ΑΝΤΡΑΣBUSINESSNOMIKA ΘΕΜΑΤΑΑΣΦ. ΙΣΤΟΡΙΕΣΑΣΦΑΛΕΙΑΑΣΦΑΛΙΣΗΓΕΓΟΝΟΤΑΓΥΝΑΙΚΑΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣΕΠΙΧ/ΣΕΙΣκοινωνικάΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΟΙΚΟΝΟΜΙΑΠολιτικήΥΓΕΙΑ

«Δικαίωμα συμβολαίου» & «καθαρά ασφάλιστρα» Ένας επιεικώς άκαιρος προσωπικός προβληματισμός

Γράφει ο Γιάννης Δ. Περιστέρης, Αναλογιστής

Δημοσιεύω από το προσωπικό μου αρχείο το άρθρο που μου είχε αποστείλει 21 Απριλίου 2020 ο Γιάννης Δ. Περιστέρης, Αναλογιστής

Το πρωτότυπο είχε δημοσιευθεί στο facebook στην ομάδα των  Ενεργών Ασφαλιστών 22 Απριλίου 2020

 

Θέμα : «Δικαίωμα συμβολαίου» & «καθαρά ασφάλιστρα»
Ένας επιεικώς άκαιρος προσωπικός προβληματισμός

21 Απριλίου 2020

Υφιστάμενη Νομοθεσία
Το άρθρο 18 του Νόμου 4364/2026 αναφέρει ρητά ότι οι ασφαλιστικές εταιρίες που λειτουργούν
στην Ελλάδα διαμορφώνουν τα τιμολόγια, τους γενικούς και τους ειδικούς όρους ασφάλισης
σύμφωνα με τις τεχνοοικονομικές τους ανάγκες και κανένα από αυτά (τιμολόγια, όροι) δεν
υπόκειται σε προηγούμενη έγκριση, ούτε κοινοποιείται συστηματικά σε κάποια διοικητική αρχή.

Επίσης η υφιστάμενη ασφαλιστική νομοθεσία πουθενά δεν καθορίζει το τι οφείλει να
συμπεριλαμβάνει μια ασφαλιστική εταιρία σε εκείνο το τμήμα του εκάστοτε εισπρακτέου
ασφαλίστρου που το ονομάζει «ασφάλιστρο κινδύνου» (risk premium) ή «καθαρό ασφάλιστρο»
(net premium) ή «μικτό ασφάλιστρο» (gross premium) ή «δικαίωμα συμβολαίου» (policy fee).

Απλά στον παγκόσμιο ασφαλιστικό χώρο το ποσό που εισπράττει μια ασφαλιστική εταιρία από τον
policyholder ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου (στην Ελλάδα τον λέμε «Συμβαλλόμενο» ή «Λήπτη
της Ασφάλισης») για τα ασφαλιστικά προϊόντα που προσφέρει στους καταναλωτές-πελάτες της
ονομάζεται gross premium (στην Ελλάδα το λέμε «μικτό ασφάλιστρο») και λογικά περιλαμβάνει
τον V.A.T. (στην Ελλάδα τον λέμε Φόρο Ασφαλίστρων – Φ.Α.) που ανήκει εξ αρχής στις εκάστοτε
φορολογικές αρχές, καθώς και το υπόλοιπο ποσό που καταλήγει στη τσέπη της ασφαλιστικής
εταιρίας για να αντιμετωπίσει όλες τις διάφορες υποχρεώσεις της, συμπεριλαμβανομένων και
εκείνων που αφορούν έσοδα (τέλη, δικαιώματα & εισφορές) συγκεκριμένων οργανισμών, των
οποίων η ύπαρξη/δραστηριότητα συνδέεται με ορισμένες κατηγορίες/ομάδες ασφαλιστικών
κινδύνων, όπως είναι τα έσοδα για το Τ.Ε.Ο. (Ταμείο Εθνικής Οδοποιίας), το Γ.Δ.Α. (Γραφείο
Διεθνούς Ασφάλισης), το Ε.Κ. (Επικουρικό Κεφάλαιο), το Ε.Κ.Ζ. (Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής) και
τελευταία το Τ.Ε.Α.Ε.Α.Π.Α.Ε. (Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης, Επικουρικής Ασφαλιστών &
Προσωπικού Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων).

Το τρυκ με το «δικαίωμα συμβολαίου»

Για ευνόητους λόγους οι ασφαλιστικές εταιρίες επιδιώκουν να υπογράφουν συμβάσεις με τις
διάφορες κατηγορίες διαμεσολαβούντων όσο το δυνατόν πιο μακράς διάρκειας ισχύος.

Παράλληλα ο ανταγωνισμός μεταξύ τους τις υποχρεώνει σε τακτά χρονικά διαστήματα να
«φρεσκάρουν» τα προσχεδιασμένα ασφαλιστικά τους προϊόντα/προγράμματα ευρείας
κατανάλωσης & ετήσιας διάρκειας ισχύος, όχι μόνο όσον αφορά τις επιμέρους ασφαλιστικές τους
καλύψεις & ορισμένα ειδικά όρια & εξαιρέσεις που αυτές αναφέρουν στους όρους τους, αλλά και
όσον αφορά τα αντίστοιχα τιμολόγια (ασφάλιστρα) τους.

Αν στα εκάστοτε νέα/επόμενα τιμολόγια (ασφάλιστρα) έχει αναλογιστικά υπολογιστεί κάποια
μείωση των μέχρι τότε προμηθειών ή/& των πάσης άλλης φύσεως αμοιβών προς τις διάφορες
κατηγορίες διαμεσολαβούντων, η μείωση αυτή θα πρέπει να επέλθει/ισχύσει νομικά ή μέσω
συνυπογραφής κάποιου Παραρτήματος στις υφιστάμενες συμβάσεις με όλους τους
διαμεσολαβούντες (διαδικασία ιδιαίτερα κοστοβόρα & χρονοβόρα αλλά και επιχειρηματικά
επικίνδυνη) ή θα πρέπει να επιτευχθεί με μια κατάλληλη αύξηση του ήδη υφισταμένου
«δικαιώματος συμβολαίου» ή με την εμφάνισή του αν δεν υπήρχε προγενέστερα.

Συμπερασματικά λοιπόν θεωρώ πως δεν υπάρχει κανένα νομικό κώλυμα στο να ορίσει μια
ασφαλιστική εταιρία ένα ποσό του εκάστοτε πληρωτέου (και οριζόμενου από την ίδια) «καθαρού»
ασφαλίστρου ενός ασφαλιστικού της κινδύνου ως «δικαίωμα συμβολαίου», αποκλειστικά και μόνο
για να μη το συμπεριλαμβάνει στους υπολογισμούς των προμηθειών & των πάσης άλλης φύσεως
αμοιβών προς τις διάφορες κατηγορίες διαμεσολαβούντων, είτε αυτές αναφέρονται στις συμβάσεις
που έχει συνυπογράψει μαζί τους είτε στον εκάστοτε ισχύοντα Κανονισμό Πωλήσεών της.

Αυτό όμως το τρυκ με το «δικαίωμα συμβολαίου» οφείλει να υπόκειται και σε κάποιους λογικούς
περιορισμούς, έτσι ώστε να αποφεύγονται ακραίες καταστάσεις της μορφής το «δικαίωμα
συμβολαίου» να φτάσει να αποτελεί ένα σημαντικό ποσοστό x% (π.χ. 40%, 50% ή ακόμα
μεγαλύτερο) του «καθαρού ασφαλίστρου» επί του οποίου κατά κανόνα υπολογίζεται.

Προφανώς βάσει των όσων αναφέρω παραπάνω για την υφιστάμενη ασφαλιστική νομοθεσία, η
ρύθμιση αυτή δεν μπορεί να είναι νομοθετική αλλά μόνο «συμφωνία κυρίων» μεταξύ των
ασφαλιστικών εταιριών (βλέπε Κώδικα Δεοντολογίας μεταξύ τους).

Μη ηθικά και ενδεχομένως μη νομικά κατοχυρωμένο «δικαίωμα συμβολαίου»

Το να «παίζει» μια ασφαλιστική εταιρία με το «δικαίωμα συμβολαίου» σε ορισμένα ασφαλιστικά
της προϊόντα/προγράμματα ευρείας κατανάλωσης & ετήσιας διάρκειας ισχύος δεν το θεωρώ
παράνομο αλλά ούτε και ανήθικο, αρκεί ως προς το ηθικό του μέρος να τηρεί κάποιους κανόνες
δεοντολογίας, οι οποίοι προς το παρόν λείπουν από την ασφαλιστική οικογένεια.
Το παιχνίδι όμως αυτό δεν μπορεί να ξεκινάει σε ένα τυχαίο ασφαλιστικό έτος t, αρκετά
μεταγενέστερο από το 1ο

αλλά & να συνεχίζεται με ένα «δικαίωμα συμβολαίου» στα «καθαρά
ασφάλιστρα» μερικών μόνο συμπληρωματικών κινδύνων (riders) των ατομικών συμβολαίων
«Ζωής» μακράς ή ακόμα & ισόβιας διάρκειας ισχύος και ιδιαίτερα όταν το «δικαίωμα
συμβολαίου» που είχε ληφθεί υπόψη μόνο στη 1η

απόδειξη των πληρωτέων ασφαλίστρων του
επίμαχου ασφαλιστηρίου συμβολαίου ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο μόνο με τον βασικό του κίνδυνο
Ζωής και όχι με κάποιον από τους συμπληρωματικούς του κινδύνους (riders).
Το «δεν μπορεί να ξεκινάει» το αναφέρω κυρίως ως προς το ηθικό του μέρος αλλά ενδεχομένως
και ως προς το νομικό του, μια και το αρχικό Τεχνικό Σημείωμα που υποχρεωτικά συνόδεψε τον
επίμαχο συμπληρωματικό κίνδυνο (rider) όταν η ασφαλιστική εταιρία τον εισήγαγε προς διάθεση
στο καταναλωτικό κοινό, θα πρέπει να έχει διαφοροποιηθεί εκ των υστέρων και χωρίς
αναλογιστικά ορθή δικαιολογία (καταλαβαίνω τόσο το «τι» γράφω όσο και το «γιατί» το γράφω).

Το «δεν μπορεί να συνεχίζεται» το αναφέρω επειδή μια ασφαλιστική εταιρία φαίνεται να έχει
εναποθέσει τη διαχρονική εξυγίανση της σχέσης των αποζημιώσεων προς τα εκάστοτε
εισπραττόμενα ασφάλιστρα μιας οικογένειας rider νοσοκομειακών καλύψεων με «ισόβια» διάρκεια
ισχύος, αποκλειστικά και μόνο (ή έστω κατά κύριο λόγο) στις διαδοχικές αυξήσεις ενός
«δικαιώματος συμβολαίου» που επινόησε/εμφάνισε αρκετά ασφαλιστικά χρόνια μετά την έκδοση
των αντίστοιχων ατομικών συμβολαίων Ζωής.

Διαχρονικά ανεκτό loss ratio σε σχέση με το κόστος διατήρησης σε ισχύ μιας ομάδας
ασφαλιστικών καλύψεων
Το θέμα είναι τεράστιο, μια και υπάρχουν πρακτικά άπειροι συνδυασμοί λύσεων και απαιτεί ειδική
ενασχόληση και αποτύπωση κάποιων ελάχιστων κανόνων για την εξεύρεση των καταλληλότερων.

Η επιλογή και η επιτυχής εφαρμογή κάποιου επιλεγέντος συνδυασμού λύσεων απαιτεί κατάλληλο
επιτελείο κορυφαίων στελεχών και αναλυτική & έγκαιρη ενημέρωση όλων των
ενδιαφερομένων/θιγόμενων μερών.

Επίσης οι δικαιολογίες του στυλ «τώρα ανέλαβα τα καθήκοντά μου και πρέπει να διορθώσω άμεσα
& με κάθε νόμιμο μέσο τουλάχιστον τα κορυφαία κακώς κείμενα που βρήκα» δεν αρμόζουν σε μια
ασφαλιστική επιχείρηση που έχει ιδρώσει μερικές 10ετίες για να κτίση ένα καλό όνομα στην αγορά
και «δείχνουν» μετόχους ή μόνο επιφανειακά έμπειρους ή ανυπόμονους ή μη έχοντες εκείνα τα
οικονομικά περιθώρια που απαιτεί η εμπλοκή τους με τον ιδιωτικό ασφαλιστικό χώρο.

Επείγουσες προτεραιότητες της ιδιωτικής ασφαλιστικής αγοράς λόγω του Covid-19
Από την εμφάνιση του Covid-19 μέχρι την πλήρη εξομάλυνση των οικονομικών μεγεθών στα
οποία οφείλει να στηρίζεται η ιδιωτική ασφαλιστική αγορά και κατ’ επέκταση οι ασφαλιστικές
εταιρίες, μεσολαβεί ένας χρονικός ορίζοντας χωρίς δυνατότητα πρόβλεψης της διάρκειάς του και
το κυριότερο χωρίς δυνατότητα σχεδιασμού αποτελεσματικών ενδιάμεσων ενεργειών πέρα από τις
ήδη γνωστές, όπως είναι η ραγδαία ανάγκη για εργασία/απασχόληση από το σπίτι, η υποχώρηση
της παγκοσμιοποίησης υπέρ της προστασίας των τοπικών οικονομιών, η ανάγκη για την εξεύρεση
νέων επενδυτικών επιλογών και η αλλαγή των καταναλωτικών μας προτεραιοτήτων τόσο
βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.

Λόγω των παραπάνω, η χρονική στιγμή που επέλεξα για να διατυπώσω τις απόψεις μου για το θέμα
του «Δικαιώματος Συμβολαίου» είναι επιεικώς τουλάχιστον άκαιρη, μια και τόσο τα σημερινά
επιτελεία των ασφαλιστικών εταιριών όσο και οι διάφορες κατηγορίες των διαμεσολαβούντων
πρέπει να επικεντρώσουν την προσοχή τους στο πως θα αντεπεξέλθουν στα κοινά και κορυφαία
τους προβλήματα, που δεν είναι άλλα από την ραγδαία πτώση της νέας παραγωγής, τη
αναμενόμενη αύξηση της ακύρωσης/συρρίκνωσης της υφιστάμενης παραγωγής και την εξ
αποστάσεως αποτελεσματικότερη εργασία & εξυπηρέτηση του ασφαλισμένου τους κοινού.

Γιάννης Περιστέρης 

Αναλογιστής

 

Related Articles

Back to top button