Η αλήθεια για τη δημόσια ΥΓΕΙΑ στην Ελλάδα : Πληρώνουμε διπλά…
Η νέα έκθεση του ΟΟΣΑ αποκαλύπτει ότι οι Ελληνες επιβαρύνονται με ποσοστό 39 % ιδιωτικής δαπάνης για την υγεία — σχεδόν διπλάσια από τον μέσο όρο των χωρών-μελών

Η δημόσια υγεία στην Ελλάδα δεν είναι πια μόνο θέμα δικαίωσης, αλλά και οικονομικής επιβάρυνσης των πολιτών. Η τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ αποκαλύπτει ότι οι Έλληνες βάζουν βαθιά το χέρι στην τσέπη — το 39 % των συνολικών δαπανών για υγεία προέρχεται από ιδιωτική χρηματοδότηση, όταν ο μέσος όρος στις χώρες-μέλη δεν ξεπερνά το 25 %.
Αυτή η αναλογία εξηγεί εν πολλοίς γιατί τα προβλήματα στην πρόσβαση και τη ρωγμή του συστήματος υγείας φαίνονται τόσο έντονα — από τις καθυστερήσεις στις θεραπείες έως τις ανεπαρκείς δομές μακροχρόνιας φροντίδας. Ας εξετάσουμε με ψυχραιμία πώς φτάσαμε έως εδώ — και τι μπορεί να αλλάξει.
Γράφει η Μάρθα Καϊτανίδη στα https://www.tanea.gr/
Ακριβά συνεχίζουν και πληρώνουν οι έλληνες πολίτες την (κατά τα άλλα) δημόσια υγεία, όπως επιβεβαιώνει η νέα έκθεση του ΟΟΣΑ (Health at a Glance 2025). Η απόδειξη; To 39% των συνολικών δαπανών για την υγεία προέρχεται από ιδιωτική χρηματοδότηση – πρόκειται για άμεση επιβάρυνση, κυρίως, των ελληνικών νοικοκυριών –, ποσοστό που κατατάσσει τη χώρα μας στις υψηλότερες θέσεις και εξηγεί παράλληλα τα βαθύτερα αίτια των επίσης υψηλών ακάλυπτων ιατρικών αναγκών. Αναλυτικότερα, στη νεότερη πολυσέλιδη έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης αποκαλύπτονται μία προς μία οι παθογένειες του ΕΣΥ, με βασική εξαίρεση τη σταδιακή επένδυση της χώρας μας στην πρόληψη – μια στρατηγική πολιτική που τεκμηριωμένα ισοδυναμεί με καλύτερα και ποιοτικότερα χρόνια ζωής. Είναι ενδεικτικό ότι τα ίδια στοιχεία δείχνουν πως πλέον η Ελλάδα διαθέτει για την πρόληψη το 3,1% επί των συνολικών δαπανών υγείας (ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 3,4%), όταν πριν από τρία μόλις χρόνια το αντίστοιχο ποσοστό, εντός των συνόρων, δεν ξεπερνούσε το 2%.
Τι δαπανά το κράτος
Κατά τα άλλα, το ΕΣΥ παραμένει ένα σύστημα διαχείρισης της ασθένειας, έχοντας συνεπώς στον πυρήνα του τη λειτουργία των νοσοκομείων. Πιο συγκεκριμένα, το ελληνικό κράτος δαπανά για την υγεία μόλις το 10% επί των συνολικών δαπανών του (όταν το αντίστοιχο ποσοστό σε Ιρλανδία και Γερμανία αγγίζει το 19%), εκ των οποίων σχεδόν το μισό κεφάλαιο (43%) επενδύεται στα νοσοκομεία. Στον αντίποδα, μόλις το 20% των δαπανών αφορά τη φροντίδα εξωτερικών ασθενών, ενώ οι υπηρεσίες μακροχρόνιας φροντίδας παραμένουν σταθερά υποχρηματοδοτούμενες και υποβαθμισμένες (2%), παρά τις ολοένα αυξανόμενες ανάγκες.
Εν τω μεταξύ, τα δεδομένα του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι οι Ελληνες βάζουν βαθιά το χέρι στην τσέπη τους για να αγοράσουν – είτε συμμετέχοντας είτε πληρώνοντας το σύνολο του κόστους μιας π.χ. εξέτασης, νοσηλείας ή θεραπείας, αποφεύγοντας έτσι τις δημόσιες ουρές και τις ανεπάρκειες του συστήματος – υπηρεσίες και ιατρικά αγαθά. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί πως το σχετικό ποσοστό σκαρφαλώνει στο 39% εντός των συνόρων, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ δεν ξεπερνά το 25%.
Δυσαρέσκεια
Μάλιστα, όταν οι συντάκτες επιχειρούν να αναλύσουν πού κατανέμονται τα χρήματα των πολιτών που βγαίνουν κατευθείαν από το πορτοφόλι τους, προκύπτει ότι το 38% εξ αυτών αφορά φάρμακα και ιατρικά είδη, το 17% υπηρεσίες που απευθύνονται σε εξωτερικούς ασθενείς (π.χ. εξετάσεις), ενώ το 11% καταλήγει στην κάλυψη οδοντιατρικών θεραπειών. Σε κάθε περίπτωση, τα όσα προαναφέρθηκαν φαίνεται να εξηγούν και το γεγονός πως η Ελλάδα κατέχει το υψηλότερο ποσοστό ανικανοποίητων αναγκών υγείας – αν και έχει σημειώσει μείωση σε σχέση με το 2022, όταν ξεπερνούσε το 15%. Πιο συγκεκριμένα, το 12,1% των Ελλήνων δήλωσε πως δεν υποβλήθηκε σε εξέταση ή καθυστέρησε θεραπεία, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ (στοιχεία αντλήθηκαν από συνολικά 28 χώρες) δεν ξεπερνά το 3,4%.
Οσο για τους λόγους που άφησαν την υγεία τους σε… δεύτερη μοίρα, οι ίδιοι δήλωσαν πως το υψηλό κόστος ήταν ο κύριος λόγος, ενώ οι δύο επόμενες αιτίες στις οποίες εστίασαν ήταν ο χρόνος αναμονής και οι χιλιομετρικές αποστάσεις. Μία ακόμη αρνητική πρωτιά αποτελεί, επίσης, το γεγονός ότι η πλειονότητα των Ελλήνων επιθυμεί ένα καλύτερο σύστημα υγείας. Πιο συγκεκριμένα, από την έκθεση προκύπτει ότι κατά μέσο όρο το 64% των πολιτών στις χώρες του ΟΟΣΑ δηλώνει ικανοποιημένο με τη διαθεσιμότητα ποιοτικών υπηρεσιών υγείας στον τόπο διαμονής τους. Μάλιστα, οι πολίτες της Ελβετίας, του Βελγίου, της Δανίας και του Λουξεμβούργου είναι οι πιο ικανοποιημένοι, ενώ αντίθετα η εικόνα είναι αντίστροφη για χώρες όπως η Ελλάδα (27%), η Τουρκία (41%), η Ουγγαρία (41%) και η Ιταλία (44%). Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι, όπως αναφέρουν οι συντάκτες, «τα επίπεδα ικανοποίησης έχουν μειωθεί ελαφρώς με την πάροδο του χρόνου στην πλειονότητα των χωρών του ΟΟΣΑ».



