Νόμος 4583/2018 – IDD
Στο πλαίσιο αυτό, τα άρθρα 7, 27, 28 και 30 του νόμου καθορίζουν σημαντικές διατάξεις για τη λειτουργία της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης και την προστασία των καταναλωτών.

Ο Νόμος 4583/2018 ενσωματώνει στην ελληνική νομοθεσία την Οδηγία (ΕΕ) 2016/97 σχετικά με τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων. Στο πλαίσιο αυτό, τα άρθρα 7, 27, 28 και 30 του νόμου καθορίζουν σημαντικές διατάξεις για τη λειτουργία της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης και την προστασία των καταναλωτών.
Άρθρο 7: Διενέργεια ελέγχων
Το άρθρο 7 αναφέρεται στη διαδικασία διενέργειας ελέγχων από τις αρμόδιες αρχές, με στόχο τη διασφάλιση της συμμόρφωσης των διανομέων ασφαλιστικών προϊόντων με τις ισχύουσες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις. Οι έλεγχοι αυτοί αποσκοπούν στην προστασία των καταναλωτών και στη διατήρηση της ακεραιότητας της ασφαλιστικής αγοράς.
1. Για την άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων, η εποπτική αρχή μπορεί να διενεργεί, γενικούς ή ειδικούς, επιτόπιους ή μη ελέγχους σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές και ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές που ασκούν ως δευτερεύουσα δραστηριότητα την ασφαλιστική διαμεσολάβηση. Επίσης, η εποπτική αρχή μπορεί να διενεργεί ελέγχους σε: α) κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος αλλά, είτε του έχουν ανατεθεί εξωτερικά λειτουργίες της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, σύμφωνα με το άρθρο 37 του ν. 4364/2016, είτε είναι τρίτος με τον οποίον η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή ο ασφαλιστικός ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής που ασκεί ως δευτερεύουσα δραστηριότητα την ασφαλιστική διαμεσολάβηση έχει πραγματοποιήσει συναλλαγή, η οποία είναι αναγκαίο να ελεγχθεί για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος, β) οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, μόνο όμως στο πλαίσιο της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος και εφόσον ο έλεγχος δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή του ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή που ασκεί ως δευτερεύουσα δραστηριότητα την ασφαλιστική διαμεσολάβηση.
2. Η εποπτική αρχή, κατά την άσκηση των εποπτικών αρμοδιοτήτων της: α) έχει πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο, βιβλίο ή άλλο στοιχείο τηρείται, με οποιαδήποτε μορφή, για τις δραστηριότητες του ελεγχομένου, είτε στις ίδιες τις ελεγχόμενες επιχειρήσεις είτε αλλού, εντός ή εκτός Ελλάδας, και μπορεί να λαμβάνει αντίγραφό του, ακόμη και αν αυτό περιέχει απλά ή ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, σύμφωνα με τη νομοθεσία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, β) μπορεί να ζητεί πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο ή δημόσια αρχή, γ) μπορεί να απαιτεί τη διακοπή της πώλησης συγκεκριμένου ασφαλιστικού προϊόντος ή τη διακοπή δραστηριότητας ή πρακτικής προώθησης προϊόντος που είναι αντίθετη με το παρόν Μέρος, δ) μπορεί να λαμβάνει πληροφορίες από εξωτερικούς εμπειρογνώμονες και να αναθέτει εξακριβώσεις, μελέτες, έρευνες και κατά περίπτωση έργα σε εξωτερικούς συνεργάτες, ε) μπορεί να λαμβάνει κάθε πληροφορία για συμβάσεις που βρίσκονται στην κατοχή ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ασφαλιστικών διαμεσολαβητών ή έχουν συναφθεί με τρίτους. Κατά τη διενέργεια ελέγχων από την εποπτική αρχή ή τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, σύμφωνα με το παρόν Μέρος και το ν. 4364/2016, τα πρόσωπα που υπόκεινται στους ελέγχους αυτούς δεν δικαιούνται να επικαλεστούν το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων ή τη νομοθεσία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων ή άλλο απόρρητο έναντι των αρμόδιων αρχών ή των προσώπων που είναι εξουσιοδοτημένα από αυτές για τη διενέργεια του ελέγχου.
3. Οι διανομείς διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που υποβάλλουν στην εποπτική αρχή είναι πλήρεις, ακριβείς και κατάλληλες για την άσκηση του εποπτικού της έργου.
4. Τα πάσης φύσεως έγγραφα που υποβάλλονται από τους διανομείς στην εποπτική αρχή, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο παρόν Μέρος, είναι στην ελληνική γλώσσα. Η εποπτική αρχή μπορεί να λαμβάνει υπόψη της έγγραφα σε άλλες επίσημες ευρωπαϊκές γλώσσες, εφόσον κατά την απόλυτη και ανέλεγκτη κρίση της έχει, κατά τον χρόνο εκείνο, τη δυνατότητα να το πράξει.
Άρθρο 27: Γενικές αρχές
Σύμφωνα με το άρθρο 27, οι διανομείς ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών προϊόντων οφείλουν να ενεργούν έντιμα, αμερόληπτα και επαγγελματικά, με γνώμονα το συμφέρον των πελατών τους. Επιπλέον, υποχρεούνται να παρέχουν σαφείς και ακριβείς πληροφορίες, επεξηγώντας τους όρους των προτεινόμενων ασφαλιστικών συμβάσεων, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πελατών, καθώς και τις συνέπειες πρόωρης διακοπής ή ακύρωσης των συμβολαίων. Επίσης, ενημερώνουν τους πελάτες για τα δικαιώματα εναντίωσης, υπαναχώρησης και καταγγελίας των συμβολαίων τους, παρέχοντας τα σχετικά έντυπα με απόδειξη παραλαβής.
Άρθρο 27 Γενικές αρχές (Άρθρο 17 της Οδηγίας)
1. Οι διανομείς ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών προϊόντων κατά την άσκηση δραστηριότητας διανομής ασφαλιστικών προϊόντων, ενεργούν πάντοτε με έντιμο, αμερόληπτο και επαγγελματικό τρόπο, με γνώμονα την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των συμφερόντων του πελάτη.
2. Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στο άρθρο 32, όταν ο ασφαλιζόμενος κίνδυνος βρίσκεται στην Ελλάδα ή το κράτος μέλος της ασφαλιστικής υποχρέωσης είναι η Ελλάδα ή ο ασφαλισμένος ή/και ο λήπτης της ασφάλισης είναι κάτοικος Ελλάδας, η παροχή συμβουλής από διανομέα προς τον πελάτη σύμφωνα με τα άρθρα 30 και 40 είναι υποχρεωτική κατά τη διανομή των ασφαλιστικών προϊόντων όλων των κλάδων ασφάλισης.
3. Οι διανομείς ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών προϊόντων: α) επεξηγούν στον πελάτη τους όρους των ασφαλιστικών συμβάσεων που προτείνουν, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του πελάτη και διασφαλίζουν ότι η πληροφόρηση που λαμβάνει ο πελάτης είναι έγκαιρη, πλήρης, ορθή, επαρκής και κατάλληλη, β) επισημαίνουν στον πελάτη τις συνέπειες της πρόωρης διακοπής ή ακύρωσης ή εξαγοράς του ασφαλιστηρίου συμβολαίου του, καθώς και κάθε εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη, και τον ενημερώνουν για την υποχρέωσή του να προκαταβάλλει το ασφάλιστρο και για τις συνέπειες της μη έγκαιρης καταβολής του οφειλόμενου ασφαλίστρου, γ) ενημερώνουν τον πελάτη για τα δικαιώματα εναντίωσης, υπαναχώρησης και καταγγελίας του συμβολαίου του και του χορηγούν τα σχετικά έντυπα με απόδειξη παραλαβής, δ) ενημερώνουν τον πελάτη αν παύσουν να ασκούν τη δραστηριότητα ασφαλιστικής διανομής, ε) προωθούν μόνο προϊόντα ασφαλιστικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται νόμιμα στην Ελλάδα.
4. Οι διανομείς ασφαλιστικών προϊόντων απαγορεύεται να χρησιμοποιούν μεθόδους αθέμιτου ανταγωνισμού, καθώς και αθέμιτες, παράνομες ή παραπλανητικές πράξεις και πρακτικές. Απαγορεύεται ιδίως να: α) παρουσιάζουν παραπλανητικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο ως προς το ισχύον τιμολόγιο και τους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης, β) υπόσχονται στον πελάτη καλύψεις που δεν περιλαμβάνονται στο ασφαλιστικό προϊόν που προωθούν, ή αποκρύπτουν κινδύνους που φέρει ο πελάτης ή/και κόστος που τον επιβαρύνει, γ) δημιουργούν, αναπαράγουν και διαδίδουν δηλώσεις και φήμες που δεν στηρίζονται σε επίσημα δημοσιοποιημένα στοιχεία και που γίνονται ενσυνείδητα και αφορούν την οικονομική κατάσταση ή/και την κατάρτιση και την εν γένει ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχονται από άλλους διανομείς ή άλλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις, δ) προσφέρουν εκπτώσεις ή ειδικά ευεργετήματα με στόχο τη σύναψη ασφαλιστήριου συμβολαίου, ε) διαφημίζουν εκπτώσεις, ωφελήματα ή και παροχές που δεν ανταποκρίνονται στα ισχύοντα τιμολόγια και όρους των ασφαλιστικών συμβολαίων, στ) διακρίνουν μεταξύ πελατών που έχουν τις ίδιες προϋποθέσεις ασφάλισης, ζ) παραποιούν, αλλοιώνουν και με οποιονδήποτε τρόπο παρεμβαίνουν στη μορφή ή στο περιεχόμενο εγγράφων που αφορούν την ασφαλιστική σύμβαση, όπως αιτήσεων, ασφαλιστηρίων συμβολαίων και αποδείξεων είσπραξης ασφαλίστρου, η) εισπράττουν ασφάλιστρο χωρίς να προβούν στις αναγκαίες ενέργειες για τη σύναψη σύμβασης ασφάλισης, θ) παραδίδουν στον πελάτη μη γνήσιο ασφαλιστήριο συμβόλαιο.
5. Οι διανομείς ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών προϊόντων τηρούν τις υποχρεώσεις των άρθρων 27 έως 40, προσυμβατικά και σε κάθε αλλαγή επιμέρους όρων, ασφαλιστικού προϊόντος ή ασφαλιστικής επιχείρησης.
6. Οι διανομείς ασφαλιστικών προϊόντων αναρτούν, σε εμφανές σημείο στο γραφείο των υπαλλήλων τους που συμμετέχουν άμεσα στις δραστηριότητες διανομής, πινακίδα με τα στοιχεία των υπαλλήλων αυτών, που αναγράφει ότι οι εν λόγω υπάλληλοι κατέχουν τα απαραίτητα προσόντα για τη διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, με ειδική μνεία αν, κατά περίπτωση, επιτρέπεται να προωθούν ασφαλιστήρια με επενδυτικά χαρακτηριστικά.
7. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 2251/1994 (Α΄ 191), οι πληροφορίες που σχετίζονται με το αντικείμενο του παρόντος, περιλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, που απευθύνονται από διανομέα ασφαλιστικών προϊόντων σε πελάτη ή δυνητικό πελάτη, είναι αμερόληπτες, σαφείς και μη παραπλανητικές. Οι διαφημιστικές ανακοινώσεις πρέπει πάντοτε να αναγνωρίζονται σαφώς ως τέτοιες.
8. Οι διανομείς ασφαλιστικών προϊόντων δεν αμείβονται ούτε αμείβουν ή αξιολογούν την απόδοση των υπαλλήλων τους κατά τρόπο που έρχεται σε σύγκρουση με το καθήκον τους να ενεργούν προς το συμφέρον του πελάτη. Ειδικότερα, ο διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων δεν προβαίνει σε καμία εμπορική συμφωνία ή συνεργασία από την οποία να απορρέει αμοιβή, πωλησιακός στόχος ή οικονομικό όφελος του διανομέα υπό οποιαδήποτε άλλη μορφή που θα αποτελούσε κίνητρο για τον ίδιο ή τους υπαλλήλους του να συστήσουν ένα συγκεκριμένο ασφαλιστικό προϊόν σε πελάτη, ενώ θα μπορούσαν να προσφέρουν διαφορετικό ασφαλιστικό προϊόν, το οποίο θα ικανοποιούσε καλύτερα τις ανάγκες του πελάτη.
9. Με απόφαση της εποπτικής αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να παρέχονται διευκρινίσεις, να καθορίζονται πρόσθετες υποχρεώσεις πληροφόρησης, ενημέρωσης και δεοντολογίας πέραν των προβλεπόμενων στα άρθρα 27 ως 40, να παρέχονται πρότυπα για την τυποποίηση της παρεχόμενης ενημέρωσης στον πελάτη, ιδίως για τη μορφή, την έκταση και το περιεχόμενό της και να ορίζονται οι διοικητικές κυρώσεις για την παράβαση των διατάξεων της ανωτέρω απόφασης.
Άρθρο 28: Γενικές πληροφορίες που παρέχει ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή η ασφαλιστική επιχείρηση
Το άρθρο 28 καθορίζει τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στους πελάτες πριν από τη σύναψη μιας ασφαλιστικής σύμβασης. Αυτές περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την ταυτότητα και τη διεύθυνση του διανομέα, την κατηγορία του διανομέα (π.χ., ασφαλιστικός πράκτορας, μεσίτης), τη φύση της αμοιβής που λαμβάνει σε σχέση με τη σύμβαση ασφάλισης, καθώς και αν εργάζεται βάσει αμοιβής που καταβάλλεται απευθείας από τον πελάτη ή βάσει προμήθειας που περιλαμβάνεται στο ασφάλιστρο. Η παροχή αυτών των πληροφοριών διασφαλίζει τη διαφάνεια και επιτρέπει στους πελάτες να λαμβάνουν ενημερωμένες αποφάσεις.
Άρθρο 28 Γενικές πληροφορίες που παρέχει ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή η ασφαλιστική επιχείρηση (Άρθρο 18 της Οδηγίας)
1. Ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής γνωστοποιεί εγκαίρως και πριν από τη σύναψη μιας ασφαλιστικής σύμβασης τις εξής πληροφορίες προς τον πελάτη: α) την ταυτότητά του, τη διεύθυνσή του, το γεγονός ότι είναι ασφαλιστικός διαμεσολαβητής και την συγκεκριμένη κατηγορία στην οποία είναι εγγεγραμμένος, β) τον αριθμό ειδικού μητρώου στο οποίο είναι εγγεγραμμένος και το διαδικτυακό σύνδεσμο προς το Ενιαίο Σημείο Πληροφόρησης της παραγράφου 10 του άρθρου 19, ώστε ο πελάτης να είναι σε θέση να εξακριβώσει την εγγραφή του, γ) ότι παρέχει συμβουλή για τα πωλούμενα ασφαλιστικά προϊόντα, δ) τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 10, οι οποίες επιτρέπουν στον πελάτη και άλλους ενδιαφερομένους να υποβάλλουν καταγγελίες για τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές, και τις διαδικασίες εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών που αναφέρονται στο άρθρο 11, ε) αν ο διαμεσολαβητής εκπροσωπεί τον πελάτη ή αν ενεργεί για λογαριασμό και στο όνομα της ασφαλιστικής επιχείρησης, στ) αν επιτρέπεται να προωθεί επενδυτικά προϊόντα βασιζόμενα σε ασφάλιση, ζ) αν του έχει δοθεί από την ασφαλιστική επιχείρηση εντολή είσπραξης ασφαλίστρων από τον πελάτη για λογαριασμό της. Επιπλέον όσων προβλέπονται στην παράγραφο 1, ο μεσίτης ασφαλίσεων πληροφορεί τον πελάτη ότι παρέχει αμερόληπτη και προσωπική ανάλυση των προϊόντων που προωθούνται στην ελληνική αγορά. Για το σκοπό της παροχής αμερόληπτης και προσωπικής ανάλυσης, ο μεσίτης ασφαλίσεων αναλύει επαρκώς μεγάλο αριθμό ασφαλιστικών συμβάσεων και προϊόντων που διατίθενται στην αγορά, ώστε να είναι σε θέση να συστήσει με εξατομικευμένα και επαγγελματικά κριτήρια τη σύμβαση ασφάλισης που ανταποκρίνεται καλύτερα στις απαιτήσεις και τις ανάγκες του πελάτη.
2. Η ασφαλιστική επιχείρηση κατά τη δραστηριότητα διανομής ασφαλιστικών προϊόντων γνωστοποιεί εγκαίρως και πριν από τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης τις εξής πληροφορίες προς τον πελάτη: α) την επωνυμία και την έδρα της, καθώς και το γεγονός ότι είναι ασφαλιστική επιχείρηση, β) ότι παρέχει συμβουλή για τα πωλούμενα προϊόντα, γ) τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 10, οι οποίες επιτρέπουν στον πελάτη και άλλους ενδιαφερομένους να υποβάλλουν καταγγελίες για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, δ) τις διαδικασίες εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών που αναφέρονται στο άρθρο 11.
3. Η ασφαλιστική επιχείρηση διαθέτει έγγραφο αίτησης ασφάλισης και το παρέχει δωρεάν στους διανομείς των προϊόντων της. Πριν από τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης, οι διανομείς συμπληρώνουν την αίτηση ασφάλισης βάσει των στοιχείων που παρέχει ο πελάτης, λαμβάνουν την υπογραφή του πελάτη επ’ αυτής και παραδίδουν το μεν πρωτότυπο στην ασφαλιστική επιχείρηση που αναλαμβάνει τον κίνδυνο, το δε αντίγραφό της στον πελάτη. Η αίτηση ασφάλισης, όπως και το ασφαλιστήριο συμβόλαιο που εκδίδεται στη συνέχεια, πέραν των όσων ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2496/1997 (Α΄ 87), περιέχουν κατά περίπτωση τα εξής: α) την επωνυμία, τον Α.Φ.Μ. και τον αριθμό ειδικού μητρώου του μεσίτη, του πράκτορα ή του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή δευτερεύουσας δραστηριότητας που έρχεται σε άμεση επαφή με τον πελάτη για τη διανομή του ασφαλιστικού προϊόντος, β) τα στοιχεία της περίπτωσης α΄ που αφορούν το μεσίτη, τον πράκτορα ή τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή δευτερεύουσας δραστηριότητας που διατηρεί σύμβαση με την ασφαλιστική επιχείρηση, αν αυτός είναι διαφορετικός από αυτόν που αναφέρεται στην περίπτωση α΄, γ) τα στοιχεία της περίπτωσης α΄ που αφορούν το συντονιστή του ασφαλιστικού πράκτορα.
4. Αν η ασφαλιστική επιχείρηση παρέχει εξουσιοδότηση και δίδει εντολή σε ασφαλιστικό διαμεσολαβητή να προβαίνει στην είσπραξη ασφαλίστρων από τον πελάτη για λογαριασμό της, και εφόσον η καταβολή των ασφαλίστρων δεν αποδεικνύεται από άλλα ισοδύναμα μέσα, όπως καταθετήρια σε τραπεζικό λογαριασμό και αποδεικτικά πληρωμής στα ΕΛ.ΤΑ., ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής παραδίδει στον πελάτη: α) είτε τη νόμιμη απόδειξη είσπραξης ασφαλίστρων που εξέδωσε η ασφαλιστική επιχείρηση, β) είτε υπογεγραμμένη απόδειξη που εκδίδει ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, η οποία περιλαμβάνει την ημερομηνία έκδοσης της απόδειξης και είσπραξης των ασφαλίστρων, τα πλήρη φορολογικά και επαγγελματικά στοιχεία του εισπράξαντος, την επωνυμία της ασφαλιστικής επιχείρησης για λογαριασμό της οποίας εισπράττει τα ασφάλιστρα, τα πλήρη στοιχεία εξατομίκευσης του πελάτη, τα καταβληθέντα από τον πελάτη ασφάλιστρα, καθώς και σύντομη περιγραφή της ασφάλισης για την οποία καταβλήθηκαν τα ασφάλιστρα. Οι παραπάνω αποδείξεις είναι τριπλότυπες, ένα αντίγραφο παραδίδεται στον πελάτη, το δεύτερο στην ασφαλιστική επιχείρηση και το τρίτο τηρείται σε αρχείο από τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή. Το αρχείο μπορεί να τηρείται και σε ηλεκτρονική μορφή.
5. Απαγορεύεται η εξουσιοδότηση για την είσπραξη ασφαλίστρων από τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή σε οποιονδήποτε τρίτο χωρίς τη γραπτή συναίνεση της ασφαλιστικής επιχείρησης, για λογαριασμό της οποίας ενεργείται η είσπραξη.
Άρθρο 30: Παροχή συμβουλών και πρότυπα πωλήσεων
Το άρθρο 30 επικεντρώνεται στην υποχρέωση των διανομέων να παρέχουν κατάλληλες συμβουλές στους πελάτες τους. Πριν από τη σύναψη μιας ασφαλιστικής σύμβασης, ο διανομέας πρέπει να προσδιορίσει τις απαιτήσεις και τις ανάγκες του πελάτη, λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που παρέχει ο ίδιος ο πελάτης. Οι προτεινόμενες συμβάσεις πρέπει να είναι σύμφωνες με τις συγκεκριμένες ανάγκες και απαιτήσεις του πελάτη. Επιπλέον, όταν παρέχονται συμβουλές, ο διανομέας οφείλει να παρέχει εξατομικευμένη σύσταση, εξηγώντας γιατί ένα συγκεκριμένο προϊόν ταιριάζει καλύτερα στις ανάγκες του πελάτη. Αυτό διασφαλίζει ότι οι πελάτες λαμβάνουν προϊόντα που ανταποκρίνονται στις προσωπικές τους συνθήκες και προσδοκίες.
Άρθρο 30 Παροχή συμβουλών και πρότυπα πωλήσεων (Άρθρο 20 της Οδηγίας)
1. Πριν από την σύναψη σύμβασης ασφάλισης, ο διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων προβαίνει στα εξής: α) προσδιορίζει τις απαιτήσεις και τις ανάγκες του πελάτη, βάσει των πληροφοριών που του παρέχει ο πελάτης. Το προτεινόμενο ασφαλιστικό προϊόν και κάθε προτεινόμενη ασφαλιστική σύμβαση πρέπει να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις και τις ανάγκες του πελάτη, β) επεξηγεί στον πελάτη τα χαρακτηριστικά του ασφαλιστικού προϊόντος με τρόπο αντικειμενικό και κατανοητό, που του επιτρέπει να επιλέξει ασφαλιστικό προϊόν και να αποφασίσει για τη σύναψη της σύμβασης ασφάλισης, αφού έχει επαρκώς ενημερωθεί για τις ασφαλιστικές καλύψεις και για τα εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Ειδικά κατά τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων των κλάδων ασφάλισης της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4364/2016, ο διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων παραδίδει επιπροσθέτως το έγγραφο πληροφοριών της παραγράφου 3, γ) παρέχει στον πελάτη συμβουλή για συγκεκριμένο ασφαλιστικό προϊόν ή συγκεκριμένη ασφαλιστική σύμβαση και εξηγεί στον πελάτη τους λόγους για τους οποίους το προτεινόμενο προϊόν ικανοποιεί καλύτερα τις απαιτήσεις και τις ανάγκες του. Η συμβουλή παρέχεται με έναν από τους τρόπους που προβλέπονται στο άρθρο 33, δ) ειδικά ο μεσίτης ασφαλίσεων, επιπλέον των ανωτέρω, παραδίδει στον πελάτη τη σύμβαση της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 5.
2. Οι διευκρινίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διαφοροποιούνται ανάλογα με το σύνθετο χαρακτήρα του προτεινόμενου ασφαλιστικού προϊόντος και τον τύπο του πελάτη.
3. Η ασφαλιστική επιχείρηση συντάσσει έγγραφο πληροφοριών για το ασφαλιστικό προϊόν, το οποίο διανέμεται σε χαρτί ή σε άλλο σταθερό μέσο.
4. Το έγγραφο πληροφοριών για το ασφαλιστικό προϊόν: α) είναι σύντομο και χωριστό έγγραφο, β) είναι σαφές και ευανάγνωστο, με χαρακτήρες αναγνώσιμου μεγέθους, γ) παραμένει ευανάγνωστο, είτε παραδίδεται έγχρωμο,είτε σε ασπρόμαυρο αντίγραφο, δ) συντάσσεται στην ελληνική γλώσσα, με την επιφύλαξη αντίθετης συμφωνίας, ε) είναι ακριβές και μη παραπλανητικό, στ) φέρει τον τίτλο «έγγραφο πληροφοριών για το ασφαλιστικό προϊόν» στο πάνω μέρος της πρώτης σελίδας, ζ) περιλαμβάνει δήλωση ότι δεν υποκαθιστά ούτε την προβλεπόμενη από την κείμενη νομοθεσία προσυμβατική ενημέρωση, ούτε την ασφαλιστική σύμβαση και τους γενικούς και ειδικούς όρους της.
5. Το έγγραφο πληροφοριών για το ασφαλιστικό προϊόν περιέχει τις εξής πληροφορίες: α) το είδος της ασφάλισης, καθώς και την ονομασία του προϊόντος, εφόσον υφίσταται, β) περίληψη της ασφαλιστικής κάλυψης, συμπεριλαμβανομένων των κύριων ασφαλιζόμενων κινδύνων, του ασφαλιζόμενου ποσού και, όπου έχει εφαρμογή, του γεωγραφικού πεδίου, καθώς και περίληψη των εξαιρούμενων κινδύνων, γ) λεπτομέρειες για τον τρόπο και το χρόνο καταβολής του ασφαλίστρου, δ) τις περιπτώσεις για τις οποίες η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να αρνηθεί την καταβολή αποζημίωσης, πέραν των εξαιρούμενων κινδύνων, ε) τις υποχρεώσεις του λήπτη της ασφάλισης κατά την έναρξη της ασφαλιστικής σύμβασης, στ) τις υποχρεώσεις του λήπτη της ασφάλισης κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης, ζ) τις υποχρεώσεις του λήπτη της ασφάλισης σε περίπτωση αξίωσης για αποζημίωση, η) τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης παραθέτοντας σχετικό παράδειγμα με τις ημερομηνίες έναρξης και λήξης της σύμβασης, θ) τον τρόπο καταγγελίας της σύμβασης από το λήπτη της ασφάλισης.
Συνολικά, τα προαναφερθέντα άρθρα του Νόμου 4583/2018 θεσπίζουν ένα πλαίσιο που προάγει τη διαφάνεια, την επαγγελματική δεοντολογία και την προστασία των καταναλωτών στον τομέα της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης.
ΠΗΓΗ:
Νόμος 4583/2018 (Κωδικοποιημένος) – ΦΕΚ Α 212/18.12.2018