Η Αναδιανομή Ασφαλίστρων ως Κίνδυνος για τη Σταθερότητα της Ασφαλιστικής Αγοράς Υγείας

Μετά από καιρό, ο Αλέξανδρος Βοργίας επιστρέφει στη δημόσια συζήτηση με ένα άρθρο που αγγίζει τον πυρήνα της σημερινής κρίσης στην αγορά υγείας: την κρυφή, πλην εκρηκτική, απειλή της αναδιανομής ασφαλίστρων. Σε μια περίοδο όπου ο ιατρικός πληθωρισμός «καίει» τα τεχνικά αποτελέσματα, οι αποζημιώσεις αυξάνονται με ρυθμούς διψήφιους και οι εταιρείες αναζητούν τρόπους να συγκρατήσουν δείκτες και ισολογισμούς, η συγκεκριμένη πρακτική έχει μετατραπεί σε έναν μηχανισμό που μεταφέρει κίνδυνο, διαστρεβλώνει οικονομικά μεγέθη και δημιουργεί μια ψευδαίσθηση ισορροπίας.
Ο Βοργίας δεν περιγράφει απλώς ένα τεχνικό φαινόμενο· φωτίζει μια συστημική απειλή που μέχρι σήμερα αντιμετωπίζεται με αδικαιολόγητη σιωπή. Η Τράπεζα της Ελλάδος κατα τη γνώμη του απουσιάζει θεσμικά, το Υπουργείο Υγείας και το Υπουργείο Ανάπτυξης παρεμβαίνουν πρόχειρα και χωρίς κατανόηση των επιπτώσεων, ενώ οι διαμεσολαβητές βλέπουν τις προμήθειες και την αξία της δουλειάς τους να συρρικνώνονται από λογιστικές τεχνικές που δεν έχουν καμία θέση σε μια ώριμη αγορά.
Σε αυτό το περιβάλλον, το άρθρο λειτουργεί ως καμπανάκι: όχι μόνο για τις εταιρείες, αλλά για τον ίδιο τον καταναλωτή που κινδυνεύει να βρεθεί με προϊόντα υγείας υποτιμολογημένα, ανεπαρκώς αποθεματοποιημένα και τελικά μη βιώσιμα. Η αγορά υγείας βρίσκεται σε σημείο καμπής — και η εποπτική αδράνεια δεν είναι επιλογή. Είναι ευθύνη, και μάλιστα θεσμική.
Το άρθρο που ακολουθεί δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών. Θέτει τα σωστά ερωτήματα, αποκαλύπτει τα «τυφλά σημεία» της αγοράς και υπενθυμίζει πως η φερεγγυότητα δεν είναι λογιστικό τέχνασμα αλλά ιερή υποχρέωση προς την κοινωνία.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Η Αναδιανομή Ασφαλίστρων ως Κίνδυνος για τη Σταθερότητα της
Ασφαλιστικής Αγοράς Υγείας
Του Αλέξανδρου Βοργία
Η ελληνική ασφαλιστική αγορά υγείας βρίσκεται πλέον σε ένα σημείο καμπής. Ο
πληθωρισμός στις αποζημιώσεις υγείας έχει προσλάβει διαστάσεις που θυμίζουν
άλλες εποχές, με βάση τα επίσημα στοιχεία της ΕΑΕΕ: το 2019–2020 οι πληρωθείσες
αποζημιώσεις αυξήθηκαν κατά +2,9%, το 2020–2021 κατά +4,4%, το 2021–2022
κατά +1,5%, ενώ το 2022–2023 εκτοξεύθηκαν στο +10,8%.
Πρόκειται για μια
απότομη μεταβολή που δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί συγκυριακή, είναι
διαρθρωτική. Και σε αυτή την περίοδο έντονης ανόδου του κόστους, η πρακτική της
εύκολης «αναδιανομής ασφαλίστρου» απειλεί να αποσταθεροποιήσει τόσο τις
εταιρείες όσο και τους ασφαλισμένους.
Η «αναδιανομή ασφαλίστρου», όπως εφαρμόζεται, συνεπάγεται ότι ο ασφαλισμένος
πληρώνει το ίδιο συνολικό ποσό, αλλά το καθαρό ασφάλιστρο που αναγνωρίζεται ως
premium μειώνεται, ενώ αυξάνεται αντιστοίχως το “δικαίωμα συμβολαίου” — μια
λογιστική κατάτμηση που δεν αλλάζει το ποσό που πληρώνει ο πολίτης, αλλά αλλάζει
θεμελιωδώς την οικονομική βάση του ασφαλιστικού προϊόντος.
Και εδώ ξεκινά ο πραγματικός κίνδυνος.
Loss ratio, η αθέατη βόμβα
Όταν οι αποζημιώσεις αυξάνονται πάνω από 10% ετησίως και το καθαρό ασφάλιστρο
μειώνεται τεχνητά μέσω «αναδιανομής», το loss ratio εκτοξεύεται.
Το πρόβλημα δεν είναι θεωρητικό.
Στην πράξη, μια αύξηση αποζημιώσεων κατά +10,8% σε συνδυασμό
με μια μείωση καθαρού premium κατά 10% μπορεί να αυξήσει το loss ratio κατά
περισσότερο από 23% σε σχετική βάση. Αυτό σημαίνει ότι ένα portfolio με αρχικό
loss ratio 70% μπορεί να φτάσει εύκολα σε επίπεδα άνω του 85% — επικίνδυνα
κοντά στα όρια βιωσιμότητας των ασφαλιστηρίων υγείας.
Αυτή η επιδείνωση είναι αθέατη για τον καταναλωτή και συχνά υποτιμημένη από τη
δημόσια συζήτηση, αλλά είναι απόλυτα εμφανής στους αναλογιστές και στους
εποπτικούς φορείς.
Τεχνικά αποθεματικά και SCR
Η μείωση του καθαρού premium ενδέχεται να μειώσει την έκθεση του premium risk
στη Standard Formula με βάση το Solvency II. Ωστόσο, αυξάνει ταυτόχρονα τη
ζημιογόνο βάση, μεταβάλλει τα cash flows του συμβολαίου και αυξάνει την
αβεβαιότητα των μελλοντικών υποχρεώσεων. Αυτό οδηγεί:
σε αυξημένο reserve risk,
σε υποτίμηση των υποχρεώσεων στο Best Estimate,
και δυνητικά σε υποεκτίμηση του SCR, ιδίως υπό εσωτερικά μοντέλα.
Η BaFin προειδοποίησε πρόσφατα (2023 για το 2022) ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες
δεν πρέπει να υποτιμούν τον πληθωρισμό των αποζημιώσεων και να συνεχίζουν
πρακτικές που μειώνουν τεχνητά τις υποχρεώσεις τους. Ο γερμανός επόπτης τόνισε
ότι χρειάζεται αυξημένη προσοχή σε assumptions (υποθέσεις/παραδοχές) που
σχετίζονται με medical inflation (ιατρικό πληθωρισμό) και severity trends (τάσεις
στην μέση μεταβολή των αποζημιώσεων). Η σύσταση είναι ξεκάθαρη, αναθεώρηση
των υποθέσεων, έκτακτοι έλεγχοι και ενίσχυση των αποθεματικών όπου
απαιτείται.
Οι οδηγίες της EIOPA για τους εποπτικούς ελέγχους (supervisory convergence tools,
risk-based supervision, thematic reviews) επιβάλλουν στους εθνικούς επόπτες να
παρεμβαίνουν όταν παρατηρούνται πρακτικές που αλλοιώνουν τα οικονομικά μεγέθη
των τεχνικών προβλέψεων ή υποκρύπτουν μεταφορά κινδύνου.
Η αναδιανομή ασφαλίστρων είναι ακριβώς τέτοια πρακτική, μεταβάλλει την αποτύπωση των
δεδουλευμένων, μειώνει τεχνητά τον δείκτη εξόδων και δημιουργεί λανθασμένο
δείκτη φερεγγυότητας.
Η μείωση προμηθειών στους διαμεσολαβητές
Ένα από τα πλέον ανησυχητικά στοιχεία είναι ότι η αναδιανομή συνδέεται συνήθως
με μείωση προμηθειών προς τους διαμεσολαβητές, διότι η προμήθεια υπολογίζεται
επί του καθαρού ασφαλίστρου.
Άρα:
χαμηλότερο καθαρό premium, ισούται με χαμηλότερη προμήθεια,
άρα μεγάλη εξοικονόμηση στα έξοδα πρόσκτησης και εξυπηρέτησης.
Αν και αυτό μπορεί προσωρινά να βελτιώσει δείκτες εξόδων, μακροπρόθεσμα
υπονομεύει την αγορά διαμεσολάβησης, περιορίζει την ποιότητα εξυπηρέτησης,
αυξάνει την απώλεια πελατολογίου και οδηγεί σε φαύλο κύκλο υποτίμησης αξίας
για τον ασφαλισμένο.
Η πρακτική αυτή δεν είναι μία μη αξιολογημένη συμπεριφορά για την ασφαλιστική.
Έχει χαρακτηριστικά καταχρηστικής μεταφοράς λειτουργικού κόστους, που
επηρεάζει άμεσα την ποιότητα διανομής ασφαλιστικών προϊόντων

Η ΄΄σιωπή ΄΄της Τράπεζας της Ελλάδος και οι
λανθασμένες παρεμβάσεις του Υπουργείου Ανάπτυξης
Την ώρα που οι αγορές σε όλη την Ευρώπη αντιμετωπίζουν το κόστος υγείας ως
συστημικό κίνδυνο — και οι εποπτικές αρχές, όπως η BaFin, παρεμβαίνουν — στην
Ελλάδα η εποπτική αρχή παραμένει σιωπηλή. Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν έχει
εκδώσει μέχρι στιγμής δημόσια οδηγία, σχόλιο ή stress test για την πρακτική της
αναδιανομής ασφαλίστρων, ούτε έχει δημοσιοποιήσει έλεγχο για τον αντίκτυπο στον
δείκτη SCR ή στα τεχνικά αποθέματα των εταιρειών.
Αυτή η σιωπή είναι προβληματική. Υπό το ευρωπαϊκό πλαίσιο Solvency II, ο επόπτης
έχει ρητή υποχρέωση να διασφαλίζει ότι:
οι εταιρείες εφαρμόζουν ενδεδειγμένες υποθέσεις,
τα τεχνικά αποθέματα επαρκούν,
και το SCR αντανακλά όλους τους υφιστάμενους κινδύνους.
Παράλληλα, το Υπουργείο Ανάπτυξης επιχειρεί να παρέμβει με μέτρα όπως
«πλαφόν» στις αυξήσεις ασφαλίστρων υγείας. Μια τέτοια παρέμβαση, ειδικά σε
περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού αποζημιώσεων, υπονομεύει τη βιωσιμότητα των
προϊόντων, αντί να προστατεύει τους ασφαλισμένους. Η κρατική ρύθμιση των τιμών
σε ασφαλιστικά προϊόντα υγείας είναι όχι μόνο οικονομικά αναποτελεσματική, αλλά
και τεχνικά επικίνδυνη, οδηγεί σε υποτιμολόγηση, υποαποθεματοποίηση και τελικά
σε μεγαλύτερο κίνδυνο για τον καταναλωτή.
Ο κίνδυνος για τον ασφαλισμένο
Όταν το loss ratio αυξάνεται, τα αποθεματικά υποεκτιμώνται, ο δείκτης SCR
παρουσιάζεται υγιής ενώ πραγματικά επιδεινώνεται, και ο επόπτης παραμένει
αδρανής, το σύστημα κινδυνεύει να φτάσει σε σημείο όπου:
οι ασφαλιστικές θα αναγκαστούν σε απότομες αυξήσεις,
τα προϊόντα υγείας θα γίνουν μη προσβάσιμα,
και οι ασφαλισμένοι θα βρεθούν με συμβόλαια που δεν θα μπορούν να
καλύψουν το κόστος πραγματικών αποζημιώσεων.
Αυτός είναι ο μεγαλύτερος συστημικός κίνδυνος: η απώλεια εμπιστοσύνης των
πολιτών στη συμπληρωματική ιδιωτική ασφάλιση υγείας.
Ώρα για άμεση παρέμβαση της Τράπεζας της
Ελλάδος
Η πρακτική της αναδιανομής ασφαλίστρων, εν μέσω υψηλού πληθωρισμού
αποζημιώσεων και εντονότατου ανταγωνισμού, αποτελεί σήμερα έναν από τους
σημαντικότερους κινδύνους για τη φερεγγυότητα και τη διαφάνεια της ελληνικής
ασφαλιστικής αγοράς υγείας.
Χρειάζεται άμεση, ξεκάθαρη και ουσιαστική παρέμβαση της Τράπεζας της Ελλάδος:
με στοχευμένους εποπτικούς ελέγχους,
με δημοσιοποίηση stress tests,
με υποχρεωτική τεκμηρίωση των παραδοχών σχετικά με τον πληθωρισμό
αποζημιώσεων,
με έλεγχο των επιχειρηματικών πρακτικών που επηρεάζουν τεχνικά
αποθέματα και προμήθειες.
Η προστασία των καταναλωτών και των επαγγελματιών της αγοράς δεν μπορεί να
βασίζεται στην καλή θέληση των εταιρειών ούτε να υποκαθίσταται από
αποσπασματικές πολιτικές παρεμβάσεις. Είναι ευθύνη του επόπτη.
Και είναι ώρα να την αναλάβει.
Αλέξανδρος Βοργίας



