NOMIKA ΘΕΜΑΤΑ

Το παραδεκτό της ανακοπής ερημοδικίας: Άρθρο 501 ΚΠολΔ


Της Δωροθέας Λυπηρίδου, 

Η ανακοπή ερημοδικίας είναι το τακτικό ένδικο μέσο, που χρήζει εφαρμογής από τον διάδικο σε περίπτωση που το δικαστήριο εκδώσει ερήμην απόφαση, έπειτα από την ερήμην εκδίκαση του ιδίου, χωρίς, ωστόσο, υπαιτιότητα αυτού. Με την ανακοπή ερημοδικίας αποσκοπούμε στην εξαφάνιση της ερήμην αποφάσεως και στην εκ νέου συζήτηση της υποθέσεως. Το νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο διέπει την ανακοπή ερημοδικίας αφορά στα άρθρα 501-510 ΚΠολΔ, ενώ παράλληλα εφαρμόζονται και οι διατάξεις για τις γενικές αρχές των ένδικων μέσων 495-500 ΚΠολΔ.

Σύμφωνα με το άρθρο 501 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας «Ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται, αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας». Για το παραδεκτό της άσκησης μιας αιτιολογημένης σε κάθε περίπτωση ανακοπής ερημοδικίας, κρίνεται απαραίτητο να συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, με κύρια και βασικότερη την απόφαση που υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας. Ειδικότερα, το συγκεκριμένο ένδικο μέσο επιτρέπεται μόνο εναντίον αποφάσεων που εκδόθηκαν ερήμην κατά την τακτική διαδικασία ή τις ειδικές διαδικασίες αντίστοιχα. Οι οριστικές και εν μέρει οριστικές αποφάσεις, ως προς τις οριστικές τους διατάξεις, είναι αυτές που κατά κύριο λόγο επιδέχονται άσκησης ανακοπής ερημοδικίας. Αποφάσεις που εκδίδονται επί εφέσεως, αναψηλαφήσεως, ανακοπής και τριτανακοπής, μπορούν επίσης να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 501, όπως αναφέρθηκαν παραπάνω.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: cqfavocat

Προϋποτίθεται ταυτόχρονα να συντρέχει νομιμοποίηση του προσώπου που την ασκεί. Δικαίωμα έχει κάθε διάδικος που δικάσθηκε ερήμην, χωρίς υπαιτιότητα του, τόσο κατά την πρωτοβάθμια, όσο και την δευτεροβάθμια δίκη, κατά του αντιδίκου, από τον οποίο ο ανακόπτων έχει έννομο συμφέρον, σε περίπτωση εξαφάνισης της αποφάσεως που εκδόθηκε ερήμην και με την εκ νέου συζήτηση της υποθέσεως. Σημαντικό είναι να αναφέρουμε πως σε περίπτωση κύριας παρέμβασης, ο κυρίως παρεμβαίνων νομιμοποιείται ως προς την άσκηση της. Αντιλαμβανόμαστε, επομένως, πως πέρα από τα παραπάνω επιβάλλεται να συντρέχει και το έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος, το οποίο πρέπει να υπάρχει κατά τον χρόνο ασκήσεως αλλά και συζητήσεως της ανακοπής ερημοδικίας. Με λίγα λόγια ο διάδικος, που μετατρέπεται σε ανακόπτων με την άσκηση του ένδικου μέσου, θα πρέπει να βλάπτεται με κάποιον τρόπο από την ερήμην απόφαση που εκδόθηκε σε βάρος του, και η ανακοπή ερημοδικίας να κρίνεται ως το κατάλληλο μέσο για την αποφυγή της βλάβης αυτής.

Βασικό, επίσης, ζήτημα, είναι η εμπρόθεσμη άσκηση της ανακοπής ερημοδικίας. Θα ήταν άδικο, να μπορούσε ο καθένας ανά πάσα ώρα και στιγμή να μπορεί να ανατρέπει αποφάσεις και να τις δικάζει εκ νέου. Ως εκ τούτου, για τον ερημοδικασθέντα διάδικο που διαμένει στην Ελλάδα η προθεσμία ανακοπής είναι δεκαπέντε μέρες από την επίδοση της ερήμην αποφάσεως σε αυτόν, ενώ για αυτόν που διαμένει στο εξωτερικό ή είναι αγνώστου διαμονής, εξήντα μέρες, που τρέχουν από την τελευταία δημοσίευση σε εφημερίδα του αποδεικτικού της επιδόσεως της ερήμην αποφάσεως στον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών. Σε περίπτωση δε εκπρόθεσμης άσκησης, συνάγεται απουσία διαδικαστικής προϋπόθεσης και η ανακοπή απορρίπτεται.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: WilliamCho

Τέλος, σε κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζουμε και το νομότυπο της ανακοπής ερημοδικίας, η οποία, όπως και κάθε άλλο ένδικο μέσο, ασκείται με κατάθεση αυτοτελούς εγγράφου στο δικαστήριο, από το οποίο προήλθε η προσβαλλόμενη απόφαση. Στο παρόν δικόγραφο, βάσει του άρθρου 505 ΚΠολΔ, απαιτείται να αναφέρονται οι λόγοι ανακοπής καθώς και να περιέχονται τα αναγκαία στοιχεία του δικογράφου, όπως αυτά προβλέπονται στα άρθρα 118-120 ΚΠολΔ. Κρίνεται αναγκαίο συνεπώς, να περιλαμβάνεται τουλάχιστον ένας σαφής και ορισμένος λόγος από όσους αναφέρονται στο άρθρο 501 ΚΠολΔ, ενώ είναι σημαντικό να επισημάνουμε πως νέοι λόγοι ανακοπής δεν μπορούν να προταθούν μέσω προτάσεων ή ιδιαίτερου δικογράφου, αλλά ούτε και προβλέπεται θεραπεία σε περίπτωση αοριστίας ενός εκ των λόγων.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Νικόλαος Θ. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Δ’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022

 

Related Articles

Αφήστε μια απάντηση

Back to top button