Οι ασφαλίσεις υγείας θεωρούνται από τις πιο σημαντικές για τους καταναλωτές. Επειδή ακριβώς αφορούν την υγεία, δεν μπορούν να εξομοιωθούν στη λειτουργία τους με ασφαλίσεις ζημιών. Οι καταναλωτές αποβλέπουν, στην περίπτωση των ασφαλίσεων αυτών, σε μία μακροχρόνια (ισόβια) σχέση, καθώς η εκδήλωση σοβαρών προβλημάτων υγείας μπορεί να τους στερήσει την πρόσβαση σε ασφαλιστική κάλυψη. Οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν καλύπτουν προβλήματα υγείας που έχουν ήδη εκδηλωθεί ή, αν τα καλύπτουν, το κάνουν πάντως με πολύ χειρότερους όρους. Γι’ αυτό και ο ανταγωνισμός της αγοράς σημασία κυρίως έχει κατά τον χρόνο που αποφασίζει κανείς την ασφάλιση, και όχι τόσο κατά τη διάρκειά της.
Συγχρόνως, η ασφάλιση υγείας, οργανωμένη σε μακρόχρονη βάση κατά το πρότυπο της ασφάλισης ζωής, συνδυάζεται με τη δημιουργία αποθεματικών, ώστε να παρέχεται σε λιγότερο παραγωγικές ηλικίες, όταν αυξάνεται ο κίνδυνος νοσηλειών, σε προσιτά ασφάλιστρα. Έτσι, όποιος υποχρεώνεται να εγκαταλείψει μία ισόβια νοσοκομειακή ασφάλιση, κατά κάποιον τρόπο αφήνει μία μικρή περιουσία πίσω τou.
Αναπόσπαστο στοιχείο κάθε μακροχρόνιας ασφάλισης είναι, σύμφωνα με τη νομοθεσία για την προστασία των καταναλωτών, η διαφάνεια στην αναπροσαρμογή του ασφαλίστρου. Οι συμβάσεις, δηλαδή, πρέπει να έχουν συγκεκριμένα κριτήρια με βάση τα οποία θα γίνεται η αναπροσαρμογή του ασφαλίστρου, ώστε να μην αιφνιδιάζονται οι ασφαλισμένοι με απρόβλεπτες και υπέρογκες αυξήσεις. Όμως, οι ασφαλιστικές εταιρείες στην πράξη καταστρατηγούσαν την υποχρέωσή τους αυτή για διαφάνεια. Η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή επέβαλε από το 2011 υψηλά πρόστιμα για τους καταχρηστικούς όρους και πρακτικές που ακολουθούσαν, οι δε προσφυγές των ασφαλιστικών εταιρειών απορρίφθηκαν τελεσίδικα. Παράλληλα, οι καταναλωτές που προσέφευγαν στη Δικαιοσύνη δικαιωνόντουσαν, με αποτέλεσμα να επιτυγχάνουν μείωση του ασφαλίστρου τους και να κατοχυρώνουν, με βάση δείκτες της ΕΛΣΤΑΤ, λογικές αυξήσεις για το μέλλον.
Τα ετησίως ανανεούμενα συμβόλαια ήταν το μέσο να “ξεφορτωθούν” οι ασφαλιστικές εταιρείες τις υποχρεώσεις διαφάνειας. Συγχρόνως, να απαλλαγούν από ρίσκα μειώνοντας τις απαιτήσεις της ασφαλιστικής υπηρεσίας. Όπως, άλλωστε, σημαίνοντα στελέχη της ιδιωτικής ασφάλισης αναγνωρίζουν (Μ. Νεκτάριος), τέτοιες ασφαλίσεις προωθούνται μόνο σε ανώριμες ασφαλιστικές αγορές. Στις ασφαλίσεις αυτές οι εταιρείες επιφυλάσσουν για τον εαυτό τους τη δυνατότητα να μεταβάλλουν χωρίς περιορισμούς κάθε χρόνο τα ασφάλιστρα και τις παροχές. Δεσμεύονται βέβαια για την ανανέωση της ασφαλιστικής κάλυψης, υπό την αδιαφανή ή συχνά αποσιωπούμενη όμως προϋπόθεση ότι δεν θα διακόψουν το συγκεκριμένο πρόγραμμα.
Το 2020 είχε εδραιωθεί η νομολογία για την καταχρηστικότητα των αυξήσεων στα ασφάλιστρα των ισόβιων συμβολαίων. Οι εταιρείες ήταν πιο συγκρατημένες στις αυξήσεις των ισοβίων, ενώ συχνά ερχόντουσαν, με ρήτρες εχεμύθειας, σε συμβιβασμό με τους καταναλωτές που προσέφευγαν στη Δικαιοσύνη. Η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Ανάπτυξης έδειχνε διάθεση να επαναδραστηριοποιηθεί για την προστασία των ασφαλισμένων. Αντίθετα, ασυδοσία επικρατούσε στα ετησίως ανανεούμενα. Μία κυβερνητική νομοθετική πρωτοβουλία είχε, επομένως, κατ’ εξοχή νόημα και αξία για τους ασφαλισμένους που είχαν ετησίως ανανεούμενα συμβόλαια.
Τι έκανε λοιπόν η Κυβέρνηση; Πρώτον, ο αρμόδιος Υπουργός της -με μία χωρίς προηγούμενο ενέργεια- ακύρωσε το πρόστιμο που επέβαλε η αρμόδια υπηρεσία σε βάρος ασφαλιστικής εταιρείας, κόβοντας έτσι τα φτερά της για την ενεργοποίησή της στην εφαρμογή της νομοθεσίας. Δεύτερον, εισήγαγε το άρθρο 268 του ν. 4738/2020. Όχι για να προστατεύσει την πλειοψηφία πλέον των ασφαλισμένων, οι οποίοι είχαν μεταφερθεί, εκβιαστικά ή παραπλανητικά, σε ετησίως ανανεούμενα συμβόλαια και δεν απολάμβαναν -απούσης και οποιαδήποτε νομολογίας- καμία προστασία. Αντίθετα, παρενέβη νομοθετικά για να ακυρώσει την προστασία που αναγνωριζόταν στους ασφαλισμένους που είχαν ισόβια συμβόλαια. Η σκοπιμότητα προφανής: Οι ασφαλιστικές εταιρείες να μπορούν να επιβάλλουν συνεχόμενες εξοντωτικές αυξήσεις, ώστε να υποχρεώσουν τους ασφαλισμένους αυτούς να εγκαταλείψουν τα ισόβια ή να μεταφερθούν στα ετησίως ανανεούμενα.
Το κύριο μέσο με τον οποίο εξυπηρετήθηκε η παραπάνω επιδίωξη ήταν η θεσμοποίηση ενός ιδιωτικού δείκτη, του “Ενιαίου Δείκτη Υγείας του ΙΟΒΕ” που είχαν ήδη δημιουργήσει οι ασφαλιστικές εταιρείες με δική τους ανάθεση στο φορέα αυτόν ώστε να δικαιολογούν τις υπέρογκες αυξήσεις. Ο δείκτης αυτός, όμως, μόνο ενιαίος δεν είναι καθώς βασίζεται αποκλειστικά σε στοιχεία από τα μακροχρόνια συμβόλαια υγείας (“εγγυημένης ανανεωσιμότητας”), με αποτέλεσμα τα δεδομένα για το συνολικό κόστος ασφάλισης να μην είναι αντιπροσωπευτικά, αφού τα προγράμματα αυτά έχουν παύσει, εξαιτίας αποφάσεων των εταιρειών, να τροφοδοτούνται, αντίστοιχα με νεότερα συμβόλαια. Ο ΙΟΒΕ θεμελιώνει, έτσι, τις υπέρογκες αυξήσεις με αναφορά σε έναν κατά βάση κλειστό, συρρικνούμενο και γηράσκοντα κύκλο ασφαλισμένων. Παράλληλα, αποκόβει και απαλλάσσει την εξέλιξη του ασφαλίστρου από την εποπτική υποχρέωση που είχαν οι ασφαλιστικές εταιρείες για τη δημιουργία αποθεματικών, προκειμένου να αμβλύνεται η επίπτωση της αύξησης του κινδύνου λόγω της μεγαλύτερης ηλικίας.
Μάλιστα, η Κυβέρνηση δεν περιορίστηκε ούτε στο παραπάνω. Δημιούργησε με τις διατάξεις που εισήγαγε μία σκόπιμη ασάφεια, ώστε να αρκεί και μόνο η επίκληση κάποιων δικαιολογιών εκ μέρους των ασφαλιστικών εταιρειών για τη νομιμοποίηση οποιασδήποτε εντέλει αύξησης. Η μόνη δε “δυνατότητα” που επαφίεται στους καταναλωτές αν δεν αποδέχονται τις υπέρογκες αυξήσεις του ιδιωτικού δείκτη, είναι να διακόψουν τις ισόβιες ασφαλίσεις υγείας, αυτές δηλαδή που πλήρωναν επί δεκαετίες για να τις έχουν σε πιο προχωρημένη ηλικία. Δίχως, καμία συστολή, η Κυβέρνηση αγνόησε και την Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής, η οποία είχε αποφανθεί, κατά την εισαγωγή τους, ότι οι διατάξεις αυτές οδηγούν σε παραβίαση του άρθρου 17 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αφού επεμβαίνουν σε υφιστάμενες συμβάσεις, επιδεινώνοντας τη θέση και την περιουσία των ασφαλισμένων.
Έτσι, το ποσοστό του δείκτη υγείας του ΙΟΒΕ που εξήχθη το έτος 2023, με βάση τα στοιχεία αποζημιώσεων έτους 2022, και εφαρμόστηκε για τις αυξήσεις των ασφαλίστρων του έτους 2024 προσδιορίζεται σε 14%.
Είναι, ωστόσο, αποκαλυπτικό ότι στο Σύστημα Λογαριασμών Υγείας (ΣΛΥ) που δημοσίευσε τον Μάρτιο του 2024 η ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό αύξησης της χρηματοδότησης της υγείας εκ μέρους της Ιδιωτικής Ασφάλισης κατά το έτος 2022 σε σχέση με το έτος 2021 ανήλθε μόλις σε 2,70% (με το μέσο όρο της τελευταίας τετραετίας να ανέρχεται σε 3,15%). Και αυτό, μάλιστα, ενώ είχαν αυξηθεί σημαντικά και ο αριθμός των ασφαλισμένων σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Ο δε Υποδείκτης Υγείας του ΔΤΚ της ΕΛΣΤΑΤ, ο οποίος αφορά τις μεταβολές του κόστους των υπηρεσιών υγείας, αυξήθηκε κατά μέσο ετήσιο όρο την τελευταία τετραετία σε 2,04%.
Η ασυδοσία στη διαμόρφωση του ασφαλίστρου υγείας ενθαρρύνει έναν φαύλο κύκλο αυξήσεων ανάμεσα στην ιδιωτική ασφάλιση και την ιδιωτική υγεία (τα ιδιωτικά νοσοκομεία) σε βάρος των καταναλωτών. Η ευκολία μετακύλησης του κόστους στους καταναλωτές διογκώνει την κερδοσκοπία και διευκολύνει τη διαμόρφωση ολιγοπωλίων στην ιδιωτική υγεία. Δεν είναι οι υψηλές χρεώσεις των νοσοκομείων που οδηγούν σε υψηλά ασφάλιστρα, αλλά (και) τα υψηλά ασφάλιστρα που οδηγούν σε υψηλές χρεώσεις. Κανείς δεν έχει κίνητρα να σεβαστεί τα δικαιώματα των καταναλωτών, όταν η ίδια η Κυβέρνηση έχει αποσύρει το ενδιαφέρον της γι’ αυτούς ως το προστατευόμενο αδύναμο μέρος. Δεν είναι τυχαίο ότι η αδιαφάνεια στις αυξήσεις των ασφαλίστρων συνοδεύεται από την ελλιπή εκ μέρους των ασφαλιστικών εταιρειών ανάπτυξη, αν όχι και υποχώρηση, συστημάτων ελέγχου των προμηθευτών υπηρεσιών υγείας (Managed Care). Ούτε θα υπήρχε το πρόσφορο έδαφος για φαινόμενα καθετοποίησης της παροχής υπηρεσιών υγείας και ασφάλισης που οδηγούν, με εργαλειοποίηση της δεύτερης, στην αφαίμαξη των ασφαλισμένων.
Η αποκατάσταση της διαφάνειας στις ασφαλίσεις υγείας δεν αφορά μόνο την προστασία του καταναλωτικού κοινού αλλά, εντέλει, και την αποκατάσταση της αξιοπιστίας της ιδιωτικής ασφάλισης. Οι αυξήσεις του ασφαλίστρου θα πρέπει να στηρίζονται σε αντικειμενικούς δείκτες και εύλογα κριτήρια. Αυτό ισχύει και για τις ετησίως ανανεούμενες ασφαλίσεις υγείας. Άλλωστε, τις ασφαλίσεις αυτές ως οιονεί ισόβιες τις προώθησαν οι ασφαλιστικές εταιρίες με την ανάληψη μίας ασαφούς δέσμευσης για την ανανέωσή τους.
Όλοι πλέον αναγνωρίζουν, διαβλέποντας και τις συνέπειες της εφαρμογής του, ότι το καθεστώς του άρθρου 268 του ν. 4738/2020 απέβλεπε μόνο στην υπονόμευση των δικαιωμάτων των ασφαλισμένων.
Ο δείκτης του ΙΟΒΕ οδήγησε σε υπέρογκες αυξήσεις που δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ούτε από το ποσοστό αύξησης των αποζημιώσεων υγείας ούτε από τους δείκτες της ΕΛΣΤΑΤ. Ζητούμενο έτσι δεν μπορεί να είναι μόνο η κατάργηση του υφιστάμενου καθεστώτος αλλά και η τουλάχιστον εφεξής διόρθωση του ασφαλίστρου από απαράδεκτες αυξήσεις. Η πρόσκληση της Κυβέρνησης, δια του αρμοδίου Υπουργού, προς τις ασφαλιστικές εταιρείες να μειώσουν εκούσια τα ασφάλιστρα σε μονοψήφια επίπεδα αυθαιρεσίας μακράν απέχει από μια σοβαρή και ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος.
* Ο Δημήτρης Σπυράκος είναι Διδάκτωρ Νομικής, πρώην Γενικός Γραμματέας Καταναλωτή