Αλλαγές στο εποπτικό πλαίσιο από το 2027 για τις ασφαλιστικές εταιρείες
Γράφει ο Θανάσης Κουκάκης

Μεταβολές στο εποπτικό καθεστώς των ασφαλιστικών εταιρειών αναμένεται να τεθούν σε ισχύ από τον Ιανουάριο του 2027, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος.
Η αναθεώρηση του πλαισίου Solvency II, μαζί με την εισαγωγή της νέας Οδηγίας για την ανάκαμψη και εξυγίανση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, αποτελούν δύο κρίσιμες θεσμικές παρεμβάσεις που, όπως υπογραμμίζεται, θα επηρεάσουν ουσιαστικά τον τρόπο λειτουργίας και εποπτείας των ασφαλιστικών φορέων στη χώρα.
Το αναθεωρημένο Solvency II στοχεύει αφενός στη μείωση του διοικητικού βάρους για τις μικρότερες και λιγότερο περίπλοκες επιχειρήσεις του κλάδου, εφαρμόζοντας την αρχή της αναλογικότητας. Έτσι, οι εταιρείες αυτές θα επωφεληθούν από ελαφρύτερες εποπτικές απαιτήσεις και μειωμένες υποχρεώσεις διακυβέρνησης, μειώνοντας κόστος και απελευθερώνοντας χρόνο της ανώτατης διοίκησης.
Παράλληλα, ανοίγει το ενδεχόμενο, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, για μείωση των ελάχιστων απαιτούμενων ιδίων κεφαλαίων. Μια τέτοια ρύθμιση ενδέχεται να ενισχύσει τη δυνατότητα των ασφαλιστικών εταιρειών να αναλάβουν περισσότερους κινδύνους και να διευρύνουν την παραγωγική και επενδυτική τους δραστηριότητα, ενισχύοντας την αποδοτικότητα προς όφελος των μετόχων τους.
Έμφαση δίνεται και στην ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των εποπτικών αρχών, προκειμένου να αντιμετωπιστούν προβλήματα που έχουν ανακύψει κυρίως από εταιρείες με έδρα εκτός Ελλάδας. Η νέα εποπτική προσέγγιση θα δώσει προτεραιότητα στην παρακολούθηση των διασυνοριακών δραστηριοτήτων, ειδικά σε περιπτώσεις ασφαλιστικών επιχειρήσεων που ανήκουν σε πολυεθνικούς ομίλους.
Παράλληλα, η Οδηγία για την ανάκαμψη και εξυγίανση των ασφαλιστικών εταιρειών εισάγει την υποχρέωση εκπόνησης σχεδίου ανάκαμψης από τις ίδιες τις επιχειρήσεις, ενώ προβλέπει και τη δυνατότητα σύνταξης σχεδίου εξυγίανσης σε συνεργασία της αρχής εξυγίανσης με την εποπτική αρχή. Οι νέες αυτές διατάξεις στοχεύουν στην πρόληψη και διαχείριση κρίσεων στον ασφαλιστικό κλάδο.
Παρά τις προκλήσεις, η εγχώρια ασφαλιστική αγορά εμφανίζει ισχυρούς δείκτες φερεγγυότητας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια των ασφαλιστικών εταιρειών διαμορφώθηκαν στα 3,8 δισ. ευρώ στο τέλος του 2024, έναντι απαιτήσεων φερεγγυότητας (SCR) ύψους 2,1 δισ. ευρώ. Το στοιχείο αυτό καταδεικνύει την υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια του κλάδου.
Ωστόσο, η κερδοφορία στις γενικές ασφαλίσεις εξακολουθεί να στηρίζεται κυρίως στα επενδυτικά αποτελέσματα. Ο δείκτης ζημιών (loss ratio) ανήλθε στο 52% στο εννεάμηνο του 2024, μειωμένος σε σχέση με το 56% του προηγούμενου έτους, λόγω και των πλημμυρών στη Θεσσαλία, ενώ ο δείκτης εξόδων παρέμεινε στο 47%.
Τέλος, η αγορά χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό συγκέντρωσης, με τις πέντε μεγαλύτερες εταιρείες να κατέχουν το 87% του κλάδου ζωής και το 61% των γενικών ασφαλίσεων.
Σημαντική είναι και η παρουσία εταιρειών με έδρα στο εξωτερικό, οι οποίες, είτε μέσω ελεύθερης παροχής υπηρεσιών είτε μέσω αντιπροσώπευσης, κατείχαν το 22% του μεριδίου στον κλάδο αυτοκινήτου στο εννεάμηνο του 2024, αυξημένο ελαφρώς από το 21% του 2023.
ΓράφειΘανάσης Κουκάκης