίπτωση θα πρέπει να κρίνεται ξεχωριστά, ad hoc, αναλόγως του κατά πόσο ο ανήλικος θεωρείται πως είναι σε θέση να αντιληφθεί τη σημασία και τις συνέπειες της δήλωσής του.
Συνοψίζοντας, ο δράστης του 300 ΠΚ αντιμετωπίζει μειωμένο πλαίσιο ποινής (το 300 είναι προνομιούχο του 299 ΠΚ), ακριβώς επειδή αφαιρεί τη ζωή του θύματος υπό το βάρος της ψυχικής πίεσης που του προκαλεί η απαίτηση του τελευταίου, σε συνδυασμό με τα αισθήματα λύπης κι ευσπλαχνίας που νιώθει για αυτό. Αυτονοήτως, είναι αναγκαίο όλα τα στοιχεία της διάταξης (απαίτηση θύματος, ανίατη ασθένεια, οίκτος δράστη) να πληρούνται τόσο κατά τη λήψη της απόφασης του δράστη να τελέσει την ανθρωποκτονία, όσο και κατά την τέλεση αυτής, να καλύπτονται από τον δόλο του και βέβαια να συνδέονται αιτιωδώς. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο δράστης θα ευθύνεται κατά τους όρους του βασικού εγκλήματος της ανθρωποκτονίας (άρ. 299 ΠΚ).
Σε περίπτωση πλάνης, αν δηλαδή ο δράστης νομίζει εσφαλμένα πως το θύμα πάσχει από κάποια ανίατη ασθένεια ή πως του ζητά να το θανατώσει, ενώ κάτι τέτοιο στην πραγματικότητα δε συμβαίνει, τότε κατά τους όρους της πραγματικής πλάνης (30 παρ.2 ΠΚ), θα ευθύνεται για ανθρωποκτονία από αμέλεια, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της. Ακόμη, στην περίπτωση που η θανάτωση του θύματος δεν ολοκληρωθεί και το άρ. 300 ΠΚ μείνει στο στάδιο της απόπειρας, ο δράστης θα ευθύνεται για την όποια σωματική βλάβη προκάλεσε τελικά στο θύμα.
Ιδιαίτερο νομικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση κατά την οποία δράστης του 300 ΠΚ, δια παραλείψεως τελούμενου, είναι ο θεράπων γιατρός του θύματος. Κατά την ορθότερη άποψη, εφόσον ο ασθενής δεν επιθυμεί την ιατρική συνδρομή που του παρέχεται για να συνεχίσει να ζει, τότε η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του γιατρού καταλύεται, με αποτέλεσμα να μην ευθύνεται εν τέλει για το θάνατο του ασθενή, παρότι αυτός επέρχεται λόγω της διακοπείσας θεραπείας. Απαραίτητες προϋποθέσεις, ο ασθενής να έχει συνείδηση της δήλωσής του και πλήρη επίγνωση της κατάστασης της υγείας του και των προοπτικών που έχει, βάσει πάντοτε των δυνατοτήτων της ιατρικής επιστήμης κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο που ο γιατρός διακόπτει τη θεραπεία ύστερα από απαίτησή του.
Το άρθρο 301 ΠΚ
Με το ζήτημα της ευθανασίας συνδέεται δευτερευόντως και η διάταξη του άρ. 301 ΠΚ. Σε αντίθεση με το 300 ΠΚ, εδώ η θανάτωση επέρχεται από το ίδιο το θύμα, το οποίο δηλαδή αυτοκτονεί. Το τρίτο πρόσωπο σε αυτήν την περίπτωση -το οποίο και ενδιαφέρει το ποινικό δίκαιο- προσφέρει κάποιου είδους συνδρομή στην τέλεση της πράξης αυτοκτονίας, γι’ αυτό ακριβώς και τιμωρείται. Ενώ, δηλαδή, η ίδια η πράξη της αυτοκτονίας δεν είναι αξιόποινη, αφού καλύπτεται από το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του σώματος και της ζωής (άρθρα 2 παρ.1 και 5 παρ.1 του Συντάγματος), η συμμετοχή ενός τρίτου στην αυτοκτονία κάποιου άλλου είναι αξιόποινη και τιμωρείται, καθώς ο τρίτος θίγει το έννομο αγαθό της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας του θύματος.
Από τη μελέτη της σχετικής διάταξης, προκύπτουν δύο τρόποι τέλεσης του εν λόγω εγκλήματος. Πιο συγκεκριμένα, ο δράστης μπορεί να «καταπείσει» τον αυτόχειρα να προβεί στην πράξη αυτοπροσβολής του ή να προσφέρει κάποια «βοήθεια» κατά την τέλεση αυτής. Στην πρώτη περίπτωση, ο δράστης ασκεί ισχυρή επιρροή μέσω έντονης πειθούς ή ακόμη και επιβάλλει τη θέλησή του στον αυτόχειρα, εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη ψυχοσυναισθηματική κατάσταση του τελευταίου. Στη δεύτερη περίπτωση, λειτουργεί ως άμεσος συνεργός του αυτόχειρα, ο οποίος έχει αποφασίσει μεν να αυτοκτονήσει, δεν έχει όμως τη δύναμη να το πράξει, οπότε και τον βοηθά ο δράστης του 301 ΠΚ (για παράδειγμα, του σταθεροποιεί το χέρι για να αυτοπυροβοληθεί). Τέλος, ίσως το πιο σημαντικό σημείο της διάταξης είναι αυτό της «τέλεσης της αυτοκτονίας ή απόπειράς της».
Κατά την ορθότερη άποψη στη θεωρία, είναι κι αυτό στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αφού οι υπόλοιποι όροι δεν αρκούν για να θεμελιώσουν το αξιόποινο της συμπεριφοράς. Έτσι, αν κάποιος καταπείσει κάποιον τρίτο να αυτοκτονήσει, εκείνος όμως δεν αποπειραθεί καν να το πράξει, τότε αυτή η κατάπειση δεν είναι τιμωρητή, αφού εν τέλει δεν έθεσε σε κίνδυνο το έννομο αγαθό της ζωής του τρίτου.
Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στην εξέταση της ψυχικής και διανοητικής κατάστασης του αυτόχειρα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρ. 34 ΠΚ. Έτσι, αν για οποιονδήποτε λόγο, ο αυτόχειρας δεν έχει ικανότητα προς καταλογισμό -εξαιτίας για παράδειγμα, κάποιας ψυχικής ασθένειας ή ακόμη και ακραίας μέθης, που δεν του επιτρέπει να έχει συνείδηση της πράξης αυτοπροσβολής του-, τότε το πρόσωπο που τον καταπείθει ή τον βοηθά, θα ευθύνεται πλέον ως έμμεσος αυτουργός του βασικού εγκλήματος της ανθρωποκτονίας (299ΠΚ).
Καταλήγοντας, τα άρθρα 300 και 301 ΠΚ ρυθμίζουν ως ένα βαθμό πράξεις που προσεγγίζουν την έννοια της ευθανασίας, όχι όμως με ενιαίο τρόπο. Για την ολιστική και οριστική αντιμετώπιση του ζητήματος, θα πρέπει να υπάρξει μια ευθεία νομοθετική παρέμβαση που θα θεσπίσει αυστηρούς και λεπτομερείς κανόνες και θα προστατεύσει τα εμπλεκόμενα μέρη σε τέτοιες καταστάσεις.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών, Γ΄ έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, Θεσσαλονίκη, 2016