Νίκος Ξυλούρης Ο Αρχάγγελος της Κρήτης .Σαν σήμερα πριν 44 χρόνια πέταξε στον ουρανό των Κρητικών Ορέων
Έβαλε ο Θεός σημάδι παληκάρι στα Σφακιά...
Η ψυχή της Κρήτης δε βρίσκεται στα τουριστικά μέρη. Βρίσκεται στα βουνά της. Στην αίσθηση της ελευθερίας και στην κουζουλάδα των ανθρώπων της που πάντα τα έβαζαν με στρατούς ισχυρότερους για να κερδίσουν με αίμα τη λευτεριά τους. Βρίσκεται στον Βιτσέντζο Κορνάρο. Στον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. Στον Νίκο Καζαντζάκη. Στον Μανώλη Πασπαράκη. Η ψυχή της Κρήτης βρίσκεται στο πρόσωπο και τη φωνή του Νίκου Ξυλούρη.
Και εκείνη την καταραμένη 8η Φεβρουαρίου του 1980 η Κρήτη έχασε ένα κομμάτι της ψυχής της. Έχασε ένα από τα πιο άξια κοπέλια της. Μπορεί να λέμε πως ο Νίκος ο Ξυλούρης ζει μέσα από το έργο του αλλά, αλίμονο, ο «Ψαρονίκος» έφυγε νωρίς. Πολύ νωρίς. Και άφησε στα μισά την αποστολή του στη γη. Και αυτό οι Κρήτες το γνωρίζουν. Γι’ αυτό και όταν «έβαλε ο θεός σημάδι» τον Ξυλούρη, έκλαψαν σαν να έχασαν έναν άνθρωπο δικό τους. Θρήνησαν σαν να χτύπησε ο χάρος το δικό τους σπιτικό. Συμπληρώνονται σήμερα 44 χρόνια από την ημέρα που ο Νίκος Ξυλούρης έφυγε από τη ζωή. Όσα και τα χρόνια που έζησε. Μόνο που τα 44 χρόνια που έζησε ήταν λίγα. Αυτά τα 44 που λείπει είναι πολλά.
«Πώς να σωπάσω μέσα μου την ομορφιά του κόσμου;»
Ο Νίκος Ξυλούρης γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου 1936. Τόπος γέννησης τα αδούλωτα Ανώγεια. Στις 13 Αυγούστου του 1941 οι Ναζί, εξοργισμένοι από τα διαδοχικά σαμποτάζ των Κρητών που είχαν βγει στα βουνά, μπαίνουν στ’ Ανώγεια και τα καίνε. Οι κάτοικοι του ιστορικού χωριού αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να μεταναστεύσουν στην κοντινή κοιλάδα του Μυλοποτάμου, μέχρι να περάσει η «μπόρα».
Ανάμεσα σε αυτούς και ο 5χρονος Νίκος Ξυλούρης ο οποίος από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, γνώρισε τις δυσκολίες, τη φτώχεια και την ανέχεια. Όταν η «μπόρα» του πολέμου πέρασε, οι Ανωγειανοί, ανάμεσα σε αυτούς και οι Ξυλούρηδες, επιστρέφουν στο κατεστραμμένο χωριό τους και προσπαθούν από τις στάχτες του να το αναγεννήσουν. Όσοι μπόρεσαν έστειλαν τα παιδιά τους σε συγγενείς στο Ηράκλειο, στο Ρέθυμνο ή στα Χανιά. Στις μεγάλες πόλεις τα πράγματα ήταν λίγο καλύτερα.
Ο μικρός Νίκος Ξυλούρης πηγαίνει στο Ηράκλειο για να μάθει γράμματα. Το σχολείο, όμως, μοιάζει με αγγαρεία και ο 10χρονος τότε Νίκος «μαγεύεται» από τον ήχο της λύρας. Εγκαταλείπει το σχολείο μόλις στη Γ δημοτικού και αρχίζει τις σπουδές στη μουσική δίπλα στον σπουδαίο Λεωνίδα Κλάδο. Ο πατέρας του Νίκου, αρχικά είχε τις ενστάσεις του, ωστόσο, ο δάσκαλος του μικρού, Μενέλαος Δραμουντάνης, που τον είχε ακούσει να παίζει, τον έπεισε να του αγοράσει μια λύρα και να τον αφήσει να ακολουθήσει αυτό που αγαπά.
Έτσι και έγινε. Σταδιακά αρχίζει και παίζει λύρα σε γάμους, βαπτίσεις και τοπικά γλέντια. Σε ηλικία 17 χρονών πιάνει δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Κάστρο» και βγάζει τα πρώτα του λεφτά τα οποία, ωστόσο, αρκούν μόνο για να… επιβιώνει. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο Νίκος Ξυλούρης είχε καταφέρει να φτιάξει ένα όνομα που του επέτρεπε να παίζει σε όλο και περισσότερα γλέντια.
Λίγο μετά το γάμο του, το Νοέμβριο του ’58, με την αγαπημένη του Ουρανία, τη σύντροφο μιας ολόκληρης ζωής, το ζευγάρι φεύγει από την Κρήτη και μετακομίζει στην Αθήνα προκειμένου ο Ξυλούρης να κυνηγήσει όσες πιθανότητες είχε για μια καριέρα. Εκείνη τη χρονιά ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο 78 στροφών με την εταιρία «Odeon», με τα τραγούδια «Μια μαυροφόρα που περνά» και το «Δεν κλαιν οι δυνατές καρδιές». Λεφτά δεν υπήρχαν για να πάρει τραγουδίστρια που θα έκανε δεύτερη φωνή και έτσι τον ρόλο αυτό αναλαμβάνει η Ουρανία. Η αμοιβή του ήταν 150 δραχμές.
«Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γης τόνε τρομάζει»
Ήταν η αρχή μιας ξέφρενης πορείας που οδήγησε το Νίκο Ξυλούρη στον Ψηλορείτη του ελληνικού τραγουδιού. Ακολούθησαν οι δίσκοι «Ανυφαντού», «Χρονικό», «Ριζίτικα», «Διάλειμμα», «Ιθαγένεια», «Ο Στρατής Θαλασσινός ανάμεσα στους Αγάπανθους», «Καπνισμένο τσουκάλι», «Κύκλος Σεφέρη», «Ερωτόκριτος», «Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι», «Διόνυσε καλοκαίρι μας», «Συλλογή», «Κομέντια», «Συμφωνία της Γιάλτας και της πικρής αγάπης τα τραγούδια» και πολλοί άλλοι, που περιελάμβαναν τραγούδια παραδοσιακά, έντεχνα και λαϊκά. Έβαλε την Κρητική μουσική σε κάθε σπίτι από τη μια γωνιά της Ελλάδας μέχρι την άλλη.
Εμφανιζόταν με την ίδια ευκολία σε μπουάτ (οι εμφανίσεις στη θρυλική «Λήδρα» στην Πλάκα, έχουν μείνει στην ιστορία), σε κρητικά γλέντια αλλά και σε μεγάλους χώρους στο εξωτερικό. Χαρακτηρίστηκε ο «τραγουδιστής των ποιητών», αφού ερμήνευσε έργα των Ρίτσου, Σολωμού, Καρυωτάκη, Παλαμά, Βάρναλη, Αλεξάνδρου, Σεφέρη, Χριστοδούλου, Κορνάρου, Ελύτη. Συνεργάστηκε με τους Μαρκόπουλο, Ξαρχάκο, Χατζιδάκι, Χάλαρη, Γκάτσο, Βαμβακάρη, Λεοντή και πολλούς άλλους.
Το καλοκαίρι του 1973 ο Νίκος Ξυλούρης κάνει το ντεμπούτο του στο θεατρικό σανίδι. Κρατά τον καθοριστικό ρόλο του τραγουδιστή στην παράσταση «Το μεγάλο μας τσίρκο» που ανεβάζουν η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος στο θέατρο «Αθήναιον». Αδάμαστη ψυχή, με συγκλονιστική φωνή, γίνεται σύμβολο αντίστασης την περίοδο της χούντας και στην εξέγερση του Πολυτεχνείου βρίσκεται δίπλα στους φοιτητές και τραγουδάνε όλοι μαζί το «Αδάμαστη ψυχή».
Στη μεταπολίτευση πια ο Ψαρονίκος είναι η φωνή της Ελλάδας, της Κρήτης. Ένα ζωντανό σύμβολο. Μέσα σε όλη αυτή την ξέφρενη πορεία με τις δύσκολες αλλά και τις εύκολες στιγμές, ο Νίκος και η Ουρανία ζουν ευτυχισμένοι και αποκτούν δύο παιδιά. Τον Γιώργη (το 1960) και τη Ρηνιώ (το 1966).
ον Μάιο του 1979, ωστόσο, ο Θεός βάζει σημάδι το παλικάρι… Ο Νίκος Ξυλούρης μαθαίνει ότι έχει καρκίνο. Τελευταίο τραγούδι που μπόρεσε να ηχογραφήσει ήταν το «χαμένη αγάπη» σε στίχους του Σταύρου Ξαρχάκου. Είναι αυτό το τραγούδι που στην εποχή μας έκανε ξανά επιτυχία, μέσω της επιτυχημένης σειράς του Alpha, «Σασμός». Παλεύει με τον χάροντα, όσο μπορεί. Η μάχη είναι άνιση και τελικά τη χάνει σε ηλικία 44 ετών. Στις 8 Φεβρουαρίου 1980. Ημέρα Παρασκευή, όπως έλεγε και η μαντινάδα σε ένα από τα τραγούδια του. «Μια μέρα, μια Παρασκευή, θα πέσω να πεθάνω και μια Λαμπρή θ’ αναστηθώ από το χώμα απάνω».
«Ποιος θα σου δώσει αγάπη μου το τελευταίο φιλί μου;»
Το 2023 ο σπουδαίος Σταύρος Ξαρχάκος έδωσε δυο συναυλίες στη μνήμη του Νίκου Ξυλούρη. Και στις δυο αυτές συναυλίες (μια στο Ηρώδειο και μια ακόμα στο κλειστό του Γαλατσίου) έδωσε το παρών η κ. Ουρανία. Σε μια από αυτές, για πρώτη φορά, εμφανίστηκε φορώντας στο κεφάλι της το σαρίκι του «Ψαρονίκου». Συγκινημένη μίλησε στους ανθρώπους για τον «Νίκο της» που είναι και «Νίκος μας». Παλιά τη συναντούσε κανείς στο δισκάδικο της οδού Πανεπιστημίου. Χωμένο σε μια μικρή στοά απέναντι από τα Προπύλαια. Φιγούρα σεμνή. Ντυμένη, πάντα, στα μαύρα. Σε υποδεχόταν με χαμόγελο ανάμεσα στα πορτραίτα, τις αφίσες και τους δίσκους του Ξυλούρη. Του μεγάλου έρωτα της ζωή της.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο Νίκος Ξυλούρης είχε καταφέρει να φτιάξει ένα όνομα που του επέτρεπε να παίζει σε όλο και περισσότερα γλέντια. Ένα από αυτά έγινε στο χωριό Βενεράτο του Ηρακλείου. Ήταν οι αποκριές του 1956 και ο Νίκος ήταν πλέον 20 ετών.
Κάποια στιγμή και ενώ το γλέντι έχει ανάψει ο Ξυλούρης εντοπίζει μέσα στο πλήθος μια όμορφη κοπέλα. Οι ματιές τους διασταυρώνονται και ο έρωτας είναι κεραυνοβόλος. Τα ήθη της εποχής, ωστόσο, δεν επιτρέπουν στους δυο νέους να έρθουν σε επαφή. Όλο το «παιχνίδι» γίνεται με τα μάτια. Το γλέντι τελειώνει αλλά ο Ξυλούρης δεν έχει καμία διάθεση να εγκαταλείψει τη μάχη τόσο εύκολα. Μαθαίνει ποιο είναι το σπίτι της κοπελιάς και σχεδόν κάθε βράδυ πηγαίνει κάτω από το παράθυρό της και με τη λύρα του, της κάνει καντάδες, σκαρφίζοντας μαντινάδες αγάπης και έρωτα.
Αυτό κράτησε για σχεδόν δυο ολόκληρα χρόνια! Όταν κάποια στιγμή οι δυο τους κατάφεραν να συναντηθούν τυχαία στο δρόμο αποφάσισαν πως θέλουν να παντρευτούν. Υπήρχε, ωστόσο, ένα μεγάλο πρόβλημα. Ο Νίκος ήταν ένας φτωχός και άσημος λυράρης, ενώ η Ουρανία κόρη μιας πλούσιας οικογένειας. Εμπόδιο ανυπέρβλητο στα μάτια πολλών.
Όχι όμως και του Ξυλούρη ο οποίος στις 21 Μάη του 1958 κάνει αυτό που εκείνη την εποχή στην Κρήτη έμοιαζε με… παράδοση. Αν θέλει η νύφη και ο γαμπρός τότε ο γαμπρός «κλέβει» τη νύφη! Ο Νίκος παίρνει την όμορφη κοπέλα στ’ Ανώγεια και όλοι περιμένουν την αντίδραση της οικογένειας της Ουρανίας.
Αμέτρητες οι επιτυχίες του