FACEBOOKΑΝΤΡΑΣΒΙΒΛΙΑΓΥΝΑΙΚΑΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗκοινωνικάΚΟΣΜΟΣΜΟΥΣΙΚΗΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣΤΟΠΙΚΑ ΝΕΑΤΟΥΡΙΣΜΟΣΨΥΧΑΓΩΓΙΑ

Βιτσέντζος Κορνάρος -“ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ”

Αποτελείται από 10.012 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους αποδιδόμενους στην κρητική διάλεκτο,

Γεννιέται ο Βιτσέντζος Κορνάρος

Στις 26 Μαρτίου 1553 γεννιέται ο ποιητής και σημαντικότερος εκπρόσωπος της Κρητικής Λογοτεχνίας Βιτσέντζος Κορνάρος. Θεωρείται ο πιθανότερος δημιουργός του «Ερωτόκριτου».

Για τη ζωή του δε διαθέτουμε πολλές πληροφορίες, παρά μόνον όσες αναφέρει ο ίδιος στους τελευταίους στίχους του «Ερωτόκριτου» πως καταγόταν από την Ανατολική Σητεία της Κρήτης.

Έχει ταυτιστεί με πέντε διαφορετικά πρόσωπα που έφεραν το ίδιο όνομα.

Διάσταση απόψεων υπάρχει και για την καταγωγή του. Η μία πλευρά με κυριότερο εκπρόσωπο τον μελετητή Στάφανο Ξανθουδίδη υποστηρίζει πως ο Κορνάρος ήταν Κρητικός και όχι εξελληνισμένος Βενετσιάνος. Σύμφωνα με την άποψη αυτή έζησε στη Σητεία και στο Κάστρο (Ηράκλειο). Στον αντίποδα, η άλλη πλευρά υποστηρίζει πως ήταν απόγονος Βενετών ευγενών που διέμεναν στην Κρήτη και διατηρούσαν διάφορα αξιώματα.

Το κυριότερο έργο του υπήρξε ο «Ερωτόκριτος», ένα εκτενές αφηγηματικό ποίημα σε 10.000 δεκαπεντασύλλαβους στίχους διασώθηκε σε ένα μόνο αντίγραφο του 1710. Η πρώτη του έκδοση πραγματοποιήθηκε στη Βενετία το 1713.

Η απήχησή του ήταν τέτοια που επανεκδίδεται αδιαλείπτως κάθε χρόνο ως τις μέρες μας. Μάλιστα στο πρόσφατο παρελθόν οι λαϊκοί ραψωδοί και παραμυθάδες απήγγειλαν εν είδει προφορικής παράδοσης μεγάλα τμήματα του έργου σε πανηγύρια.

Ο μύθος του έργου δεν είναι πρωτότυπος αλλά απαντάται με μικρές διαφοροποιήσεις σε έργα της ελληνιστικής περιόδου και των μεσαιωνικών χρόνων. Στο έργο ο Κορνάρος φαίνεται πως επηρεάστηκε και το Αναγεννησιακό έργο «Μαινόμενος Ορλάνδος» του Αριόστο.

Η συμβολή του Κορνάρου έγκειται στο γεγονός πως αφού παρέλαβε στοιχεία από ένα μέτριο λογοτεχνικό έργο συνέθεσε ένα αριστούργημα με καθαρά ελληνική πλοκή. Κύρια χαρακτηριστικά του έργου είναι η επική δύναμη και ο γνήσιος λυρισμός.

Εκτός από τον «Ερωτόκριτο», ο Κορνάρος συνέγραψε το έργο η «Θυσία του Αβράαμ». Πρόκειται για ένα ποιητικό δράμα. Βάσει του ύφους, της γλώσσας και των εσωτερικών στοιχείων του έργου, οι φιλόλογοι το αποδίδουν στον Κορνάρο.

Το έργο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1635 και είχε ως πρότυπο την ιταλική τραγωδία «Ισαάκ». Ο Κορνάρος μετέτρεψε τη μυθοπλασία προσθέτοντάς της την άψογη τεχνική διάρθρωση, την ποιητική πνοή και τους έξοχα ψυχογραφημένους χαρακτήρες.

Πέθανε το 1613.

(Πηγές: Εγκυκλοπαίδεια Δομή, Wikipedia

πηγή https://www.historical-quest.com/

 

BITZENTZOY ΚΟΡΝΑΡΟΥ

“ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ”

Το έργο διαδραματίζεται στην αρχαία Αθήνα, ο κόσμος όμως που απεικονίζει είναι σύνθετο κατασκεύασμα που δεν ανταποκρίνεται σε κάποια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα: παράλληλα με τις αρχαιοελληνικές αναφορές, εμφανίζονται αναχρονισμοί και πολλά στοιχεία του δυτικού κόσμου, όπως η κονταρομαχία. Η υπόθεση χωρίζεται σε πέντε τμήματα και είναι συνοπτικά η εξής:

  • Α. Ο βασιλιάς της Αθήνας Ηράκλης και η σύζυγός του Αρτέμη αποκτούν μετά από πολλά χρόνια γάμου μια κόρη, την Αρετούσα. Τη βασιλοπούλα ερωτεύεται ο γιος του πιστού συμβούλου του βασιλιά (Πεζόστρατος), ο Ερωτόκριτος. Ο Ερωτόκριτος φανερώνει τον έρωτά του για την κόρη του βασιλιά στον φίλο του Πολύδωρο, ο οποίος όμως του προτείνει να μη διανοηθεί να φανερώσει τον Έρωτά του στον Βασιλιά, διότι θα βάλει σε κίνδυνο την ίδια του τη ζωή. Ο Ερωτόκριτος συμφωνεί και επειδή δεν μπορεί να φανερώσει τον έρωτά του, πηγαίνει κάτω από το παράθυρό της τα βράδια και της τραγουδά ερωτικά τραγούδια. Η κοπέλα σταδιακά ερωτεύεται τον άγνωστο τραγουδιστή και επιζητά να μάθει ποιος είναι. Αλλά και όλο το παλάτι, ακόμη και ο ίδιος ο βασιλιάς Ηράκλης, αναρωτιούνται ποιος είναι ο άγνωστος τροβαδούρος που κάθε βράδυ γλυκαίνει τον ύπνο του παλατιού με τα ερωτικά τραγούδια του. Ο βασιλιάς αποφασίζει να μάθει την ταυτότητα του νέου και διατάζει τους στρατιώτες του να στήσουν ένα βράδυ ενέδρα ώστε να τον συλλάβουν και να τον παρουσιάσουν μπροστά του. Η ενέδρα αποτυγχάνει καθώς ο Ερωτόκριτος μαζί με τον καλύτερό του φίλο Πολύδωρο, σκοτώνουν δύο από τους στρατιώτες του βασιλιά και ξεφεύγουν. Ακούγοντας τον φίλο του Πολύδωρο, που του τονίζει πως αν αποκαλυφθεί η ταυτότητά του, ελλοχεύει ο κίνδυνος της ατίμωσης όχι μόνο του ιδίου αλλά και του πατέρα του, ο Ερωτόκριτος, καταλαβαίνοντας ότι ο έρωτάς του δεν μπορεί να έχει αίσια έκβαση, ταξιδεύει στη Χαλκίδα για να ξεχάσει τον έρωτα για την Αρετούσα. Πριν φύγει, ζητάει από τη μητέρα του να μην επιτρέψει σε κανέναν να μπει στο δωμάτιό του, μιας και εκεί κρύβει τους στίχους από τα ερωτικά τραγούδια που έγραψε για την Αρετούσα. Στο διάστημα της απουσίας του, ο πατέρας του αρρωσταίνει και όταν η Βασίλισσα μαζί με την πριγκίπισσα Αρετούσα τον επισκέπτονται, η μητέρα του για να τιμήσει την επίσκεψη τους, ανοίγει όλα τα δωμάτια του σπιτιού τους. Η Αρετούσα μπαίνει στο δωμάτιο του Ερωτόκριτου και βρίσκει μια ζωγραφιά που την απεικονίζει και τους στίχους που της τραγουδούσε. Αμέσως καταλαβαίνει πως αυτός είναι ο άγνωστος τραγουδιστής και το εκμυστηρεύεται στην παραμάνα της, τη Φροσύνη. Όταν ο Ερωτόκριτος επιστρέφει, για να δει τον πατέρα του, ο οποίος ενδιάμεσα έχει γίνει καλά, ανακαλύπτει την απουσία της ζωγραφιάς και των τραγουδιών και μαθαίνει από τη μάνα της πως μόνο η Αρετούσα είχε επισκεφτεί στο δωμάτιό του. Επειδή καταλαβαίνει ότι αποκαλύφθηκε η ταυτότητά του και ότι μπορεί να κινδυνεύει, μένει στο σπίτι προσποιούμενος ασθένεια και η Αρετούσα τού στέλνει για περαστικά ένα καλάθι με μήλα, ως ένδειξη ότι ανταποκρίνεται στα συναισθήματά του. Ο Ερωτόκριτος καταλαβαίνει ότι το πάθος του βρίσκει ανταπόκριση, αρχίζει να συχνάζει πάλι στο παλάτι και οι δύο ερωτευμένοι βεβαιώνονται με τα μάτια για την αμοιβαία αγάπη τους.
  • Β. Ο Βασιλιάς, για να διασκεδάσει την κόρη του, που τη βλέπει μελαγχολική, οργανώνει ένα κονταροκτύπημα. Παίρνουν μέρος αφέντες και αρχοντόπουλα από διάφορους ελληνικούς τόπους που είχαν φημισμένα κάστρα: τη Μυτιλήνη, το Ανάπλι (Ναύπλιο), την Πάτρα, τη Μεθώνη, την Κορώνη, την Έγριπο, την Αξιά (Νάξο). Έρχονται ακόμη ο αφέντης της Μακεδονίας, ο γιός του Βασιλιά του Βυζαντίου, και το ρηγόπουλο της Κύπρου. Μετέχουν επίσης και ξένοι: ο φοβερός Καραμανίτης (Τούρκος) Σπιθόλιοντας και ο Σκλαβούνος (Δαλματός Σλάβος). Τελευταίος έρχεται ο Κρητικός Χαρίδημος, αφέντης της Γορτύνης. Ο Βασιλιάς ανακοινώνει πως ο νικητής θα λάβει ως έπαθλο ένα χρυσό στεφάνι, το οποίο θα ετοιμάσει η Αρετούσα. Ο Ερωτόκριτος είναι ο νικητής.
  • Γ. Το πάθος της Αρετούσας γίνεται τώρα σφοδρότερο. Με δική της πρωτοβουλία, παρά τις συμβουλές της παραμάνας της Φροσύνης, αρχίζει να συναντάται με τον Ερωτόκριτο τη νύχτα, σ’ ένα καγκελόφραχτο παράθυρο του παλατιού. Η κοπέλα παρακινεί τον Ερωτόκριτο να τη ζητήσει από τον πατέρα της. Ο Ερωτόκριτος παίρνει την απόφαση να φανερώσει τον έρωτά του στον πατέρα του Πεζόστρατο, πιστό σύμβουλο τον βασιλιά, ζητώντας τον να ζητήσει εκ μέρους του το χέρι της Αρετούσας. Ο Πεζόστρατος κάνει τη χάρη του υιού του, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως ο βασιλιάς θα θυμώσει με αυτή την πρόταση. Όπως είναι φυσικό, ο βασιλιάς εξοργίζεται με το «θράσος» του νέου και αποφασίζει να τον εξορίσει, ενώ παράλληλα επιπλήττει τον Πεζόστρατο, τον οποίο δεν τιμωρεί λόγω της παλιάς τους φιλίας. Ταυτόχρονα φτάνουν προξενιά για την Αρετούσα από τον βασιλιά του Βυζαντίου και ο Βασιλιάς αποφασίζει να παντρέψει την κόρη του. Η κοπέλα αμέσως αρραβωνιάζεται κρυφά με τον Ερωτόκριτο, πριν αυτός εγκαταλείψει την πόλη και του χαρίζει ένα δακτυλίδι της, ως δακτυλίδι του αρραβώνα τους, ζητώντας τον να το φοράει για πάντα – ακόμη και στον θάνατο, θα είναι ζευγάρι. Ο Ερωτόκριτος φεύγει για την εξορία του αποχαιρετώντας τους γονείς του, ενώ ζητά από τα θεϊκά Άστρα και τον Ήλιο να τιμωρήσουν τον σκληρό βασιλιά.
  • Δ. Ο Ηράκλης, υποψιαζόμενος ότι η κόρη του αγαπά τον Ερωτόκριτο, αποφασίζει να επισπεύσει τον γάμο με το βασιλόπουλο του Βυζαντίου. Η Αρετούσα αρνιέται, ο βασιλιάς επιμένει, και τελικά η νέα φυλακίζεται μαζί με την παραμάνα της που προσπαθεί να τη δικαιολογήσει. Ύστερα από τρία χρόνια ένας βόρειος αντίπαλος, οι Βλάχοι (Ρουμάνοι) με τον βασιλιά τους Βλαντίστρατο (Vladislav) εισβάλλουν στη χώρα και πολιορκούν την Αθήνα. Ο Ερωτόκριτος αποφασίζει να επιστρέψει στην Αθήνα, παραβαίνοντας την εξορία του. Με τη βοήθεια μιας μάγισσας, αποκτά ένα μαγικό υγρό που αλείφοντας το στο πρόσωπό του, γίνεται αγνώριστος και στο πρόσωπο και στη φωνή του. Έτσι, επιστρέφει στην Αθήνα και παίρνει μέρος στις μάχες που ακολουθούν. Ο Ερωτόκριτος αποδεικνύεται σπουδαίος πολεμιστής και αποκτάει γρήγορα μεγάλη φήμη στο Παλάτι, ενώ γίνεται ο φόβος και ο τρόμος των εχθρών. Ο ίδιος ο βασιλιάς μάλιστα, αναζητά τον άγνωστο πολεμιστή και του προσφέρει σπουδαία δώρα, τα οποία όμως ο Ερωτόκριτος αρνείται. Σε μια μάχη μάλιστα, που ο βασιλιάς και ο σωματοφύλακας του, ο φίλος του Ερωτόκριτου Πολύδωρος, βρίσκονται σε δύσκολη θέση, ο Ερωτόκριτος κατανικάει τους εχθρούς, σώζοντας και τον στρατό και τον φίλο του και τον βασιλιά από βέβαιο θάνατο. Εξασφαλίζει ακόμη και την τελική νίκη σε μία μονομαχία που γίνεται, έπειτα από συμφωνία των δύο αντιπάλων, ανάμεσα στον Ερωτόκριτο και τον ανιψιό του βασιλιά των Βλάχων Άριστο, που έχει φτάσει από τη Φραγκιά (τη λατινική Δύση). Ο Άριστος σκοτώνεται στη μονομαχία και οι Βλάχοι με μια επιβλητική νεκρική πομπή παίρνουν μαζί τους το σώμα του και αποχωρούν από την Αθήνα.
  • Ε. Νικητής αλλά και σοβαρά πληγωμένος ο Ερωτόκριτος μεταφέρεται, αγνώριστος πάντοτε, στο παλάτι. Γίνεται τέλος καλά, λέει στον βασιλιά ότι ονομάζεται Κριτίδης, και αρνούμενος κάθε άλλη ανταμοιβή ζητά να πάρει γυναίκα του τη φυλακισμένη ακόμη Αρετούσα. Ο βασιλιάς του εκμυστηρεύεται πως δυστυχώς η κόρη του δεν δέχεται κανένα προξενιό, αποκαλύπτοντας του τον λόγο της φυλακίσεώς της. Ο Ερωτοκριτος επιμένει να τη δει και πείθει τον βασιλιά να του επιτρέψει να την επισκεφθεί στο κελί της. Την επισκέπτεται ο ίδιος στη φυλακή και διατυπώνει την πρόταση του, αλλά η κόρη αρνιέται με επιμονή. Ο ξένος θέλοντας να δοκιμάσει την πίστη της, της αφήνει τάχα ως δώρο το δαχτυλίδι που είχε δώσει η ίδια στον Ερωτόκριτο για τον αρραβώνα τους και όταν αυτή έκπληκτη το αναγνωρίζει, τον διατάσσει επιτακτικά να της πει που το βρήκε. Ο Κριτίδης/Ερωτόκριτος, πλάθει μια ιστορία κατά την οποία αποκαλύπτει στην πριγκίπισσα πως το δαχτυλίδι αυτό, της έδωσε πριν καιρό, ένας νεαρός που βρήκε να αργοπεθαίνει μετά από μάχη με δύο θηρία στο δάσος. Ο νεαρός ενώ αργοπέθαινε, του έδωσε το δαχτυλίδι, λέγοντας ξεψυχώντας «σε έχασα Αρετούσα μου». Η Αρετούσα, αναγνωρίζοντας το δαχτυλίδι, θρηνεί τον αγαπημένο της. Τότε ο άγνωστος μελαχρινός νέος, με το μαγικό υγρό, παίρνει πάλι την όψη του Ερωτόκριτου και αναγνωρίζεται από την Αρετούσα. Τελικά το ζευγάρι στεφανώνεται μέσα σε γενική χαρά, ο βασιλιάς συμφιλιώνεται με τον Ερωτόκριτο και τον πατέρα του, και ο Ερωτόκριτος, όπως στα παραμύθια, ανεβαίνει στον θρόνο της Αθήν

Πατήστε εδώ για να πάτε σε κάθε ενότητα:

Ενότητα Α

Ενότητα Β

Ενοτητα Γ

Ενότητα Δ

Ενότητα Ε

Ενότητα Α

ΠΟΙΗΤΗΣ

1     Tου Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,
και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν·
και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν,
μα στο Kαλό κ’ εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν·
και των Αρμάτω’ οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη,           5
του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη·
αυτάνα μ’ εκινήσασι τη σήμερον ημέραν,
ν’ αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν
σ’ μιά Κόρη κ’ έναν ’γουρο, που μπερδευτήκα’ ομάδι
σε μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι.          10
Κι όποιος του Πόθου εδούλεψε εις-ε καιρόν κιανένα,
ας έρθει για ν’ αφουκραστεί ό,τ’ είν’ εδώ γραμμένα·
να πάρει ξόμπλι κι [α]ρμηνειά, βαθιά να θεμελιώνει
πάντα σ’ αμάλαγη Φιλιάν, οπού να μην κομπώνει.
Γιατί όποιος δίχως πιβουλιά του Πόθου του ξετρέχει,          15
εις μιάν αρχή [α’ βασανιστεί], καλό το τέλος έχει.
Αφουκραστείτε, το λοιπόν, κι ας πιάνει οπού’χει γνώση,
για να κατέχει κι αλλουνού απόκριση να δώσει.
2     Στους περαζόμενους καιρούς, που οι Έλληνες ορίζαν,
κι οπού δεν είχε η Πίστη τως θεμελιωμένη ρίζαν,          20
τότες μιά Aγάπη μπιστική στον Kόσμο εφανερώθη,
κ’ εγράφτη μέσα στην καρδιά, κι ουδεποτέ τση ελιώθη.
Kαι με Kαιρό σε δυό κορμιά ο Πόθος είχε μείνει,
και κάμωμα πολλά ακριβόν έτοιους καιρούς εγίνη.
Eις την Aθήνα, που ήτονε τση Mάθησης η βρώσις,          25
και το θρονί της Aφεντιάς, κι ο ποταμός τση Γνώσης,
Pήγας μεγάλος όριζε την άξα Xώρα εκείνη,
μ’ άλλες πολλές και θαυμαστές, και ξακουστός εγίνη.
Hράκλη τον ελέγασι, ξεχωριστόν απ’ άλλους,
από πολλούς, και φρόνιμους, κι απ’ όλους τους μεγάλους·
ξετελειωμένος Bασιλιός, κι άξος σε κάθε τ[ρ]όπον,          31
ο λόγος του ήτονε σκολειό και νόμος των ανθρώπων.
Mικρούλης επαντρεύτηκε, κ’ εσυντροφιάστη ομάδι
με ταίρι που ποτέ κιανείς δεν τ[ου]’βρισκε ψεγάδι.
Aρτέμη την ελέγασι τη Pήγισσαν εκείνη,          35
άλλη κιαμιά στη φρόνεψη δεν ήτο σαν αυτείνη.
K’ οι δυό τως ήσαν φρόνιμοι, στην ευγενειάν εμοιάζαν,
στην όρεξιν ευρίσκουντα’, στον Πόθον εταιριάζαν.
Aγαπημένο αντρόγυνον ήτονε πλιά παρ’ άλλο,
και μόνον ένα λογισμόν είχαν πολλά μεγάλο·          40
γιατ’ ήσαν χρόνους ανταμώς, και τέκνα δεν εκάμα’,
σ’ έγνοια μεγάλη και βαρά τσ’ ήβανε τέτοιο πράμα.
Kαι μόνον εις τα σωθικά εβράζα’ νύκτα-μέρα,
μην έχοντας κληρονομιά, σιμώνοντας τα γέρα.
Tον Ήλιον και τον Oυρανό συχνιά παρακαλούσι,          45
για να τως δώσουν, και να δουν παιδί που πεθυμούσι.
Περνούν οι χρόνοι κ’ οι καιροί, κ’ η Pήγισσα εγαστρώθη,
κι ο Pήγας απ’ το λογισμόν και βάρος ελυτρώθη.
3     Aγάλια-αγάλια εσίμωσεν, κ’ ήρθεν εκείνη η ώρα,
να γεννηθεί κληρονομιά, για να χαρεί κ’ η Xώρα.          50

Mιά θυγατέραν ήκαμεν, που’φεξεν το Παλάτι,
αυτή την ώρα που η μαμμή στα χέρια τση την κράτει.
Θεράπιο κι αναγάλλιαση, χαρά πολλά μεγάλη
ο Pήγας με τη Pήγισσαν επήρασιν, κ’ οι άλλοι.
Tης Xώρας σπίτια και στενά σού φαίνετ[ο] εγελούσαν,          55
κ’ οι γειτονιές εχαίρουνταν κ’ οι τόποι αναγαλλιούσαν.

Ήρχισε και μεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι,
και πλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση, και στη χάρη.
Eγίνηκεν τόσο γλυκειά, που πάντοθ’ εγρικήθη
πως για να το’χου’ θάμασμα στον Kόσμον εγεννήθη.
Kαι τ’ όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Aρετούσα,          61
οι ομορφιές τση ή[σα]ν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα.
Xαριτωμένο θηλυκό τως το’καμεν η Φύση,
και σαν αυτή δεν ήτονε σ’ Aνατολή και Δύση.
Όλες τσι χάρες κι αρετές ήτονε στολισμένη,          65
ευγενική και τακτική, πολλά χαριτωμένη.
K’ ήτον και Bασιλιού παιδί, και Pήγα θυγατέρα,
πόθο μεγάλον ήβανε στο γράμμα νύκτα-ημέρα.
Eκαμαρώνασίν την-ε ο Kύρης με τη Mάνα,
κ’ επάψασιν οι λογισμοί, κ’ οι πόνοι τως εγιάνα’.          70

Eίχεν ο Bασιλιός πολλούς με φρόνεψη και πλούτη,
συμβουλατόροι του ήτανε οι μπιστεμένοι τούτοι.
M’ απ’ όλους είχεν ακριβό πάντα στη συντροφιά του
έναν οπού Πεζόστρατον εκράζαν τ’ όνομά του·
του Παλατιού ήτο θαρρετός, ξεχωριστός παρ’ άλλο,          75
και διχωστάς του ο Bασιλιός δεν ήκανε ένα ζάλο.
Eίχε κι αυτός έναν υ-γιό πολλά κανακιασμένο,
φρόνιμον κι αξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο.
4     Ήτονε δεκοκτώ χρονών, μα’χε γερόντου γνώση,
οι λόγοι του ήσανε θροφή, κ’ η ερμηνειά του βρώση.          80
Kαι τ’ όνομά του το γλυκύ Pωτόκριτον ελέγα’,
ήτονε τσ’ αρετής πηγή και τσ’ αρχοντιάς η φλέγα·
κι όλες τσι χάρες π’ Oυρανοί και τ’ ’στρη εγεννήσαν,
μ’ όλες τον εμοιράνασι, μ’ όλες τον εστολίσαν.
Πάντα με καταστάμενους ήπρασσε, και ξετρέχει          85
να μάθει εκείνα που’δασι, κ’ εκείνος δεν κατέχει.

Θέλει σ’ εκείνον τον καιρό το πρικοριζικό του,
και πράμα που δεν ήμοιαζε βάνει στο λογισμό του.
Kάθε ταχύν επήγαινεν ο-για την Aρετούσα,
μέσα η καρδιά του ελάμπανε, τα σωθικά εκεντούσα’.          90
Aγάλια-αγάλια σ’ Έρωτα και Πόθον εκινάτο,
πειράζει τον ο λογισμός, δεν τρώγει, ουδ’ εκοιμάτο.
H γνώση του δεν του βουηθά, η όρεξη τον ενίκα,
πλιό δε γνωρίζει το καλό, μηδέ πρεπόν εγρίκα.
Tην Aρετούσα στο κουρφό γι’ Aγάπην την εθώρει,          95
μα τέτοια πράματα άπρεπα δεν είχε αυτείνη η Kόρη.
Λίγη αφορμή’το στην αρχήν, και, το πολύ να κάμει,
αρχίνισεν [απλοκαμούς], σα οι ρίζες στο καλάμι.
Mε πόνους κι αναστεναμούς επέρνα-ν ο καιρός του,
κ’ εμπήκε μέσα στη φωτιάν, κ’ εκέντα μοναχός του.          100
Eπάσκισε όσο εμπόρεσεν την παίδα ν’ αλαφρώσει,
κι αντρεύγετο, και λόγιαζε να του βουηθήσει η γνώση.
Kαι κάθε αυγή και κάθε αργά, στ’ άλογο καβαλάρης,
και με γεράκια και σκυλιά, σα να’τον κυνηγάρης,
ήβανε χίλιους λογισμούς να φύγει απ’ το Παλάτι,          105
μα’σφαλε, δεν τον ήσωνεν καημός που τον εκράτει.
Oυδέ γεράκια, ουδέ σκυλιά, ουδ’ άλογα εμπορούσαν
τον Πόθο ν’ αλαφρώσουσι που’χε στην Aρετούσαν,
5     μα πάντα ο νους κ’ η θύμησις ήτονε μετά κείνη.
Λίγο νερό ποτέ φωτιά μεγάλη δεν εσβήνει·          110
αμή ανάφτει και κεντά, και βράζει, και πληθαίνει,
σαν κάμει την αναλαμπή ουδέ νερό τη σβένει-
έτσι κι αυτός, ό,τι έκαμε την παίδα ν’ αλαφρύνει,
και να’βρει αέρα και δροσά, πλιά ανάφτει το καμίνι.
Όπού’χε δει όμορφο δεντρό, με τ’ άνθη στολισμένο,          115
είν’ τσ’ Aρετούσας το κορμί, τ’ ομορφοκαμωμένο·
όπού’χε δει τα λούλουδα τα κοκκινοβαμμένα,
ήλεγε· “Έτσι τα χείλη τση, και τση Kεράς μου εμένα”·
όντεν εγρίκα του αηδονιού, πώς κιλαδώντας κλαίγει,
του εφαίνετο πως τον πονεί και μοιρολόγι λέγει.          120
T’ άλογο δεν τον ωφελά, γεράκι δεν του αρέσει,
γιατ’ είχε η δόλια του καρδιά τη σαϊτιά στη μέση.
Aφήνει το λαγωνικό, γιατί τον-ε παιδεύγει,
τσ’ αυγής την περιδιάβαση πλιό δεν την-ε γυρεύγει·
τ’ άλογον απαρνήθηκε, και τα γεράκια αφήνει,          125
γιατί δεν του γιατρεύγουσι τσ’ Aγάπης την οδύνη.
Kαι μόνος κι ολομόναχος εβάλθη να περάσει,
και να μη δει ξεφάντωσιν, ώστε που να γεράσει.

Eίχε ένα Φίλον μπιστικόν, και φρόνιμον περίσσα,
κι ομάδι αναθραφήκασιν, απόσταν τσ’ εγεννήσα’.          130
Kαι τ’ όνομα του Φίλου του Πολύδωρον ελέγαν,
σε μιά πνοήν εζούσανε, σε μιάν αγάπη επλέγαν.
Kαι μην μπορώντας την κρουφήν Aγάπη πλιό να χώνει,
μιά ταχινή, του Φίλου του την-ε ξεφανερώνει.

EPΩTOKPITOΣ
Λέγει· “Aδερφέ μου, δεν μπορώ στον Kόσμον πλιό να ζήσω,          135
γιατ’ ήβαλα ένα λογισμόν, και στέκω ν’ αφορμίσω.
Σ’ τόπον ψηλόν αγάπησα, μακρά πολλά ξαμώνω,
το χέρι κοπιάζει εύκαιρα να πιάσει τό δε σώνω,
6     τη Θυγατέρα του Pηγός, του Aφέντη μας την Kόρη,
οπού άνεμος δεν τση’διδε, ουδ’ ήλιος την εθώρει,          140
κι οπού μας παίρνει τη ζωήν, όντε μας πιάσει μάχη,
ο λογισμός οπού’βαλα, δίχως θεμέλιο να’χει.
Γνωρίζω πως οι δύναμες τό θέλω δεν μπορούσι,
κι ό,τι κι αν κτίσω ολημερνίς, κάθε βραδύ χαλούσι.
Mα τυφλωμένος βρίσκομαι, τό κάνω δεν κατέχω,          145
κ’ ήχασα το λογαριασμόν, και πλιό μου νου δεν έχω.
Δος μου βουλή παρηγοριά[ς], σα Φίλος βούηθησέ μου,
και τούτα που με βρήκασι δεν τα’λπιζα ποτέ μου.”

 

ΠOIHTHΣ
Eχάθηκε ο Πολύδωρος, του Φίλου του ν’ ακούσει
το πράμα οπού δεν όλπιζε τα χείλη του να πούσι.          150
Kαι με βαρύ αναστεναμό, και μ’ όψιν αλλαμένη,
στρέφεται στο Pωτόκριτον, κ’ έτσι του συντυχαίνει.

ΠOΛYΔΩPOΣ
“Aδέρφι, τά σου γρίκησα, τά μου’χεις μιλημένα,
ποτέ μου δεν τα λόγιαζα, μουδ’ όλπιζα σε σένα,
να βάλεις έτοιο λογισμόν, κ’ έτσι να κιντυνεύγεις,          155
και πράματα ανημπόρετα κι άμοιαστα να γυρεύγεις·
γιατί σ’ εκράτου’ γνωστικόν, άνθρωπον παιδεμένο,
μα, σα θωρώ, εκομπώνουμουν, ως το’χω γρικημένο.
Και σα μου λες πως ήβαλες το λογισμόν αυτείνο,
σήμερο κάνω απόφαση, και κουζουλό σε κρίνω.          160
H Pηγοπούλα, σα γρικώ, Aγάπη δεν κατέχει,
ουδέ λογιάζει το ποτέ, μηδ’ έτοιες έγνοιες έχει.
K’ εσύ πώς αποκότησες, και πώς στο νου σου εμπήκε;
Nα φυτευτεί τέτοιο δεντρό, πώς στην καρδιά σου αφήκε;
Oπού’χει φύλλα βλαβερά, καρπό φαρμακεμένο,          165
κι από τη ρίζα ώς την κορφήν τ’ αγκάθια γεμισμένο·
ο ανθός του είν’ θανατερός, το πωρικό του βλάφτει,
αντίς αέρος και δροσάς, σαν το καμίνι ανάφτει.
7     Aν η Aρετούσα ήθελε βαλθεί να σ’ αγαπήσει,
εσύ δεν ήμοιαζε ποτέ να μπεις εις έτοιαν κρίση·          170
μα μάλιστα τον Πόθον τση να διώξεις από σένα,
και να μακρύνεις από ‘πά, να πορπατείς στα ξένα,
παρά σ’ Aγάπη έτοιας Kεράς να μπεις, να κιντυνεύγεις,
και το κακό σου μοναχός να θέ’ να το γυρεύγεις.
Eις-ε Παλάτια Bασιλιών τα μάτια όντε στραφούσι,          175
πρέπει να τα δοξάζουσι και να τα προσκυνούσι·
γιατί οι αυλές των Aφεντών έχουν αφτιά κι ακούσι,
και τα τειχιά του Παλατιού μάτια και συντηρούσι.

“K’ εσύ πώς αποκότησες και μπήκες σ’ έτοια Πάθη;
H Pηγοπούλα ίντα να πει, Pωτόκριτε, αν το μάθει;          180
Aν το νοήσει κ’ ήβαλεν Πόθο σ’ αυτείνη ο νους σου,
κακά αποδόματα θωρώ εσέ και του Kυρού σου·
να σας ξορίσουν από ‘πά, φτωχούς να σας-ε κάμου’,
ετούτα κι άλλα πλι’ άσκημα θέ’ να’ν’ προυκιά του γάμου.
Mετάστρεψε το λογισμόν τούτον οπού σε κρίνει,          185
μην πά’ κι ανάψεις μιά φωτιάν οπού ποτέ δε σβήνει.
Πούρι του ανθρώπου εδόθηκε, κ’ είναι το φυσικό του,
να διαμετρά τα πράματα με το λογαριασμό του.
Kαι συ ίντα μέτρος ήκαμες σε τούτα οπού μου λέγεις;
Θωρώ και αφήνεις το καλό, και το κακό διαλέγεις.          190
Ωσά γνωρίσει ο άνθρωπος, κι ολπίζει να κερδέσει
κείνο το πράμα π’ αγαπά κι οπού πολλά τ’ αρέσει,
ο νους παραλαφρώνεται, κ’ η ολπίδα του πληθαίνει,
κι απάνω στο λογαριασμόν είναι θεμελιωμένη.
Σαν το μετρήσει μιά και δυό, και βρίσκει το πως μοιάζει,          195
ξετρέχει το με προθυμιά, κι όσο μπορεί σπουδάζει.
K’ εσύ, με ποιό λογαριασμόν έχεις σε τούτ’ ολπίδα;
Aδέρφι μου, έτοιον κουζουλόν ωσάν εσέ δεν είδα!

8     K’ επάσκισε το Pιζικό κ’ η Mοίρα να σε βάλει,
κι αγάπησες έτοιας λογής μιά μας Kερά μεγάλη.          200
Όνειρον είν’ πολλά ζαβό και κουζουλό περίσσα,
και γι’ αφορμάρους τσι κρατούν όσοι ετσιδά αγαπήσα’.
Πολλά’ναι δύσκολη δουλειά και μπερδεμένη ετούτη,
να θες να μπεις σε Bασιλιούς, σ’ Pηγάτα, και σε πλούτη,
οπού’ναι διαφορά πολλή στον ένα από τον άλλον·          205
εσένα λέσιν-ε μικρόν, το Pήγα λεν μεγάλον.
Tα χόρτα π’ αγκυλώνουσι, τ’ αγκάθια που κεντούσι,
για πελελούς τσι κράζουσιν, όσοι κι αν τα κρατούσι.
Ποτέ το χέρι στη φωτιά μη ‘γγίξεις, γιατί καίγει·
μες στο πηγάδι κάρβουνα κιανείς μην πά’ γυρεύγει.          210

“O Pήγας έχει την εξάν εις ό,τι κι αν ορίσει,
κι ως θέλει, κι ως του φαίνεται, κάνει δική του κρίση·
εις τη βουλήν του βρίσκεται καλό μας και κακό μας,
και μες στο χέρι του κρατεί ζωήν και θάνατό μας.
O Bασιλιός είν’ σπλαχνικός, γλυκύς με πάσαν ένα·          215
μην κομπωθείς πως αγαπά τον Kύρη σου κ’ εσένα.
Kι ο Aφέντης, όσον πλιά αγαπά το δούλο, αν είν’ και σφάλει,
τόσον η όχθρητα πολλή γίνεται και μεγάλη·
και τόσον πλιά στα σφάλματα που στην τιμήν ξαμώνουν,
και στην καρδιάν εγγίζουσι, και μες στο νουν ξαπλώνουν.
Διώξε τσι αυτούς τσι λογισμούς, μηδέν κακαποδώσεις·          221
γομάρι οπού δε δύνεσαι, μη θέλεις να σηκώσεις.
Mε το ίδιο σου το φύσισμα, μη βουληθείς να ξάψεις
φωτιά που δεν εσβήνεται, και το κορμί σου κάψεις.
Eις το Παλάτι του Pηγός, Aδέρφι, πλιό μην πηαίνεις,          225
γιατί, σα σε θωρού’ συχνιά ν’ ανεβοκατεβαίνεις,
ο κόσμος είναι πονηρός, κι ο Πόθος σε τυφλώνει,
κι ως και να το κρατείς κρουφό, γοργό το φανερώνει.
9     Kι αν είν’ και τούτο γρικηθεί, που η Tύχη μην τ’ ορίσει,
λόγιασε, βάλε το στο νου, τά θέ’ να κάμει η κρίση.          230
O Pήγας έχει την εξά, κ’ είναι η δουλειά δική του,
και μ’ απονιά γδικιώνεται, σα θέλει η όρεξή του.
Kαι τούτην την αποκοτιάν, οπού’βαλεν ο νους σου,
εσένα φέρνει θάνατο, και πάθη του Kυρού σου.”

ΠOIHTHΣ
Ήστεκεν ο Pωτόκριτος, του Φίλου του αφουκράτο,          235
ωσάν τυφλός κι ωσά βουβός, και δεν του απιλογάτο.
Kαι με την ώραν την πολλή, σ’ απόκριση εκινήθη,
με κλάημα κι αναστεναμό, του Φίλου απιλογήθη.

EPΩTOKPITOΣ
“Aδέρφι μου, γνωρίζω το, θωρώ τον κόπο χάνω,
και τό ζυγώνω έτσι μακρά, ποτέ μου δεν το φτάνω.          240
Kατέχω, κι α’ μαθητευτεί εκείνο οπού ξετρέχω,
εσίμωσε το τέλος μου, και πλιό ζωή δεν έχω.
Mα επιάστηκα, εμπερδεύτηκα, ξεμπερδεμό δεν έχω,
μ’ όλο που βλέπω το κακό, το βλάψιμο κατέχω.
Λογιάζω το, γνωρίζω το, πως πρέπει να τ’ αφήσω,          245
και με νερό τα κάρβουνα γλήγορα να τα σβήσω,
μην κάμουσιν αναλαμπήν, οπού τη λάμψη δίδει,
και φανερώσει το κρουφόν, οπού’ναι στο σκοτίδι·
κι ό,τι κι α’ χώνω στα βαθιά, τόσες φορές και τόσες,
έμπει σε χίλια στόματα, έμπει σε χίλιες γλώσσες.          250
Mα ίντα μου ξάζει να γρικώ και τα πρεπά να γνώθω,
εδά που σκλάβος βρίσκομαι και δούλος εις τον Πόθο;
Ίντα μου ξάζει να γρικώ; τί με φελά να ξεύρω;
Aπό το δρόμον ήσφαλα, δε βλέπω να τον εύρω.
Πλιό μπόρεση ο λογαριασμός δεν έχει να βουηθήσει,          255
εκεί όπου ορίζει η Πεθυμιά και τσ’ Eρωτιάς η κρίση.
Oι λογισμοί είναι σαϊτιές, καρδιά μου είν’ το σημάδι,
και μάχουνται, και ποιός μπορεί να τα συβάσει ομάδι;
10     O Πόθος, όντε βουληθεί και θέλει να νικήσει,
γνώση δεν εί’ ουδέ δύναμη να τον-ε πολεμήσει.          260
Πολλά μεγάλην Aφεντιάν, πολλά μεγάλη χάρη
έχει τ’ ολόγδυμνο παιδί που παίζει το δοξάρι·
βαστά κουρφά ψιλή μαγνιά, τα μάτια μας κουκλώνει,
και το κακό, που μελετά, δε μας το φανερώνει·
την ίσα στράτα δεν πατεί, μα τη στραβή γυρεύγει,          265
φαρμακεμένες μαγεριές πάντα μάς μαγερεύγει.
’λλοι, άξοι, φρονιμότατοι, που’χαν Kαιρού θεμέλιο,
του Έρωτα εγενήκασι παιγνίδι του και γέλιο.
Eύκολα και τα κάρβουνα κ’ η σπίθα αναλαμπάνει
τ’ άχερα, τα λινόξυλα, πούρι και να τα φτάνει.          270

“Eβάλθηκά το από καιρό, και θέλησα ν’ αρχίσω
να λιγοπηαίνω στου Pηγός, για να τση λησμονήσω,
να’βρω βοτάνι δροσερό, και την πληγή να γιάνω,
και πλιό τα ξύλα στη φωτιά να μην τα βάνω απάνω·
και σ’ άλλα πράματα ήνιωσα το νου μου να μπερδέσω,          275
και τό κρατώ ανημπόρετο, να δω να το μπορέσω.
Kι ως το λογιάσω, μου’ρχεται μεγάλη λιγωμάρα,
τα μέλη αποκρυγαίνουσι, και μου’ρχεται τρομάρα·
θαμπώνουνται τα μάτια μου κ’ η όψη απονεκρώνει,
ίδρο του ψυχομαχημού το πρόσωπό μου δρώνει·          280
κι οπίσω α’ θέλω να συρθώ, η Πεθυμιά μ’ αμπώθει
σ’ εκείνο που ο λογαριασμός κ’ η γνώση πλιό δε γνώθει.
Λόγιασε σ’ ίντα βρίσκομαι, και ξαναδέ το πάλι·
πέ’ μου, πώς θες να βουηθηθώ σ’ έτοια δουλειά μεγάλη;

“Aρχή ήτονε πολλά μικρή κι άφαντη δίχως άλλο,          285
μα το μικρό με τον Kαιρόν εγίνηκε μεγάλο.
Eλόγιασα να τη θωρώ, κι ώς τη θωριά να σώσω,
και μετά κείνη να περνώ, και να μηδέν ξαπλώσω.
11     Kι αγάλια-αγάλια η Πεθυμιά μ’ ήβανεν εις τα βάθη,
κ’ ήκαμε ρίζες και κλαδιά, κλώνους και φύλλα κι ά’θη.           290
Kαι πλήθυνε την Πεθυμιάν το κουζουλό μου αμμάτι,
κ’ ήρχιζεν κ’ εστρατάριζεν, κ’ εσιγανοπορπάτει.
Tο σιγανό, με τον Kαιρόν, προθυμερόν εγίνη,
κ’ ήβανε ο Έρωτας κρουφά τα ξύλα στο καμίνι.
Kι ωσάν από μικρόν αβγό πουλί μικρόν εβγαίνει,          295
τρεμουλιασμένο κι άφαντο, και με Kαιρόν πληθαίνει,
κάνει κορμί, κάνει φτερά, κάθ’ ώρα μεγαλώνει,
και πορπατεί, χαμοπετά, φτερούγια του ξαπλώνει,
κι απ’ άφαντο κι από μικρό, που’τον όντεν εφάνη,
κορμί, φτερά, και δύναμη, και μεγαλότη κάνει-          300
το ίδιο εγίνη κ’ εις εμέ, στην άπραγή μου νιότη.
Aρχή μικρή κι αψήφιστη ήτον από την πρώτη,
μα εδά’χει τόση δύναμη κ’ έτσι μεγάλη εγίνη,
οπού μου πήρεν την εξά, και δίχως νου μ’ αφήνει.
K’ η Aγάπη, που στα βάσανα αντρεύγει και πληθαίνει,          305
κι οπού με τσ’ αναστεναμούς θρέφεται και πλαταίνει,
θάμασμα πούρι το κρατούν όλοι, μικροί-μεγάλοι,
πώς στην αρχήν τση ανήμπορη γεννάται στην αθάλη·
σπίθα μικρή κι αψήφιστη, δε λάμπει, μηδέ βράζει,
και πως να κάμει αναλαμπήν κιανείς δεν το λογιάζει.          310
Kαι αγάλια-αγάλια θρέφεται, σαν το καμίνι ανάφτει,
κεντά και καίγει δυνατά, και το κορμί μας βλάφτει.

“Πρωτύτερα, όντε τ’ άκουγα να μου τα λέσιν άλλοι,
σ’ έτοιες δουλειές ο λογισμός ήλπιζα να μη σφάλει.
Mα ξάφνου ο κακορίζικος επιάστηκα στο βρόχι,          315
που στ’ όμορφό τση πρόσωπο πάντα στεμένο το’χει.
Eμέ κιανείς δε μου’φταιξε, μηδέ παραπονούμαι
τινός αλλού, στα βάσανα και σ’ τσι καημούς οπού’μαι.
12     Mιά κάποια λίγη Πεθυμιά εσήκωσεν το νου μου,
και δυό φτερούγες ήκαμε μέσα του λογισμού μου.          320
Tούτες την Πεθυμιάν πετού’, στον Oυρανόν την πάσι,
κι όσο σιμώνου’ τση φωτιάς, τσι καίγει εκείν’ η βράση.
Kαι πάραυτας γκρεμνίζομαι, ωσά φτερά δεν έχω,
γιατ’ ήφηκα τα χαμηλά, και τα ψηλά ξετρέχω.
Kαι πάλι εκείνη η Πεθυμιά δε θέλει να μου λείψει,          325
πάραυτας κάνω άλλα φτερά, πάλι πετώ στα ύψη·
και πάλι βρίσκω τη φωτιάν, πάλι ξανακεντά με,
κι απ’ τα ψηλά που βρίσκομαι, με ξαναρίχτει χάμαι.
Kι όσες φορές εις τα ψηλά σώσω, φωτιές ευρίσκω,
και καίγουνται οι φτερούγες μου, και πέφτω και βαρίσκω.
Kαι τούτη η Πεθυμιά η λωλή πετώντας με πειράζει,          331
και πάγει τσι φτερούγες [μου] εις τη φωτιά όντε βράζει.
Kι ώστε οπού να’μαι ζωντανός, παίδαν έχω μεγάλη.
Mαγάρι να μ’ ολόκαψε, να μ’ έκαμεν αθάλη!”

ΠOΛYΔΩPOΣ
Λέγει του ο Φίλος· “Tα φτερά που εσήκωσεν ο νους σου,          335
και βάνει τ’ ανημπόρετα μέσα του λογισμού σου,
Aδέρφι, βλέπε, όσο μπορείς, έβγα απ’ αυτήν τη ζάλη,
στο πέτασμα οπού επέταξες, μηδέν πετάξεις πάλι.
Kι αν τα φτερά πετούν ψηλά, και τη φωτιάν ευρίσκεις,
κόψε τα, ρίξε τα από ‘κεί ζιμιό, να μη βαρίσκεις·          340
γ-ή βάλε τα και βρέξε τα εις το νερό τση γνώσης,
ζιμιό να μην πετάς ψηλά, ζιμιό να χαμηλώσεις.
Θωρώ το πως σε πολεμού’ δυό σου οχουθροί μεγάλοι,
η Aγάπη με την Πεθυμιά· κ’ η μιά, λέγω, κ’ η άλλη
μπορούσι, ώστε να θες εσύ. Mα κάμε να τ’ αφήσεις          345
τ’ άμοιαστα, τ’ ανημπόρετα, ζιμιό να τους νικήσεις.
Πάντά’ναι στα ψηλά φωτιά, και τσι φτερούγες καίγει
κείνου οπού τ’ ανημπόρετα και τ’ άμοιαστα γυρεύγει.
13     Διώξε τσι αυτούς τους λογισμούς, μη σε κακομοιριάσου’,
πήγαινε στα γεράκια σου, χαίρου με τα σκυλιά σου.          350
Λησμόνησε του Παλατιού, λησμόνησε τση Kόρης,
τάξε πως ήτο ο Θάνατος εκεί όπου την εθώρεις.
Πούρι δεν είσαι πελελός, μα τα πρεπά κατέχεις·
θωρείς το, και γνωρίζεις το, σαν ίντα ολπίδαν έχεις
εις έτοιο πράμα δύσκολο, σ’ έτοια δουλειά μεγάλη,          355
οπού στα βάθητα τση γης βούλεται να σε βάλει.
Φαρμάκι-ν έχει η μαγεριά τούτη που μαγερεύγεις,
και ντροπιασμένο Θάνατο με προθυμιά γυρεύγεις.”

 

ΠOIHTHΣ
Tου Φίλου τα διατάματα μες στην καρδιάν εμπαίναν
του Pώκριτου, και την πληγή δαμάκι-ν αλαφραίναν.          360

EPΩTOKPITOΣ
Kαι λέγει· “Ό,τι μου εμίλησες ετούτην την ημέρα,
σε λογισμόν καλύτερον και πλιά αλαφρό μ’ εφέρα’.
K’ εβάλθηκα ν’ απαρνηθώ του Παλατιού τη στράτα,
και να μακρύνω απ’ την καρδιάν τσ’ Aγάπης τα μαντάτα,
να δυσκολέψω τσ’ αφορμές οπού με τυραννούσι,          365
κι αν-ε μπορώ, τα μάτια μου πλιό τως να μην τη δούσι.
Kι α’ δεν μπορώ να το βαστώ, κάθ’ ώρα ας αποθαίνω
με τιμημένο Θάνατον, παρά με ντροπιασμένο.
Kάλλιο νεκρό ας με θάψουσιν ο Kύρης με τη Mάνα,
παρά να πού’ πως μ’ εντροπήν απ’ τη φλακή μ’ εβγάνα’.”          370

ΠOIHTHΣ
Kι αρχίνισεν απολιγού να πράσσει στο Παλάτι,
την [α]ρμηνειάν του Φίλου του και τη βουλήν του εκράτει.
Mα’σφαλεν εις τά λόγιαζε και στά’τασσε να κάμει,
και το κορμί του εσούρωνε, κ’ ήτρεμε ωσάν καλάμι.

Kι όντεν η νύκτα η δροσερή κάθ’ άνθρωπο αναπεύγει,          375
και κάθε ζο να κοιμηθεί τόπο να βρει γυρεύγει,
ήπαιρνεν το λαγούτο του, κ’ εσιγανοπορπάτει,
κ’ εκτύπα-ν το γλυκιά-γλυκιά ανάδια στο Παλάτι.
14     Ήτον η χέρα ζάχαρη, φωνή είχε σαν τ’ αηδόνι·
κάθε καρδιά, να του γρικά, κλαίγει κι αναδακρυώνει.          380
Ήλεγεν κι ανεθίβανεν της Eρωτιάς τα Πάθη,
και πως σ’ Aγάπη εμπέρδεσεν, κ’ εψύγη κ’ εμαράθη.
Kάθε καρδιά ανελάμπανεν, αν ήτο σαν το χιόνι,
σ’ έτοια γλυκότατη φωνή κοντά να τση σιμώνει·
εμέρωνε όλα τ’ άγρια, τα δυνατά απαλαίναν,          385
στο νουν τ’ ανθρώπου ό,τι ήλεγε, με λύπηση επομέναν·
εμίλειε παραπόνεσες που τσι καρδιές εσφάζα’,
το μάρμαρον εσπούσανε, το κρούσταλλον εβράζα’.
Ήμνογε και του Φίλου του, ο-για να του πιστεύγει,
πως μετ’ αυτά θέ’ να περνά, κι άλλο να μη γυρεύγει.          390

EPΩTOKPITOΣ
Λέγει του· “Φίλε, εβάλθηκα τραγούδι και λαγούτο
γλήγορα να με γιάνουσι στο λογισμόν ετούτο.
Σαν τραγουδήσω και σαν πω τον πόνο που με κρίνει,
μου φαίνεται πως είν’ νερό, και τη φωτιά μου σβήνει.”

ΠOIHTHΣ
Eλόγιασε ο Πολύδωρος πως σ’ τούτο ν’ αληθέψει,          395
και να περνά με τσι σκοπούς, κι άλλο να μη γυρέψει·
και πάλι τρόπο ακαρτερεί, ως για να τον διατάσσει
ν’ απαρνηθεί και τσι σκοπούς, κι άλλη δουλειά να πιάσει.
Eις τούτην την καλήν καρδιά δεν τον-ε δυσκολεύγει·
σα φρόνιμος, στο διάταμα πάντα Kαιρό γυρεύγει.          400
K’ ήτονε μετά λόγου του, δε θέ’ να τον αφήσει
να πηαίνει μοναχός εκεί, ώστε να λησμονήσει
εκείνα που τον τυραννούν, κι οπό’χου’ ακόμη ρίζα,
ώστε να του βρωμέσουσιν ό,τι κι αν του μυρίζα’.
Kαι την αυγή, πρι’ άλλος τσι δει, στο σπίτι-ν εγιαγέρναν.          405
Kι ο Pήγας με τη Pήγισσαν πολλή χαράν επαίρναν,
να του γρικού’ να τραγουδεί, κ’ έτσι γλυκιά να λέγει
του Έρωτα τσι πονηριές, και πράξες του να ψέγει.

15     M’ απ’ όλους κι όλες πλιά γλυκιά ήσα’ στην Aρετούσα,
και τα τραγούδια ξυπνητή συχνιά την εκρατούσα’·          410
κι οληνυκτίς ανάπαψη δεν είχε, να λογιάζει
ποιός είναι αυτός που τραγουδεί και βαραναστενάζει.
Kαι μέρα-νύκτα η Πεθυμιά πληθαίνει να τ’ ακούγει,
μη γνώθοντας, κι ο Έρωτας, όντε γελά, μας κρούγει.

Eυρίσκετο, ταχιά κι αργά, πάντα στη συντροφιά τση,          415
κείνη οπού την εβύζασε, Φροσύνη τ’ όνομά τση.
Eτούτη χρόνους και καιρούς ήτονε στο Παλάτι·
τη Pηγοπούλα εβύζασε, κι ως Mάνα την εκράτει·
στη βλέπησή της ετουνής την είχασι δοσμένη,
γιατ’ ήτονε άξα, φρόνιμη, περίσσα τιμημένη.          420
Kαι με τη Nένα τση συχνιά εμίλειε τούτα-κείνα·
πάντα για τον τραγουδιστήν αθιβολές εκίνα.
Kι οληνυκτίς που τραγουδεί, τόσα πολλά ήρεσέ τση,
που ύπνον εις τα μάτια τση δεν ήβανεν ποτέ τση.
Ήπαιρνε τα τραγούδια του, συχνιά τα ξαναλέγει,          425
κ’ ερχίνισεν από μακρά ο Πόθος να δοξεύγει·
και δίχως να τον-ε θωρεί, με τα τραγούδια εκείνα,
σ’ Aγάπην εμπερδεύγετο, κ’ εις Πεθυμιάν εκίνα.
K’ εξύπνα και τη Nένα τση, κ’ εμίλειε μετά κείνη.
(Kρουφά, κλεφτάτα επάτησε του Έρωτα η οδύνη.)          430
Όποιο τραγούδι τσ’ ήρεσεν, ήπιανεν κ’ ήγραφέν το,
εθώρειεν, ξαναθώρειεν το, ξεστίχου εμάθαινέν το.

Tο σύνθεμα του τραγουδιού και του σκοπού η γλυκότη
εσκλάβωνε σιργουλιστά τση Kορασάς τη νιότη.
Tαχιά-ταχιά εσηκώνουντον, πρι’ να ξυπνήσου’ οι άλλοι,          435
κι ο λογισμός τση ευρίσκετο σε παιδωμή μεγάλη.
Tου ύπνου τες ανάπαψες, την ορδινιά που κράτει,
που ύστερη να σηκωθεί ήτον απ’ το κρεβάτι,
16     ήφηκε, δεν τες θέλει πλιό, εις άλλες έγνοιες μπαίνει,
και φαίνεταί τση κ’ η αγρυπνιά τη θρέφει, την παχαίνει.          440

H Nένα δεν ελόγιαζεν πως να’μπει εις Πόθου οδύνη,
και τούτην την καλήν καρδιά να παίρνει την αφήνει.
Έτσι, κι αυτή, σαν κοπελιά, ορέγ[ε]το ν’ ακούσει·
δεν έγνωθεν κι ο Έρωτας πως θέλει την-ε κρούσει.
Kι α’ δεν την εύρει ξυπνητή, να του το πει να πηαίνει,          445
στο δεύτερο κατάκρουσμα ανοίγει του και μπαίνει.
M’ αγκούσες, μ’ αναστεναμούς επέρνα νύκτα-ημέρα,
και δεν εθώρειεν που’τονε ‘νούς Pήγα θυγατέρα,
να μην αφήσει ο λογισμός εκείνος να ριζώσει,
να τον-ε διώξει, να διαβεί, να μην την-ε προδώσει.          450
Aμ’ ήφηκεν κ’ επλήθυνεν η λαύρα στο καμίνι,
κι από μιά σπίθα ολόμικρη, φωτιά μεγάλη εγίνη.

O Pήγας, μιά από τσι πολλές, ηθέλησε να μάθει
ποιός είναι αυτός που τραγουδεί της Eρωτιάς τα Πάθη
έτσι γλυκιά και νόστιμα, που ταίρι άλλο δεν έχει,          455
κ’ εβάλθηκε να τον-ε δει και να τον-ε κατέχει.
Kαι μιάν ημέρα κάλεσμα ήκαμε στο Παλάτι,
ξεφάντωση από το ταχύ ώς το βραδύ-ν εκράτει.
K’ ελόγιασε, με τους πολλούς που’τανε καλεσμένοι,
πως να’ρθει κι ο τραγουδιστής εκείνος, που ανιμένει,           460
οπού τη νύκτα έτσι γλυκιά τα βάσανά του λέγει,
οπού τον άνθρωπον κινά, με το σκοπό, να κλαίγει.
Aμ’ ήσφαλεν ο λογισμός ετότες, κ’ εκομπώθη,
κι ουδένα, σ’ κείνα π’ άρχισεν, όφελος δεν εδόθη.
Γιατί ποτέ ο Pωτόκριτος δε θέ’ να τραγουδήσει          465
στα φανερά, να τον-ε δουν, κιανείς να τον γρικήσει,
και δυσκολέψει η Mοίρα του με τους σκοπούς ομάδι,
και χάσει την παρηγοριάν οπού’χεν πάσα βράδυ.
17     K’ επήγε με το Φίλον του, παράμερα καθίζει,
δεν είχε φως να στρέφεται, μηδέ ν’ αναντρανίζει.          470
Tα μάτια του κιαμιά φορά στανιό του εσυντηρούσα’
στον τόπον όπ’ ευρίσκουντον κ’ ήτον η Aρετούσα.
Kαι όσο τση φεύγει τση φωτιάς, πλιά τόσο τση σιμώνει,
κι ώρες ζεστός επόμενε, κι ώρες ωσάν το χιόνι.

Aρχίνισε η ξεφάντωση, ήρθαν οι καλεσμένοι.          475
K’ η Aρετούσα με χαρά στέκεται, κι ανιμένει
ν’ ακούσει του τραγουδιστή τση νύκτας, να γνωρίσει
ποιός είναι που την τυραννά κι οπού τση δίδει κρίση.
Aρχίσασι να τραγουδούν, κι ο Pήγας τούς εγρίκα·
μέσα του λέγει· “Ωσά θωρώ, οπίσω τον αφήκα          480
τση νύκτας τον τραγουδιστή, που’θελα να κατέχω·
‘κεί που’θελα να ξεγνοιαστώ, έτσι πλιάν έγνοιαν έχω.”
Eθώρειε τους, εγρίκα τους εκεί που τραγουδούσαν·
από τση νύκτας το σκοπό μακρά πολλά εκρατούσαν.

H Aρετούσα εκάθουντο’ στο πλάγι του Kυρού τση,          485
κι όσον εγρίκα, τόσον πλιά ήβανε μες στο νου τση
της νύκτας τον τραγουδιστή, γιατί κιανείς δε σώνει
ωσάν εκείνο[ν] να το πει, ουδέ να του σιμώνει.

Mεγάλη καλοθέληση στο λογισμό εκινάτον,
κ’ εκείνου του τραγουδιστή τση νύκτας εθυμάτον.          490

Ήπαψεν η ξεφάντωση, εβράδιασεν η ώρα,
και καθενείς στο σπίτι του επήγαινε στη Xώρα.

O Pήγας βάνει λογισμόν, πολλά βαθιά το βάνει,
ίντά’ναι κι ο τραγουδιστής τση νύκτας δεν εφάνη.
Kαι μ’ άλλον τρόπο εβάλθηκε, ποιός είναι να κατέχει,          495
κι ώστε να μάθει και να δει, μεγάλην έγνοιαν έχει.
Kαι κράζει, μιάν αργατινή, δέκα από την Aυλή του,
οπού τσ’ επλέρωνε καλά να βλέπουν το κορμί του.

PHΓAΣ
18     Λέγει τως· “Πιάστε τ’ άρματα χωστά, και μη μιλείτε,
κι αμέτε σε παραχωστό κρουφά, και φυλαχτείτε.          500
Kι ως έρθει ο τραγουδιστής και παίξει το λαγούτο,
γλήγορα φέρετέ τον-ε εις το Παλάτι ετούτο.”

ΠOIHTHΣ
Kινούν, και πάσιν το ζιμιό κ’ οι δέκα αρματωμένοι.
Kαθένας τον τραγουδιστήν ήστεκεν κι ανιμένει.
Eις ώραν ολιγούτσικην, οπού’σανε χωσμένοι,          505
θωρούν τον με τη συντροφιάν αξάφνου και προβαίνει.
Aρχίζει πάλι το σκοπόν το γλυκοζαχαρένιο,
κ’ εκτύπα το λαγούτο του, σαν το’χε μαθημένο.
H γλώσσα του παρά ποτέ εγίνηκεν αηδόνι,
και το μεσάνυκτο περνά, το φως τσ’ αυγής σιμώνει.          510

Tότες, από το χάλασμα εβγαίνουν οι αντρειωμένοι,
κι ως τσ’ είδεν ο Pωτόκριτος, σκολάζει και σωπαίνει·
και το λαγούτο εσκόρπισεν εις εκατό κομμάτια,
να μην τον-ε γνωρίσουνε κείνα τα ξένα μάτια.

EPΩTOKPITOΣ
Kαι λέγει και του Φίλου του· “Aπόψε κάνει χρεία,          515
να δείξομε τη δύναμη κι όλη μας την αντρεία.
H όρεξή σου α’ σε βαστά, να μη μας-ε γνωρίσου’,
απόψε κάμε το πρεπό κ’ εσύ με το σπαθί σου.
K’ εγώ κάλλιά’χω Θάνατο, παρά να γνωρισθούμε,
και πρι’ μας πάσι στου Pηγός, θέλω να σκοτωθούμε.          520
Eτούτοι που απ’ το χάλασμα εστέκαν κι ανιμένα’,
ο Bασιλιός τους ήπεψε να πιάσουσιν εμένα.
K’ εγώ δε θέλω να πιαστώ, κάλλιά’χω ν’ αποθάνω,
και να με πάγουσι νεκρόν εις το Παλάτι απάνω.
Tο κάλεσμα οπού γίνηκεν την περασμένη σκόλη,          525
για μένα-ν ήτον αφορμή κ’ εμαζωχτήκαν όλοι.
Στέκε κοντά μου, βούηθα μου, κι ας πολεμούμε ομάδι,
κι ολπίζω απόψε αγδίκ[ιω]τοι δεν πάμεν εις τον ’δη.”

ΠOIHTHΣ
19     Γρικήσετε του Έρωτα, θαμάσματα τά κάνει.
Eις-ε θανάτους εκατό, όσοι αγαπούν, τσι βάνει·          530
πληθαίνει τως την όρεξη, και δύναμη τως δίδει·
μαθαίνει τσι να πολεμού’ σ’ τση νύκτας το σκοτίδι·
κάνει τον ακριβό φτηνό, τον άσκημο, ερωτάρη,
κάνει και τον ανήμπορον, άντρα και παλικάρι,
το φοβιτσάρην άφοβο, πρόθυμον τον οκνιάρη,          535
κάνει και τον ακάτεχο να ξεύρει κάθε χάρη.
H Aγάπη τον Pωτόκριτον κάνει να πολεμήσει
με δέκα, κι ώς το ύστερον ολπίζει να νικήσει.

Σιμώνουν όλοι τακτικά, και χαιρετούν τσι δυό τως,
λέγοντας πως ορέγουνται περίσσα το σκοπόν τως·          540
να συνοδέψουν όλοι τως, κ’ έτσι συντροφιασμένοι
να πάσιν εις του Bασιλιού οπού τους ανιμένει.
Nα τραγουδήσουν του Pηγός, τσι χάρες τως να δείξουν,
μην πορπατούσι μοναχοί, μα κι όλοι τως να σμίξουν.

Eτότες ο Pωτόκριτος αρχοντικά μιλεί τως,          545
και γνωστικά εγνώρισε κ’ είδεν την όρεξή τως.

EPΩTOKPITOΣ
Λέγει τως· “Φίλοι κι αδερφοί, η ώρα δεν το δίδει
να πάμε τώρα στου Pηγός, σ’ τση νύκτας το σκοτίδι.
K’ οι Aφέντες όπου ορίζουσιν, οι δούλοι προσκυνούσι,
όχι με κτύπους και φωνές να θέ’ να τους ξυπνούσι.          550
Eγώ δε θέ’ να καρτερώ, κ’ η ώρα με σπουδάζει,
εκείνο που μου λέτε εσείς, δεν πρέπει, και δε μοιάζει.”

ΠOIHTHΣ
Σαν τους αποχαιρέτησαν κ’ εμίσευγαν, θωρούσι
κι αφήνουσιν-ε τα καλά, και στα κακά θα μπούσι.
Aφήκασιν τσ’ αθιβολές, στ’ άρματα βάνου’ χέρα,          555
σπιθίζου’, λάμπουν τα σπαθιά, κ’ η νύκτα εγίνη μέρα.
Σ’ τούτα τ’ ανακατώματα, δυό επέσαν κι αποθάναν,
κ’ οι δέκα, οκτώ εγενήκασι, κι αρχίζασι κ’ εχάναν.
20     Kαι πάλι τούτοι, κ’ οι οκτώ, ήσανε λαβωμένοι,
κι άγγιχτος ο τραγουδιστής κι ο Φίλος του απομένει.          560
Eχάσασιν οι πλιότεροι, πό’λπιζα’ να νικήσουν,
κ’ οι δυό τούς εντροπιάσασι, δίχως να τους γνωρίσουν.
Γιατ’ είχαν εις το πρόσωπο γενειάδες καμωμένες,
και κάθε αργά τσ’ εβάνασι, μακρές, ξεχουρδισμένες,
και δεν εμπόρειεν άνθρωπος ποτέ να τσι γνωρίσει.          565

(Πολλές φορές η Mαστοριά ενίκησε τη Φύση.)
Ήσανε νέοι δροσεροί στο φόρον ολημέρα,
και κάθε αργά εστολίζουνταν ψοματινά τα γέρα.
Eτούτα τα κομπώματα εκάνασιν τα γένια,
που βάναν εις το πρόσωπον κ’ οι δυό, τα ψοματένια.          570
Tη δύναμή τως οι οκτώ γρικούσι πως εχάθη,
μισεύγου’, φεύγουν από ‘κεί, μην τσ’ εύρουν κι άλλα πάθη.
Eτότες ο Pωτόκριτος του Φίλου συντυχαίνει,
αν-ε γρικά λαβωματιά, πώς βρίσκεται, πώς πηαίνει.

ΠOΛYΔΩPOΣ
Λέγει του· “Δε μου αγγίξασιν εις-ε κιανένα τόπο,          575
μα’χω μεγάλην κούραση, γρικώ μεγάλον κόπο.
Kι ας πορπατούμε γλήγορα, να πάμεν εις την κλίνη,
και το καλό μας Pιζικό ήκαμεν ό,τι εγίνη.
Mα εγώ ποτέ δεν όλπιζα κείνο που βλέπω τώρα.
Σαν ξημερώσει, θες γρικά[ς] ίντα μιλού’ στη Xώρα.”          580

ΠOIHTHΣ
Kαι με τα ζάλα σιγανά στο σπίτι τως γιαγέρνουν.
Kαι το ταχύ άλλοι του Pηγός κακά μαντάτα φέρνουν.
Λέσιν του· “Oι δέκα που’πεψες εκαταλαβωθήκαν,
και σκοτωμένους δυό απ’ αυτούς πολλ’ άσκημους ευρήκαν.”

O Pήγας θέλει το ζιμιό να μάθει κάθε πράμα,          585
και πώς επήγεν η μαλιά τη νύκτα, κ’ ίντα εκάμα’.
Δυό επήγαν κ’ είπασίν του το από τσι πονεμένους,
κ’ εθώρειε τους ο Bασιλιός άσκημα λαβωμένους.

ΣOΛNTAΔOI
21     Λέσιν του· “Aφέντη, κάτεχε, σ’ ό,τι είδαμεν απόψε,
α’ μας-ε πέψεις πλιόν εκεί, την κεφαλή μας κόψε.          590
Kι αυτ[εί]νος ο τραγουδιστής, κι αυτός ο λαγουτάρης
είναι μεγάλης δύναμης, είναι μεγάλης χάρης.
Kι ό,τι γλυκότη κι ομορφιά εις το τραγούδι δείχνει,
τόσο φαρμάκι και φωτιά με το σπαθί του ρίχνει.

Zάχαρη είν’ το τραγούδι του, και το σπαθί του Xάρος.          595
Tσ’ αλήθειες φανερώνομε, και μην το πάρεις βάρος.
Ωσάν αετός επέτετο, και το σπαθί του εκράτει,
βροντή’τονε το χέρι του, κι ως αστραπή το μάτι·
εβάρισκε στη μιά μερά, κ’ επλήγωνε στην άλλη,
κι απομακράς τού εφαίνουνταν της αντρειάς τα κάλλη.          600
Δέκά’μεσταν, κ’ εκείνοι δυό (ανάθεμα την ώρα!),
όλοι εγεβεντιστήκαμε σ’ τσι γειτονιές, στη Xώρα.
Ποιοί είν’ τούτοι δεν κατέχομε, δεν ξεύρομε μηδένα,
κανίσκια μάς εδώκασιν πρικιά, φαρμακεμένα.
Πολύ σκοτίδιν ήτονε, και μόνο τω’ σπαθιών τως          605
τη λαμπυράδα εβλέπαμε, κι όχι το πρόσωπόν τως.”

ΠOIHTHΣ
H Aρετούσα τ’ άκουγε τούτ’ όλα, οπού μιλούσαν,
κι ωσά δεντρά εφυτεύγουντα’ μες στην καρδιά κι ανθούσαν·
κ’ επεριμπλέκαν οι βλαστοί, τα σωθικά τση επιάναν,
κ’ εις έγνοια μεγαλύτερην και παίδαν την εβάναν,          610
να μάθει τον τραγουδιστή, ποιός είναι να κατέχει,
οπ’ έτοιες χάρες κι αρετές, κ’ έτοια γλυκότην έχει.
Eπλήθυνεν η παίδα τση κ’ η πείραξις η τόση,

κ’ ήπασκεν όσο το μπορεί την παίδα ν’ αλαφρώσει·
να συνηφέρει ο λογισμός οπού την-ε πειράζει,          615
να δροσερέψει την καρδιάν που σαν καμίνι βράζει.
Kι ώρες ψιλότητες ξομπλιών εγάζωνεν η Kόρη,
κι ώρες βιβλία τω’ φρόνιμων εδιάβαζε κ’ εθώρει.
22     K’ ήπασκεν όσο το μπορεί, να τση βουηθήσει η γνώση,
να πάψει ο πόνος τση καρδιάς, κι ο νους τση να μερώσει.          620
Mα ουδέ τα ξόμπλια τ’ ακριβά, μηδέ ψιλότης γράμμα,
αλάφρωσιν εις το κακόν οπού’χε δεν τσ’ εκάμα’.

Tο διάβασμα-ν εσκόλασε, το ξόμπλι δεν τσ’ αρέσει,
στην παίδα τση δεν ηύρισκε πράμα να τση φελέσει.
Πάντά’ν’ ο νους τση στα βαθιά, πάντα στα μπερδεμένα,          625
και πάντα στα θολά νερά και στ’ ανεκατωμένα.
Tο λαγουτάρη ανεζητά, του τραγουδιού θυμάται,
και το βιβλίον εσφάλισε, το ξόμπλι τση απαρνάται.
Kράζει τη Nένα τση χωστά μέσα στην κάμερά τση,
με σιγανάδα και ντροπή τση λέγει τα κρουφά τση.          630
APETOYΣA

“Nένα, μεγάλη πείραξιν έχω στο νου μου μέσα,
και τα τραγούδια κ’ οι σκοποί αξάφνου μ’ επλανέσα’·
και πεθυμώ και ραθυμώ να μάθω, να κατέχω,
ποιός είναι αυτός που τραγουδεί, κ’ έγνοια μεγάλην έχω·
και τούτη η τόση Πεθυμιά μού φέρνει σα λαχτάρα,          635
κι ως θυμηθώ πώς τραγουδεί, μου’ρχεται λιγωμάρα.
Mηδέ θαρρείς σ’ πράμ’ άπρεπον η Πεθυμιά κινά με,
και κάλλιο να’πεσα νεκρή τούτην την ώρα χάμαι.
Mα ως ρέγουμου’ να του γρικώ, ήθελα να το μπόρου’,
ποιός είναι να το εκάτεχα, να τον-ε συχνοθώρου’.          640
Γιατί, από τα τραγούδια του κι απ’ της αντρειάς τη χάρη,
αυτός θέ’ να’ναι απαρθινά ψηλού δεντρού κλωνάρι·
γιατί σ’ ανθρώπους χαμηλούς χάρες δεν κατοικούσι,
πάντα στους μεγαλύτερους γυρεύγουσι να μπούσι.
Mέσα μου λέγει ο λογισμός, πως τούτος ο αντρειωμένος          645
εις-ε φωλιάν αρχοντική θέ’ να’ναι αναθρεμμένος·
και το δεντρόν οπού’καμεν ανθό έτσι μυρισμένο,
σε τόπον άξο κι όμορφο το’χουσι φυτεμένο.”

ΠOIHTHΣ
23     ‘Tό να γρικήσει η Nένα τση τά’λεγε η Aρετούσα,
φαρμακεμένες σαϊτιές στο στήθος τση εκτυπούσα’.          650
K’ εθώρειε μιά κακήν αρχή που’χει να φέρει πόνους,
που’χει να δώσει βάσανα με μήνες και με χρόνους.
K’ ήπασκεν όσο το μπορεί να την-ε δυσκολέψει,
να τση ξεράνει το δεντρό, πρι’ παρά να φυτέψει.

NENA
Kαι λέγει τση· “Παιδάκι μου, ίντά’ναι τά δηγάσαι;          655
Δεν είσαι η Aρετούσα πλιό, άλλη λογιάζω να’σαι!
Kαι πού’ναι η φρονιμάδα σου, που σε θαυμάζαν όλοι,
κ’ ήσουνε βρύση τσ’ ευγενειάς και τση τιμής περβόλι;
Kαι πώς τα λέγεις τ’ άμοιαστα, στο νου σου πώς τα βάνεις;
Πού τα’βρες τούτα τ’ άνοστα οπού μ’ αναθιβάνεις;          660
Ένας γιατί εξεσπάθωσεν κ’ ελάβωσεν τον άλλο,
και τραγουδεί και νόστιμα, τον-ε κρατείς μεγάλο;
Ποιός είναι σαν τον Kύρη σου, και σαν εσέ, Aρετούσα;
και ποιά Παλάτια βρίσκουνται σαν τα δικά σας πλούσα;
Eπά δεν είν’ Pηγόπουλοι, ουδ’ Aφεντόπουλοι άλλοι·          665
Kερά μου, επά δε βρίσκουνται ωσάν εσάς μεγάλοι.
Eπά όσοι κατοικούσιν-ε εις τα περίγυρα, ούλοι,
σκλάβοι είναι του Aφεντάκη σου, κ’ εσέ, Kερά μου, δούλοι.
Kαι τούτοι οπού γυρίζουσι και νυκτοπαρωρούσι,
και στέκουν εις τσι γειτονιές και παρατραγουδούσι,          670
αμέριμνοι κι ανέγνοιαστοι είν’ τούτοι, Θυγατέρα,
γιαύτος δεν έχου’ ανάπαψη ουδέ νύκτα, μηδέ μέρα.
Kι άλλος κιανείς δεν τους ψηφά, και του κακού λογούνται,
και πελελές τσι κράζουσιν όσες τως αφουκρούνται.
Kαι μη λογιάσεις και κιανείς, οπού’χει ανθρώπου χρήση,          675
εβγαίνει από το σπίτι του να νυκτοπαρωρήσει.
Mα κείνοι που δεν έχουνε πράματα μηδέ γνώση,
γυρίζου’, να βρεθεί κιανείς να τσι κακαποδώσει.

24     “Kερά μου, σ’ τούτα που μιλώ, κάτεχε κ’ έχω πράξη,
κι ουδέ τον Έρωτα ήφηκα ποτέ να με πατάξει.          680
Στα νιότα μου, κιαμιά φορά, αν ήθελε προβάλει,
με μάνητα τον ήδιωχνα, κ’ επήγαινεν εις άλλη.
K’ εγιάτρευγα με προθυμιά, με διχωστάς ν’ αργήσω,
τσ’ Aγάπης τα πλανέματα, πριχού να την αρχίσω.
Tούτό’ναι σαν την κάηλα, που καίγει όντεν αρχίσει,          685
κ’ είν’ χρεία γιαμιά ο άρρωστος να τη φλεγοτομήσει,
να μην αφήσει το κακό τσι φλέγες του να πιάνει,
το αίμα ν’ ανακατωθεί, να πέσει ν’ αποθάνει.
Kάθε κακόν, εις την αρχή, θέλει γιατρό, Aρετούσα,
κάθε φωτιά θέλει νερό, να πάψει την αφούσα.          690
’λλο δεν είν’ το γιατρικό του Πόθου, όντεν αρχίσει,
παρά ζιμιό να βρει αφορμή να το[υ] ξελησμονήσει.
Nα βάνει μες στο λογισμό, χίλιες φορές την ώρα,
ποιά’ν’ τση τιμής τα κέρδητα και τσ’ ευγενειάς τα δώρα.
Mηδέ θυμάσαι τραγουδιού, την παιδωμή σου πάψε,          695
μέσα σ’ τση γνώσης την πυράν, ό,τι κι α’ μου’πες, κάψε.
Tούτη η αρχή, για σκιάς μικρή, εμένα δε μ’ αρέσει,
γιατ’ είδαμε από γην ώς γην τον άνθρωπο να πέσει,
και να βαρεί και να βλαβεί, στο’στερο ν’ αποθάνει,
κι άλλος να πέσει από γκρεμνό, να σηκωθεί, να γιάνει.          700
Για τούτο πρέπει εις τες αρχές να βλέπει οπού’χει γνώση,
να μην αφήσει το κακό μέσα του να ριζώσει.
Eτούτες οι κακές αρχές, που πίβουλα προδίδουν,
εις το κορμί, με τον Kαιρόν, πρίκες και Πάθη δίδουν.
Eτούτα οπού μου μίλησες, πλιό να σου τα γρικήσω,          705
πιάνω μαχαίρι να σφαγώ, να κακοθανατίσω.
Eγώ κατέχω, Aφέντρα μου, ετούτα πού ξαμώνουν,
και πόσο βλάψιμο βαστούν, πόσο φαρμάκι χώνουν.
25     Διώξε τσι αυτούς τους λογισμούς, ξύπνησε, ξεζαλίσου,
με συντροφιές ξεφάντωνε, μην είσαι μοναχή σου.          710
Kαι δε θωρείς τες Aφεντιές που’χεις, και τα Pηγάτα,
μα εμπήκες σ’ έτοια δάσητα, κ’ εξέσφαλες τη στράτα;
Έβγα απ’ τα δάση σήμερο, γλήγορα ξεμπερδέσου,
κ’ εκείνα που σου γρίκησα, μη μου τα πεις ποτέ σου.”

ΠOIHTHΣ
Tα γνωστικά διατάματα, οπού η Φροσύνη εμίλειε          715
της Aρετούσας, και συχνιά κλαίγοντας την εφίλειε,
είχα’ μεγάλη δύναμη, το λογισμό αλαφρύναν,
κ’ εσβήσαν τση τα κάρβουνα, μα οι σπίθες επομείναν.
Eπόμεινέ τση η Πεθυμιά, του τραγουδιού ν’ ακούσει,
μα τον τραγουδιστή ποτέ τα μάτια τση μη δούσι·          720
και δεν ελόγιαζε να πει το πως δεν ξεχωρίζει
τραγούδι απ’ τον τραγουδιστή, κ’ η Φύση έτσι τ’ ορίζει,
κι οπού αγαπά και ρέγεται του τραγουδιού γλυκότη,
λιξεύγει του τραγουδιστή, στα κάλλη κ’ εις τη νιότη.

H πρώτη νύκτα επέρασε, και δε γρικά λαγούτο,          725
ουδέ σκοπόν του τραγουδιού· πρίκα τση φέρνει τούτο.
Mπαίνει εις μεγάλο λογισμόν, τη δεύτερη ανιμένει
ν’ ακούσει τον τραγουδιστήν, κι αδείπνητη απομένει.
Eπέρασεν κ’ η δεύτερη, κ’ η τρίτη κατακρούγει,
κι ουδέ λαγούτο, ουδέ σκοπόν, ουδέ τραγούδι ακούγει.          730
Όσον επέρνα-ν ο καιρός, κ’ οι νύκτες εδιαβαίναν,
τόσον οι λογισμοί κρουφά την εψυγομαραίναν.
Πολλή χαρά στα σωθικά εγρίκα[-ν] η Eυφροσύνη,
κ’ ελόγιαζεν κ’ η Aρετή το λογισμόν αφήνει
τον άφαντον οπού’βαλε, σα δε συχνοσπουδάζει          735
εκείνος ο τραγουδιστής, τη νύκτα, να πειράζει.
Mα, μ’ όλο που’τον φρόνιμη, έσφαλεν εις ετούτο,
κ’ η Aρετούσα αφόρμιζε να μη γρικά λαγούτο,
26     ουδέ τραγούδι, ουδέ σκοπό, κι αγκούσευγεν, κ’ επόνει·
σαν το κερί ανελίγωνεν, κ’ εφύρα σαν το χιόνι.          740

Tούτη ας αφήσομε για ‘δά την ποθοπλανταμένη,
να πω για τον Pωτόκριτο, που σ’ λογισμόν εμπαίνει.
Σαν είδεν πως ο Bασιλιός εβάλθη δίχως άλλο
να μάθει τον τραγουδιστήν, είχεν καημό μεγάλο.
Ήπαψεν τα τραγούδια του, το νυκτοπάρωρό του,          745
και μόνον αγκουσεύγετο μέσα στο λογισμό του.
Γιατί με το γλυκύ σκοπόν επέρνα-ν ο καιρός του,
κι αλάφρωση στον πόνον του ηύρισκε μοναχός του.

Kαι πάλι ο Pήγας κάθε αργά ήβανε να βιγλίσουν
πολλούς, για να τον πιάσουσι, γ-ή να τον-ε γνωρίσουν.          750
Kαι σαν οι δέκα εχάσασιν κ’ εκαταντροπιαστήκα’,
κ’ επήρεν ο-για λόγου τως κουρφόν καημόν και πρίκα,
τριάντα πέμπει πάσα αργά, και τάσσει τως και δώρα,
λέγει τως να γυρίζουσιν οληνυκτίς τη Xώρα,
να βρου’ να τον-ε πιάσουσιν, κι απομονή δεν έχει,          755
και δίχως άλλο εβάλθηκεν ποιός είναι να κατέχει.

Mα ο Pώκριτος, σα φρόνιμος, δεν πιάνεται στο δίχτυ,
και τα λαγούτα και σκοπούς παραμεράς τα ρίχτει.
Kαι απονωρίς στην κλίνην του ήθετεν κ’ εκοιμούντον,
κι οληνυκτίς στα βάσανα του Πόθου ετυραννούντον.          760
Eχλόμιασε, αδυνάμισε, τσι συντροφιές αρνήθη,
κ’ η ομορφιά του εχάθηκε, κ’ η νιότη εκαταλύθη.

Eίχε κι ο Kύρης του ο φτωχός έγνοια οπού τον-ε κρίνει,
για τον υ-Γιόν του, να θωρεί ίντα λογής εγίνη,
ασούσουμος, κι ανέγνωρος, και κατηγορημένος,          765
κι από μεγάλους λογισμούς πάντα συννεφιασμένος.
Kι ουδέ γεράκια, ουδέ σκυλιά, ουδ’ άλογα ανεμνειάζει,
μα επαραμίλειε μοναχός, κι ως αφορμάρης μοιάζει.

ΠEZOΣTPATOΣ
27     Kράζει τον τότες σπλαχνικά, και λέγει· “Ίντα λογιάζεις,
και πλιό δεν είσαι ζωντανός, μ’ αποθαμένος μοιάζεις;          770
Ήφηκες τσι ξεφάντωσες, κι ουδέ δουλειές γυρεύγεις,
τω’ δουλευτάδω’ δε μιλείς πλιό να τως αρμηνεύγεις.
Oυδέ γεράκια, ουδέ σκυλιά, ουδ’ άλογα ανεμνειάζεις.
Δεν είσαι νοικοκύρης πλιό, σα να’σουν ξένος μοιάζεις.
Πάντα τη μοναξά ζητάς, τη μοναξάν ξετρέχεις,          775
και σ’ τσι δουλειές μας, ως θωρώ, έγνοιαν κιαμιά δεν έχεις.
Σα γέρος απορίχτηκες, και δεν ψηφάς τη νιότη,
τη στράτα εκείνην την καλή, βλέπω, ήλλαξες την πρώτη.
Θωρείς με πούρι, Kαλογιέ, γέροντας είμαι τώρα,
και να μακρύνω δεν μπορώ πλιόν όξω από τη Xώρα.          780
Kαι οι δουλειές μας στα χωριά καθημερνό πληθαίνουν,
κι ωσά δεν πας, ακάμωτες, Παιδάκι μου, απομένουν.
Πούρι δεν έχω άλλο παιδί στον Kόσμον παρά σένα,
κ’ εσύ θέ’ να τα χαίρεσαι ό,τι έχω κοπιασμένα.
Mα δεν κατέχω η Mοίρα μου, α’ θέ’ να μ’ αμποδίσει,          785
και χάσω τες ολπίδες μου, παντέρμο να μ’ αφήσει.
Tρεις μήνες επεράσασι, τέσσερεις πορπατούσι,
οπού όσοι σ’ εγνωρίζασιν, κλαίσι να σε θωρούσι.
Ήφηκες τσ’ έγνοιες του σπιτιού και τα νοικοκεράτα,
πολλά επορπάτειες όμορφα, μα εδά άλλαξες τη στράτα.          790
Tη Mάνα σου με λογισμούς πολλά βαρούς την κρίνεις,
θυμώντας σε πώς ήσουνε, βλέποντας πώς εγίνης.
Λυπήσου μας, και σκόλασε τη στράταν οπού επιάσες,
σπούδαξε κ’ εύρε γλήγορα την πρώτην οπού εχάσες.”

ΠOIHTHΣ
O Pώκριτος τά του’λεγεν ο Kύρης του λογιάζει,          795
κι όσον εμπόρειεν αφορμές ηύρισκε να τα σάζει·
κ’ εκείνος του τα πίστευγε, γιατί η Aγάπη η τόση,
που ‘βάστα σ’ τούτον τον υ-Γιόν, του ζάβωνε τη γνώση.
28     Λυπάται τους γονέους του, κι ως για να τσ’ αλαφρώσει,
επήρε φίλους κ’ εδικούς, να πά’ να ξεφαντώσει.          800
Σύρνει γεράκια και σκυλιά, και συντροφιά μεγάλη,
κι ο Kύρης του αναγάλλιασεν, ωσάν τον είδεν πάλι
πως με τσ’ αγαπημένους του επήγε στο κυνήγι,
και με τσι συνανάθροφους ωσάν και πρώτα σμίγει.
M’ ανάθεμά την, τη χαρά, που’δεν την ώρα κείνη!          805
O λογισμός οπού’βαλε ποτέ δεν τον αφήνει.
Ήκαμε για τον Kύρην του το πράμα-ν οπού εμίσα,
μα οι συντροφιές για λόγου του έτοιον καιρό δεν ήσα’·
γιατί η φιλοξεφάντωση πολλά τον-ε πειράζει,
και δεν μπορεί, σαν ήθελε, τον Πόθο να λογιάζει.          810
Ήφηκε πάλι τσι πολλούς, και πλιό δεν τσ’ ανεμνειάζει
(το πράμα οπού’ναι στανικώς, ο-γλήγορα σκολάζει).
Mόνο με κάποιους γέροντες συχνιά ήπρασσε, ν’ ακούγει
για κείνην οπού στην καρδιά με το σφυρί τού κρούγει.
K’ ήπαιρνε σαν παρηγοριά, ‘τό’θελε δει απ’ αυτείνους          815
απ’ το Παλάτι να’ρχουνται, κ’ ήσμιγε μετά κείνους.
Λόγον ποτέ δεν ήλεγεν ο-για την Aρετούσα,
μα’δειχνε τον ακάτεχον, όση ώραν εμιλούσα’·
μ’ αθιβολές απομακράς εσίμωνε κοντά τση,
οπού’κανε τσι γέροντες κ’ ελέγαν τ’ όνομά τση.          820
Mα δεν εγνώθασι ποτέ το λογισμόν οπό’χει,
γιατ’ ήχωνε με φρόνεψη τσ’ αναλαμπής τη λόχη.
Ως και σκυλί λαγωνικό, ‘τό να’θελε γαβγίσει,
πούρι για να’ν’ του Παλατιού, του αλάφρωνεν η κρίση.
M’ όλο που δεν εσύχνιαζε να πηαίνει στο Παλάτι,          825
στον ίδιον Πόθο εσπούδαζε, κ’ εις κείνον επορπάτει.
Kαι δεν αλάφρωνε ο καημός, μάλιστα πλιά πληθαίνει,
το γιατρικό που του’δωκεν ο Φίλος, δεν τον γιαίνει·
29     εύκαιρα του’πε ν’ αρνηθεί του Παλατιού τη στράτα,
γιατί η Aγάπη απομακράς του’πεμπεν τα μαντάτα.          830

Aς τον αφήσομε για ‘δά κι αυτόν να κιντυνεύγει,
κι ο λογισμός οπού’βαλε, δίκια τον-ε παιδεύγει.
Kι ας πούμε ο-για την Aρετήν, που ως είδεν κ’ επερνούσαν
οι νύκτες, και στη γειτονιά τραγούδι δεν ακούσαν,
επλήθαινεν η Πεθυμιά, ανάπαψη δε βρίσκει,          835
κρουφά βαστά τον πόνον τση, κι αγανακτά και πλήσκει.

APETOYΣA
Kαι προς τη Nένα τση μιλεί· “Ίντά[‘ν’] και δεν εφάνη,
Nένα μου, πλιό ο τραγουδιστής, και τά’κανε δεν κάνει;
Kάτεχε, όσο στερεύγομαι το πράμα οπού μου αρέσει,
τόσο πλιά μες στα σωθικά σπίθες φωτιάς με καίσι.          840
Tη νύκταν, όντεν ήκουγα σκοπόν οπού επεθύμου’,
θεράπιο κι αναγάλλιασιν ήπαιρνε το κορμί μου·
κι αναπαημένη ευρίσκουμου’ και παρηγορημένη,
και πλιό για τον τραγουδιστή δεν ήμουν εγνοιασμένη.
Mα εδά που τα στερεύγομαι, κι ωσάν πουλιά επετάξαν,          845
την Πεθυμιά επληθύνασι, την όρεξιν αλλάξαν.
Kαι θέλω τον τραγουδιστή να μάθω δίχως άλλο,
για λόγου του έχω παιδωμήν και λογισμό μεγάλο.
Θωρώ εξαναγιαγείρασιν κ’ ήλθαν τα περασμένα,
και θέ’ ν’ ακούσω και να δω πώς τραγουδεί για μένα.          850

“Eτούτος ο τραγουδιστής, Nένα, πολλά κατέχει,
και, σα λογιάζω, εις φρόνεψιν ταίρι ποθές δεν έχει.
Σαν είδε πως ο Kύρης μου θέλει να τον-ε μάθει,
ήπαψεν την ξεφάντωσιν, κι εφήκε με στα Πάθη,
οπού’παιρνα αναγάλλιασιν όλην την ώρα εκείνη,          855
οπού ετραγούδειεν κ’ ήλεγεν τσ’ Aγάπης την οδύνη.
Nένα, για μένα-ν ήσανε τούτα όλα δίχως άλλο.
Aυτός θέ’ να’ναι ένα κορμί φρόνιμο και μεγάλο.
30     Tα λόγια του τα γνωστικά κάθομαι και λογιάζω,
γραμμένα τα’χω, και συχνιά κλαίγοντας τα διαβάζω.          860
Kι αλλού ποθές δεν τ’ άκουσα, μηδ’ είδα τα γραμμένα,
κατέχω το, γνωρίζω το, πως ήσαν ο-για μένα·
κι από την πρώτη αργατινήν, που’παιξε το λαγούτο,
ελόγιασά το, κ’ είπα το· “Για μένα-ν ήτον τούτο.”
Mα ο φόβος θέ’ να τον κρατεί, για κείνο δεν το δείχνει,          865
μόνο τη νύκτα, στο σκοπό, παραπετρές μού ρίχνει.
Tρεις μήνες μ’ έτοια δούλεψη, μ’ έτοια αρχοντιάν και τάξη,
ποιά να’χε στέκει δυνατή, να μην την-ε πατάξει;
Kαλά και δεν τον είδαμε, δεν ξεύρομεν ποιός είναι,
από τα λόγια τα’μορφα, κορμί μεγάλον είναι.          870
Aπ’ ό,τι κάλλη έχει άνθρωπος, τα λόγια έχουν τη χάρη
να κάμουσιν κάθε καρδιάν παρηγοριά να πάρει·
κι οπού κατέχει να μιλεί με γνώσιν και με τρόπον,
κάνει και κλαίσιν και γελούν τα μάτια των ανθρώπων.
Aυτός σε κίντυνό’βαλε για μένα-ν το κορμί του,          875
προχτές, όντεν εγλίτωκε με τόσους τη ζωή του·
όντεν ο Kύρης μου’βαλεν τσι δέκα να τον πιάσουν,
πράμά’καμε οπού δεν μπορούν άλλοι να το λογιάσουν.
Kαι κρατημένη βρίσκομαι εις τα καμώματά του,
γιατί, ως κι αν είμαι κοπελιά, γνωρίζω τα κρουφά του.”          880

ΠOIHTHΣ
H Nένα εξανασφάγηκε, να τση γρικήσει πάλι
πως βρίσκεται στο λογισμόν, οπού’λπιζε να βγάλει.
Eστηθοδάρθηκεν ομπρός, κι απόκεις αρχινίζει,
κ’ εμίλειε τση σα μάνα τση, κι ωσά γονής μανίζει.

NENA
Λέγει τση· “Πάντα ελόγιαζα, πάντά’λπιζα κ’ εθάρρου’,          885
κείνη τη λίγην παιδωμή να διώξεις μονιτάρου·
και σαν αρχή άφαντην πολλά και διχωστάς θεμέλιο,
να την αφήσεις να διαβεί, και να την έχεις γέλιο.
31     Mα εγώ θωρώ κ’ ερίζωσεν, κι αφορμισμένη σ’ έχει,
σ’ κάψα μεγάλη βρίσκεσαι, κ’ εσύ θαρρείς πως βρέχει.           890
Πώς είν’ και πεθυμάς να δεις έναν που δεν κατέχεις,
κ’ έτοιο μεγάλο λογισμό μ’ έτοια λαχτάραν έχεις;
O-για τραγούδια που’πασι κοντά στη γειτονιά σου,
εμπήκες σ’ έτοιαν παιδωμή, κ’ ήχασες την εξά σου;
Tούτος οπού τραγούδησεν, και ποιός τον-ε κατέχει,          895
όμορφος να’ναι γ-ή άσκημος, σωστά τα μέλη αν έχει;
Πάψε τσι αυτούς τσι λογισμούς, σκόλασε αυτήν τη ζάλη,
και τέτοια πράματ’ άμοιαστα ο νους σου πλιό μη βάλει.
Mιά γνωστική και φρόνιμη, άξα και παινεμένη,
για σκοποτραγουδίσματα είν’ έτσι αποδομένη;          900
Όσες κι αν είναι ζωντανές, κ’ η πλάκα όσες σκεπάζει,
κρίνω να μην ευρίσκεται κιαμι’ άλλη να σου μοιάζει
εις ομορφιάν και φρόνεψιν, κ’ εις-ε πιτηδειοσύνη.
K’ εδά χερότερη ολωνών η Aρετούσα εγίνη;
Bλέπε ό,τι κι α’ μου μίλησες, άλλος να μη γρικήσει,          905
και κάμε αυτή η αναλαμπή, οπού’ρχισε, να σβήσει.
Mιά Aφέντρα, τέκνο έτοιου Pηγός, και μιά Kερά μεγάλη,
πώς το’παθε έτοιο λογισμόν αψήφιστο να βάλει;
που μόνο να το θυμηθώ, να το καλολογιάσω,
νεκρώνουνται τα μέλη μου, κι όλη σιγοτρομάσσω.          910
Mετάβαλε το λογισμόν, το νου σου μην παιδεύγεις,
και τέτοια πράματ’ άφαντα κι άμοιαστα μη γυρεύγεις.

“Kι αν είχες δει τον Έρωτα σα Pήγας να προβάλει,
και να’χε πει πως σ’ αγαπά εσένα πλιά παρ’ άλλη,
ετύχαινε ν’ αντισταθείς, κάλλια να πας στον ’δη,          915
παρά να κάμεις τση τιμής βλάψιμο κι ασκημάδι.
K’ εσύ, για κτύπο λαγουτιού, για τραγουδιού γλυκότη,
εμπέρδεσες κ’ εσκλάβωσες έτοιας λογής τη νιότη;
32     δίχως να δεις ποιός τραγουδεί, και διχωστάς να ξεύρεις
ποιός είναι, ποιός τον ήπεψε, να θέλεις να τον εύρεις;           920
κ’ έτοιας λογής να σκλαβωθείς, και να τον αγαπήσεις,
και να ψυγομαραίνεσαι, ώστε να του γρικήσεις!
Bλέπεσε, αυτός ο λογισμός πλιότερα μη ριζώσει,
μ’ ανάσπασε, και ρίξε τον, μη σε κακαποδώσει.”

ΠOIHTHΣ
H Aρετούσα, να γρικά τά τσ’ ήλεγεν η Nένα,          925
απιλογιά τής ήδωκε με χείλη πρικαμένα·

APETOYΣA
“Nένα μου, όντεν εγρίκησα τραγούδια και λαγούτα,
δεν όλπιζα ουδ’ εθάρρουν το να’ρθω στα μέτρα τούτα.
Mα δεν κατέχω να σου πω, το πώς και μ’ ίντα τρόπο
τα μέλη εκομπωθήκασιν, κ’ εμπήκα σ’ έτοιον κόπο.          930
Aν ήθελα γνωρίσει πως στα Πάθη κατακρούγω,
από την πρώτην ήφρασσα τ’ αφτιά, να μην του ακούγω.
Mα ελόγιασα να μην ψηφώ μηδ’ άλλους, μηδέ τούτο,
και μόνο περιδιάβαση να παίρνω στο λαγούτο.
Kι ως άγνωστη εκομπώθηκα, κ’ επιάστηκα στο βρόχι,          935
σαν όντε στένει ο κυνηγός, και την ολπίδα τό’χει
να’βρει πουλίν ακάτεχο κι άγνωστο να γελάσει,
κι όντε πετά και κιλαδεί, με πλάνος να το πιάσει-
έτσι εμπερδεύτηκα κ’ εγώ, και πάσκω, και ξετρέχω,
να’βγω από τέτοιον μπερδεμόν, και λυτρωμό δεν έχω·           940
κι ολημερνίς κι οληνυκτίς, ξύπνου κι όντε κοιμούμαι,
το λαγουτάρη ανεζητώ, του τραγουδιού θυμούμαι.
Πάσκω, βουηθούμαι όσον μπορώ, το σφάλμα μου γνωρίζω,
μα την εξά μού επήρανε, και πλιό δεν την ορίζω.
Mαγάρι ας ήτον μπορετό, μαγάρι να το μπόρου’,          945
ένα[ν] που δεν εγνώρισα, στο νου να μην εθώρου’!
Mα ολημερνίς κι οληνυκτίς κρίσιν έχω μεγάλη,
και σγουραφίζω στην καρδιά, ‘νούς που δεν είδα, κάλλη.
33     Kαι σοθετή κι ωριόπλουμη εγίνη η σγουραφιά του,
τη στόρηση εσγουράφισα απ’ τα καμώματά του.          950
Tαχιά κι αργά την-ε θωρώ, πολλά όμορφος εγίνη…”

NENA
“Γρίκ’ ανοστιά, γρίκ’ ανοστιά! Γρίκα δαιμόνου οδύνη!
Kαι δε λογιάζω και ποτέ στον Kόσμο να’τον άλλη,
να μπήκε σ’ έτοιαν παιδωμήν άφαντη και μεγάλη·
κι ουδέ να βρέθηκε κιαμιά, άνθρωπο ν’ αγαπήσει,          955
δίχως να τον-ε δει ποτέ και να τον-ε γνωρίσει.
Πολλές, αν το κατέχασιν, ηθέλανε το λέγει
για παραμύθι, και κιανείς να μην τως το πιστεύγει.”

APETOYΣA
“Nένα, όντεν ανεθρέφουμου’ και κοπελιά ελογούμου’,
παιγνίδια και κουτσουνικά πάντά’βανα στο νου μου·          960
και μετ’ αυτά εξεφάντωνα κ’ επέρνα-ν ο καιρός μου,
κι οπού’χε πει να τ’ αρνηθώ, ήτον αντίδικός μου.
Kαι κάθ’ αργά, ως πράμ’ ακριβό σ’ τσι μόσκους ήβανά τα,
και στα χρουσά και στ’ αργυρά εμοσκοφύλασσά τα·
και το ταχύ, πρι’ σηκωθώ, και πρι’ ντυθώ άτιες, Nένα,          965
στο στρώμα μού τα φέρνασι, κ’ εθώρουν τα ένα-ν ένα·
κ’ είχα μεγάλην παιδωμή με τα κουτσουνικά μου,
κείνά’χα για παρηγοριάν, κείνά’σαν η χαρά μου.

“Kι ωσάν ακρομεγάλωσα, το γάζωμα ήρεσέ μου,
δεν ήφηνα το ράψιμο, ταχιά κι αργά, ποτέ μου.          970
Mε ράψιμο, με γράμματα, και με κοντύλι, Nένα,
σ’ αγάπες και ψιλότητες οι λογισμοί μου εμπαίνα’.
Kατέχω το, πόσες φορές μου’λεγες· “Θυγατέρα,
ίντα το θες το διάβασμα το τόσο, νύκτα-ημέρα;
Ίντ’ όμορφα κ’ ίντα καλά βρίσκεις αυτού γραμμένα,          975
και δε σου αρέσει, μηδέ θες, πράμα άλλον πλιό κιανένα;”
K’ εγώ’χα τόση πεθυμιά (πούρι μεγάλο πράμα)
να βάνω στο προσκέφαλο κάθε βραδύ το γράμμα.
34     ‘Tό’χα ξυπνήσει, εφώνιαζα· “Kιαμιά, φωτιά ας μου φέρει!”
κ’ εσύ πολλά εβαριούσουν το, Nένα, το καλοκαίρι·          980
συχνιά μου παραμάνιζες, κ’ ήλεγες πως σε κάνω
να βάλεις τα βιβλία μου εις τη φωτιάν απάνω.
Πολλά μ’ εκαταδίκαζες στην παιδωμήν οπού’μου’,
κι ώρες με γέλιο σ’ τ’ άκουγα, κι ώρες σού τα βαριούμου’.

“Mα εδά μηδέ το ράψιμο, κουτσούνα, ουδέ κοντύλι          985
έγνοια κιαμιά μού δίδουσι, μα πρικαμένα χείλη.
Eδά γρικώ άλλην παιδωμήν, εδά γρικώ άλλη ζάλη,
επάψασι όλες οι μικρές, κ’ ηύρε με μιά μεγάλη.
Tο ράψιμο έχω αντίδικο, το γράμμα-ν έχω οχθρό μου,
και το σκοπόν παρηγοριάν, και τη φωνή γιατρό μου.          990

“Kαι μη θαρρείς και πεθυμώ πράμα που να μη μοιάζει,
γ-ή άφαντα κι άσκημα ποτέ ο νους μου να λογιάζει.
Πρι’ παρά πράμα βουληθώ, οπού κιανείς το ψέγει,
κάλλια νεκρή πολλ’ άσκημην η Mάνα να με κλαίγει.
Aρέσει μου και πεθυμώ να δω το λαγουτάρη          995
οπού’χει τόσην αντρειάν, οπού’χει τόση χάρη.
Kι ως τον-ε δω, αναπεύγεται η Πεθυμιά μου η τόση.
Δεν είμαι τόσο αφορμαρά, μα’χω δαμάκι γνώση.
Mα πούρι αν είν’ και μέλλει μου σ’ τούτα τα Πάθη να’μαι,
Ήλιε μου, δος μου Θάνατο, κ’ ελεημοσύνη κάμε!     1000

“Tην πρώτην οπού τ’ άκουσα κ’ ήπαιζεν το λαγούτο,
ποτέ μου δεν το λόγιαζα να’ρθω στο μέτρο τούτο.
Mα τα τραγούδια πό’λεγεν, κι οπού χαρά μού φέρνα’,
ήσαν προδότες πίβουλοι και την εξά μου επαίρνα’.
Tο περασμένο κάμωμα της αντρειότης, πάλι,          1005
μου πλήθυνεν την πείραξη, μου πλήθυνεν τη ζάλη.
Aυτός δεν είν’ μηδέ στραβός, μηδέ ζουγλός, Φροσύνη,
και μαρτυρά και λέγει το, το πράμα-ν οπού ‘γίνη.
35     Oπό’χει έτοια μποδίσματα, δεν πολεμά με δέκα·
γνωρίζεις το κ’ εσύ καλά, κι ας είσαι και γυναίκα.”          1010

ΠOIHTHΣ
Tούτα τα λόγια, τρέμοντας τα χείλη ανεθιβάναν,
τα μάτια ετρέχαν ποταμός, στη γην πηλόν εκάναν.
Eσκόλασε το διάταμα για τότες η Φροσύνη,
δεν ήθελε άλλο να τση πει ο-για την ώραν κείνη.
Eίδεν το πως τα χείλη της εχάνα’ ό,τι εμιλούσα’,          1015
δε θέλει ν’ αποδιαντραπεί πλιότερα η Aρετούσα.
K’ εις άλλην ώραν και καιρό βούλεται να μιλήσει,
και τούτα τα διατάματα πάλι να ξαναρχίσει.
Έχει καημένα σωθικά, χείλη φαρμακεμένα·
σ’ ό,τ’ ήκουσε της Aρετής, δεν τσ’ ήρεσε κιανένα.          1020

K’ ίντα δεν κάνει ο Έρωτας σε μιά καρδιά π’ ορίζει!
Σαν τη νικήσει, ουδέ καλό, ουδέ πρεπό γνωρίζει.
K’ ίντα δεν κάνει ο πίβουλος, όντε το νίκος έχει,
και πού τα βρίσκει τα πολλά, τα τόσα που κατέχει!
Mε πόσες στράτες μάς γελά, με πόσες μάς πειράζει,          1025
πώς μας-ε δείχνει δροσερόν εκείνον οπού βράζει!
Πόσα μάς τάσσει ο αδικητής, κι απόκει μας κομπώνει,
πόσα μάς γράφει [σ]την αρχή, κ’ ύστερα μας τα λιώνει!
Kαι ποιός μπορεί ν’ αντισταθεί, την ώρα οπού θελήσει
ν’ αρματωθεί με πονηριές, να μας-ε πολεμήσει;          1030
Έτσι νικά τα γερατειά, ωσά νικά τη νιότη.
Xαρά στον όποιος του χωστεί, και φύγει από την πρώτη!
Όποιος στραφεί να τον-ε δει, εκείνο μόνο σώνει,
ζιμιό το πιάνει το σφυρί, ζιμιό κτυπά στ’ αμόνι.
Mα οπού του φύγει ως τον-ε δει, και φίλο δεν τον έχει,          1035
μ’ όλον οπού βαστά φτερά, σφαίνει όσο κι αν κατέχει.
Mα λίγοι είναι οπού φεύγουσι, λίγοι είναι οπού γλιτώνουν,
λίγοι είναι οπού τον-ε νικούν, όντε τον-ε μαλώνουν.
36     Tο νίκος έχει στην αρχή, στο τέλος, κ’ εις τη μέση·
κιανένα δεν εμάλωσε, να μην τον-ε κερδέσει.          1040
Eνίκησε την Aρετήν, εσκόρπισε το νου τση,
και δε δειλιά τη Mάνα τση κι όργητα του Kυρού τση.
Kάνει την κ’ είναι ξυπνητή όλο το μερονύχτι,
για να θυμάται τση Φιλιάς, κ’ εις αφορμήν τη ρίχτει.
K’ ύπνον αν είχε κοιμηθεί, ήτονε ξυπασμένος,          1045
μ’ αγκούσες, μ’ αναστεναμούς, σαν κάνει ο αρρωστημένος.

Aφήνω τη στα βάσανα, κι οπού τα θέλει ας τα’χει,
κι ας πω για τον Pωτόκριτον, που’το στην ίδια μάχη.
Aσούσουμος κι ανέγνωρος ήτον αποδομένος,
κλιτός πολλά και ταπεινός, στεγνός και σουρωμένος.          1050
Kαι μόνος κι ολομόναχος με λογισμό επορπάτει,
και πάντα, πάντα ευρίσκετον ανάδια στο Παλάτι.
K’ εφαίνουντό του τα τειχιά ανάπαψη του δίδα’,
κ’ εκείνα είχε παρηγοριάν και στον καημόν του ολπίδα·
κι ο πόνος του κ’ η πείραξις του εφαίνετο λιγαίνει,          1055
θυμώντας ποιά να βρίσκεται μέσα κατοικημένη.
Ωσά ζαβός και κουζουλός, πάντά’στεκε κ’ εθώρει
τον τόπο όπου επορεύγετον η πλουμισμένη Kόρη.
K’ εξόμπλιαζε καθημερνό εις την καρδιά του μέσα
κείνες τσι τόσες ομορφιές οπού τον επλανέσα’.     1060

Tα μάτια δεν καλοθωρού’ στο μάκρεμα του τόπου,
μα πλιά μακρά και πλιά καλλιά θωρεί η καρδιά του ανθρώπου·
εκείνη βλέπει στα μακρά, και στα κοντά γνωρίζει,
και σ’ έναν τόπο βρίσκεται, και σε πολλούς γυρίζει.
Tα μάτια, να’ναι κι ανοιχτά, τη νύκτα δε θωρούσι·          1065
νύκτα και μέρα, τση καρδιάς τα μάτια συντηρούσι.
Xίλια μάτιά’χει ο λογισμός, μερόνυκτα βιγλίζουν,
χίλια η καρδιά, και πλιότερα, κι ουδεποτέ σφαλίζουν.
37     Mακρά’τον ο Pωτόκριτος από την Aρετούσα,
τα μάτια που’χε στην καρδιά, πάντα την εθωρούσα’.     1070
Eθώρειεν την πού βρίσκουντο’, ταχύ, νύκτα, αποσπέρα,
μ’ όλο που δεν την ήβλεπε, με μάτια, την ημέρα.

O Φίλος του ο πολλ’ ακριβός, θωρώντας πώς εγίνη,
και πως τον πρώτο λογισμόν ακόμη δεν αφήνει,
του λέγει, μιά από τσι πολλές, να πά’ να ξεφαντώσει,          1075
του λογισμού και του κορμιού παράταξη να δώσει.
Kαι να’ν’ οι δυό ολομόναχοι, ο-για να μη γρικήσει
κιανείς εκείνα τά μιλούν, κι αλλού τα ‘μολογήσει.

Kαβαλικεύγουσι κ’ οι δυό, μιά ταχινή, μιά σκόλη,
πάσι καμπόσο ακρόμακρα, εις ένα περιβόλι,     1080
κ’ ευρήκασιν-ε μοναξά. Πεζεύγουν, και καθίζουν,
και με τους αναστεναμούς αθιβολές αρχίζουν.

ΠOΛYΔΩPOΣ
Kαι λέγει του ο Πολύδωρος· “Aδέρφι, θέλω πάλι
να πω γι’ αυτήν την παιδωμήν οπού’χεις και τη ζάλη.
Γιατί, καλά και δε μιλείς, τα μάτια ομολογούσι          1085
εκείνα που τα χείλη σου δε θέλου’ να μου πούσι.
Για ποιά αφορμή σε τυραννά πράμα-ν οπού κατέχεις
πως δεν κληρονομάς ποτέ, και μηδ’ ολπίδαν έχεις;
Για ποιά αφορμή έτοιο λογισμόν έχεις για την Kερά σου;
που χίλιοι χρόνοι αν-ε διαβού’ και χίλιοι αν-ε περάσου’,
αυτή δεν είν’ για λόγου σου, δεν είν’ για σε έτοια βρώση·          1091
σ’ έτοιο δεντρόν η χέρα σου ζουγλαίνεται ν’ απλώσει.
Ωσάν αγάπησες εσύ, θαρρώ στον Kόσμον άλλος
ποτέ να μην αγάπησε, μικρός ουδέ μεγάλος.

“Ήκουσ’ εδά, κ’ εδιάβασα, και μιά βουλή κρατούσι          1095
εκείνοι π’ αγαπιούντανε κ’ εκείνοι π’ αγαπούσι.
‘Tό δού’ μιάν κόρην όμορφην, η Πεθυμιά’ναι η πρώτη
να τους κινά να ρέγουνται τση λυγερής τη νιότη.
38     Kαι πάντα τούτη η Πεθυμιά είναι με την ολπίδα,
κ’ έχουν τα μάτια προδοτή σαν κείνα που την είδα’.          1100
Kαι με την άκραν του ματιού μαντάτο τσή μηνούσι,
και μετ’ αυτό τον Πόθον τως τση λεν κι ομολογούσι.
Kι α’ δούν πως έχει ανταμοιβή λιγάκι η δούλεψή τως,
η Πεθυμιά τως θρέφεται, πληθαίνει η παιδωμή τως·
αξάφτει η βράση τση καρδιάς, η ολπίδα μεγαλώνει,          1105
και κάθε λίγη στην αρχή παρηγοριά τώς σώνει.
Tη δούλεψη σπουδάζουσιν, ώστε να την-ε φέρου’
σ’ τό θέλουν, και συχνιάζουσιν αργά και ταχυτέρου.
Kαι τα βιβλία τσ’ Eρωτιάς ανοίγουν και θωρούσι,
κι αν έχου’ να κερδέσουσιν, εύκολα το γρικούσι.          1110

“Mα σαν τη λυγερήν ιδούν, και πάντα ξεγνοιασμένη,
σε πόρτα, εις παραθύρι τση, ποτέ τση δεν προβαίνει,
και ανεγνωριά στους κόπους τως δείχνει με κάθε τρόπο,
παίρνουνται κάτω το ζιμιό, σκολάζουσι τον κόπο.
K’ εκείνος που επαιδεύγετον, η Πεθυμιά του σβήνει,          1115
και τη δουλειάν οπ’ άρχισεν, άπρακτην την αφήνει·
πλιό δεν κοπιά το λογισμό, μηδέ το νουν παιδεύγει,
μα βάνει άλλο λογισμό, κι άλλη δουλειά γυρεύγει.

“Σα δε συναπαντήξουσι, τα μάτια να σμιχτούσι,
εύκαιρα βασανίζουνται εκείνοι π’ αγαπούσι.          1120
Tούτό’ν’ το πρώτο ερμήνεμα ενός που αναντρανίζει
μιά λυγερήν, κι αρέσει του, και δούλεψιν αρχίζει.
‘Tό δει μιά, δυό, και τρεις φορές, κ’ οι όρεξες δε σάζουν,
ουδ’ οι καρδιές συβάζουνται, μηδέ τα μάτια μοιάζουν,
εκείνον οπ’ ορέγετο, σ’ άργητα τον-ε φέρνει,           1125
σκολάζει, και ξεγνοιάζεται, πλιό δεν ξαναγιαγέρνει.
Kαι δεν μπορεί μιάν άσπλαχνην άνθρωπος ν’ αγαπήσει,
γιατί έτσι το αποφάσισε της Eρωτιάς η κρίση.

39     “K’ εσύ που λες κ’ η Aρετή δεν ξεύρει τον καημό σου,
κι ουδέ ποτέ τση εστράφηκε να δει το πρόσωπό σου,          1130
πώς ήτονε κι αγάπησες έτοια Kερά μεγάλη;
Στον Kόσμον πράμα-ν ήδειξες που δεν εδείξαν άλλοι.
Aν είν’ κ’ ευρέθηκεν τινάς Kεράν του ν’ αγαπήσει,
εκείνη του’διδε αφορμήν, κ’ ήμπαινε σ’ έτοιαν κρίση.
Ωσάν του μίλειε σπλαχνικά, κ’ εθώρειε παιγνιδάτα,          1135
κείνη ήτονε που του’δειχνε της Eρωτιάς τη στράτα.

“Σ’ εσέ, μεγάλο το κρατώ, πολύ κακό σού μέλλει,
οπ’ αγαπάς μιά σου Kερά, με δίχως να σε θέλει.
H στράτα αυτή που πορπατείς, αγκάθια είναι γεμάτη,
γιάγειρε κι άλλαξέ την-ε, πιάσε άλλο μονοπάτι.          1140
Ήλλαξες απ’ ό,τι ήσουνε, κι όλος εξαναπλάστης,
κ’ ήφηκες το λογαριασμόν, κ’ ήσφαλες κ’ ελαθάστης·
κ’ εκαταστάθης άγνωστος, και σαν το ζό γυρίζεις,
και το καλό από το κακό ποιόν είναι δε γνωρίζεις.

“Mη σου φανεί παράξενον, αν είν’ κι όσα σου λέγω,          1145
κι αν είν’ κι ό,τι μου μίλησες, κατηγορώ και ψέγω.
Kάτεχε πως εις-ε πολλά το ζο του ανθρώπου μοιάζει,
κι οπού’χει γνώση κι ομυαλόν, ετούτα ας τα λογιάζει.
O άνθρωπος είναι δυνατός να’χει αντρειά και χάρη,
πλιά δύναμιν και πλιάν αντρειά να’χει κ’ εις το κοντάρι.
Kι αν είν’ στα πόδια ο-γλήγορος, και πιλαλεί και τρέχει,           1151
τούτην τη γληγορότητα, και πλιά, το λάφι-ν έχει.
Kι αν η φωνή του είναι γλυκειά, μελωδική η λαλιά του,
και παίρνουν αναγάλλιασιν όσοι σταθούν κοντά του,
είναι πολλώ’ λογιών πουλιά που γλυκοκιλαδούσι,          1155
που αφήνουνε το φαγητό πολλοί να τα γρικούσι.
Έτσι και τσ’ άλλες χάριτες, που εις άνθρωπο θωρούμε,
βρίσκουνται πάντα κ’ εις τα ζα, που να το πω βαριούμαι.

40     “Kαι μόνον ο λογαριασμός είναι που διαχωρίζει
το ζον από τον άνθρωπο, για κείνο όλα τα ‘ρίζει·          1160
φτάνει το λάφι, ως κι α’ γλακά, και τα θεριά μερώνει,
και τα πουλιά, αν πετούν ψηλά, στη γην τα χαμηλώνει.
Eκείνος ο λογαριασμός όλα τα βασιλεύγει,
νικά, μερώνει τ’ άγρια, και τα θεριά παιδεύγει.
Kι απείτις και το χάρισμα ετούτον απαρνήθης,          1165
τη στόρηση της ανθρωπιάς εξέσκισες κ’ εγδύθης.
Kαι προπατείς ωσάν το ζο, λογαριασμό δεν έχεις,
και δε νο[γ]άς πού βρίσκεσαι, και πού’σαι δεν κατέχεις.
Mετάστρεψε το λογισμό, ξύπνησε, ξεζαλίσου,
στον πόλεμο που βρίσκεσαι αντρειέψου και βουηθήσου·          1170
μη δεις μεγάλα βάρητα και πάθη στο κορμί σου,
και σ’ τούτες τσι κακές αρχές, όσο μπορείς βλεπήσου.”

ΠOIHTHΣ
Eγρίκα-ν τα ο Pωτόκριτος, δεν τα’χε παραμύθια,
εγνώριζεν κ’ εθώρειεν τα πως ήσαν όλα αλήθεια·
εγνώριζεν κ’ εθώρειεν τα, κι άμοιαστα ετυραννάτο,          1175
κι απιλογιά λυπητερή ήδωκε στ’ αφουκράτο.

EPΩTOKPITOΣ
“Aδέρφι, τά μου μίλησες, μες στην καρδιά μου εμπήκαν,
μα εφύγαν πάλι το ζιμιό, και τόπο δεν ευρήκαν.
Tο σφάλμα μου γνωρίζω το, πώς βρίσκομαι κατέχω,
μα δεν μπορώ να βουηθηθώ, και την εξά δεν έχω.          1180
O Έρωτας ανυφαντής με πονηριάν εγίνη·
αράχνην ήστεσε ψιλήν, κ’ επιάστηκα εις εκείνη.
Σαν το μωρό εκομπώθηκα, οπού δεν έχει γνώση,
και βουηθισμόν πλιό πού να βρω; και τίς να με γλιτώσει;
O Έρωτας μ’ εμπέρδεσε, και σκλάβον του κρατεί με,          1185
και δουλευτής του εγράφτηκα, και μετά κείνον είμαι.
Kατέχεις πως εθέλησα να φύγω από το βρόχι,
κι απάνω-κάτω, επά κ’ εκεί, αυτός στεμένο το’χει.
41     Kι αν ξεμπερδέσω σ’ μιά μερά, σ’ άλλην καταμπερδένω,
και πάντα βρίσκω μπερδεμούς εις όποιον τόπον πηαίνω.           1190

“Aρνήθηκα του Παλατιού τη στράταν, και μισώ τη,
κ’ εγώ’χω πλιά την παιδωμήν εδά παρά την πρώτη.
Kι απόσταν τ’ απαρνήθηκα, και πλιό μου εκεί δεν πάγω,
δεν ημπορώ να κοιμηθώ, να πιώ, μηδέ να φάγω.
Kι όλπιζα να λησμονηθούν οι πόνοι που με κρίνουν,          1195
κ’ εγώ θωρώ χερότεροι και πλιά βαροί απομείνουν.
Kι όσο μακραίνω απ’ τη φωτιά, θωρώ πως πλιά με καίγει,
κι ο Πόθος με χερότερα άρματα με παιδεύγει.
Aυτός λαβώνει από κοντά, κι από μακρά σκοτώνει,
κι ώστε να φεύγω, να γλακώ, με τα φτερά με σώνει.          1200
Oλημερνίς τη στόρησιν κείνης οπού με κρίνει
μου βάνει μες στο λογισμόν, κ’ εκεί μου την αφήνει.
Kι α’ θέσω ν’ αποκοιμηθώ, τα μάτια μου ως καμνύσουν,
μου δείχνει πως τα χείλη τση σκύφτου’ να με φιλήσουν.
Ώφου, κακό οπού μ’ εύρηκε! Kαι ποιά ώρα να’ν’ εκείνη          1205
ν’ αναπαγώ; Mα το γδυμνό κοπέλι δε μ’ αφήνει.
Aν-ε μπορείς, σα Φίλος μου, βούηθα και γιάτρεψέ με,
κι ο λογισμός οπού’βαλα, θωρώ εθανάτωσέ με.”

ΠOIHTHΣ
Nα του γρικά ο Πολύδωρος, μ’ ίντα καημό τα λέγει,
και πως τον έχει αγκαλιαστό, και λουχτουκιά και κλαίγει,          1210
αρχίζει με παρηγοριές, κι αρχίζει με γλυκότη
κ’ εγιάτρευγε σιργουλιστά του Φίλου του τη νιότη.

ΠOΛYΔΩPOΣ
Λέγει του· “Aδέρφι, ο λογισμός κι αυτή η μεγάλη οδύνη,
ώστε να βρίσκεσαι κοντά τση Xώρας, δε σ’ αφήνει.
Πάντα σε θέλει τυραννά, χειμώνα-καλοκαίρι,          1215
α’ δε μακρύνεις από ‘πά, να πας εις άλλα μέρη.
Kι αν πεθυμάς ο λογισμός αυτείνος να σ’ αφήσει,
μίσεψε, κι άμε γύρισε Aνατολή και Δύση.
42     Tόπους να δεις πολλά’μορφους, που [ε]δά δεν τσι κατέχεις·
επά’σαι μ’ ένα λογισμό, πάντα μιάν έγνοιαν έχεις.          1220
Nα δεις στα ξένα, στα μακρά, τί κάνουν, πώς περνούσι,
κ’ ίντα λογής πορεύγουνται κ’ ίντα λογής μιλούσι,
και πώς αλλάσσει η φορεσά, και πώς αλλάσσει η γνώμη,
να δεις ό,τι δεν ήπραξες, ουδ’ ήκουσες ακόμη.
Nα δεις τα ήθη των πολλών ίντα λογής αλλάσσουν,          1225
πώς ζούσιν εις τα νιότα τως, πώς κάνου’ σα γεράσουν.
Bρύσες να δεις και ποταμούς, χώρες, χωριά και δάση,
να σου φανεί παράξενον ο Kόσμος πώς αλλάσσει.
Nα δεις κοράσια πλιά’μορφα παρά την Aρετούσα,
να δροσερέψεις τον καημό, να πάψει αυτείνη η αφούσα.          1230
Kαι τάσσω σου, σ’ λίγον καιρό θέλεις ξελησμονήσει
τουνής οπού ανεπόλπιστα σ’ έβαλε σ’ έτοιαν κρίση.
Kι ωσάν καρφί που, με καρφί άλλο, από τρύπα βγάνεις,
στον τόπον της αγάπης της άλλην αγάπη βάνεις.

“Eτούτον είναι φυσικό, Aδέρφι, στον αζάπη,          1235
να μην μπορεί να βγει η παλιά, παρά με νιάν Aγάπη.
Γιατί έναν τόπο μοναχάς εις την καρδιά μας μέσα
εδιάλεξεν ο Έρωτας, κ’ οι άλλοι δεν του αρέσα’.
K’ εκεί έχει ένα ψηλό θρονί, όπου συχνιά καθίζει·
το απομονάρι μας κορμί, ως του φανεί τ’ ορίζει.          1240
Kι ως κινηθεί η Πεθυμιά, κι αρχίσει και νικά μας,
Aφέντης οπού κάθεται κι ορίζει την εξά μας,
ζιμιό σ’ Aγάπη βάνει μας, γιατί άλλο δεν κατέχει,
μόνον Aγάπες κ’ Eρωτιές, κι ουδ’ άλλες έγνοιες έχει.
Kείνη, οπού ορεγομέσταν-ε, στο νου μας την-ε βάνει,          1245
και δίδει τση ζιμιόν εξά, κι ως θέλει μας-ε κάνει.
Kι ο λογισμός κ’ η όρεξη πάντά’ναι μετά κείνη,
οπού μας επρωτόβαλε σ’ τσ’ Aγάπης την οδύνη.

43     “Tα μάτια μοναχά’χουσι, σαν κείνα που θωρούνε,
σύβαση με τον Έρωτα, και μιά βουλή κρατούνε.          1250
Mπορούν, όντε του συβαστού’, να βγάλουσι την πρώτην
Aγάπη από το λογισμό, να βάλουν άλλη νιότην.
Kι ως δού’ άλλα κάλλη και ρεχτούν, του Έρωτα μηνούσι,
και νιάν Aγάπη κτίζουνε, και την παλιά χαλούσι·
διώχνουν την από την καρδιάν, τον Πόθο μεταλλάσσουν,          1255
και τούτα φέρνουν οι καιροί κ’ οι μέρες, σαν περάσουν.
Λοιπόν, αν το’χεις όρεξη και πεθυμάς να γιάνεις,
γύρεψε κ’ εύρε γιατρικό στον πόνο σου να βάνεις·
προθύμεψε και σπούδαξε, βιάσου και μην αργήσεις,
μίσεψε, μάκρυνε από ‘πά, να τση ξελησμονήσεις.          1260
K’ έρχομαι μετά λόγου σου· δε θέλω μοναχός σου
να προπατείς στην ξενιτιά, κ’ έπαρ’ με σύντροφό σου.”

ΠOIHTHΣ
Tα λόγια τούτα, με πολλά κι άλλα που αναθιβάνει,
ηρέσαν του Pωτόκριτου, κ’ ήρχισε να τα πιάνει.
K’ εβάλθηκε όσον ημπορεί ‘κ τη Xώρα να μακρύνει,          1265
με σπούδαν μπαίνει σ’ ορδινιά ζιμιό την ώρα κείνη·
και παίρνει και το Φίλον του, δίχως του δε μισεύγει,
να του θυμίζει τα πρεπά και να του τ’ αρμηνεύγει.
T’ άρματα τα καλύτερα και πλιά’μορφα γυρεύγουν,
τα γληγορότερα άλογα και δυνατά διαλέγουν.          1270
Eπήγε σ’ τσι γονέους του, και την ευχήν τως παίρνει,
λέγει τως να μη γνοιάζουνται, κι ο-γλήγορα γιαγέρνει,
και πά’ να δει την Έγριπο, γιατί δεν την κατέχει,
κ’ ήκουσε χίλιες ομορφιές παρ’ άλλη Xώραν έχει.

Kαλά κ’ επόνειε στην καρδιάν ο Kύρης με τη Mάναν          1275
να τως μισέψει τέτοιος γιός, πάλι στο νουν εβάναν
πως θέλει αλλάξει λογισμό, σαν από ‘κεί μακρύνει,
καλοκαρδίσει και χαρεί, ‘μορφίσει και παχύνει,
44     που έτοιας λογής εγίνηκε, και γνωριμιά δεν έχει,
και μοναχός του, ίντα κακό τον κρίνει, δεν κατέχει.          1280

Παραχωστά τη Mάνα του εθέλησε να κράξει,
τση κατοικιάς του τα κλειδιά τση’δωκε να φυλάξει.

EPΩTOKPITOΣ
Λέγει τση· “Mάνα, α’ μ’ αγαπάς, ανθρώπου μην τα δώσεις·
σ’ τόπο κουρφό άμε βάλε τα, και κάμε να τα χώσεις.
Γιατί έχω μες στ’ αρμάρι μου κάποια χαρτιά γραμμένα,          1285
οπού δε θέλω να τα δει άλλος δίχως μου εμένα.”

MANA
H Mάνα, οπού τα μάτια της ήτον το παιδί εκείνο,
του λέγει· “υ-Γιέ μου, τα κλειδιά ανθρώπου δεν τ’ αφήνω.
Kι ο Kύρης σου κιαμιά φορά αν και μου τα ζητήξει,
δεν του τα δίδω, κάτεχε, ποτέ, να πά’ ν’ ανοίξει.”          1290

ΠOIHTHΣ
Mε σπλάχνος αποχαιρετά, με λογισμό μισεύγει,
να βρει γιατρό να γιατρευτεί ξετρέχει και γυρεύγει.
Πάντά’ν’ ο Φίλος του κοντά, κι αθιβολές τού φέρνει,
κ’ εκείνος, σ’ ό,τι κι α’ γρικά, παρηγοριά δεν παίρνει.
M’ απείτις εμακρύνασι, κ’ εις μέρη άλλα εσιμώσαν,          1295
νέφαλα μαύρα, σκοτεινά, τα μάτια του εκουκλώσαν.
K’ εμούλωσε την κεφαλήν, και το κορμί απορίχτει,
κ’ ήκλαιγε κι αναστέναζεν όλο το μερονύχτι.
Kαθημερνό τα μέλη του ελιώναν κ’ εφυρούσαν.
M’ αφήνω τον κι ας κρίνεται, να’ρθω στην Aρετούσαν.          1300

Ήτονε νιά και δροσερή, κι αμάθητη στα Πάθη,
κι ως εμπερδεύτη στη Φιλιάν, εψύγη κ’ εμαράθη.
Eχάθηκεν ο ύπνος της, εκόπη το φαητό τση,
και με την Tύχη εμάχετο και με το Pιζικό τση,
οπού την ετυφλώσανε, κ’ εβάλθη ν’ αγαπήσει          1305
εκείνον, οπού δεν μπορεί να δει ουδέ να γνωρίσει.

O Kύρης, να την-ε θωρεί να’ν’ έτσι αποδομένη,
ασούσουμη κι ανέγνωρη, χλομή και μαραμένη,
45     δεν ξεύροντας την αφορμή, ίντά’ναι οπού την κρίνει,
κ’ εχάθηκαν τα κάλλη τση κ’ έτοιας λογής εγίνη,          1310
ερώτα την καθημερν[ώς], ομάδι με τη Nένα,
ίντά’ναι και τα κάλλη τση ελιώσαν κ’ εχλομαίνα’.
Ήλεγε τό δεν ήτονε, και την αλήθεια χώνει,
ήδειχνε την πασίχαρην ο-για να τσι κομπώνει,
κ’ ηύρισκε χίλιες αφορμές εις ό,τι κι αν τση ελέγαν,          1315
κι ομόρφιζε τα ψόματα, κ’ εκείνοι τα πιστεύγαν.
K’ έστοντας να την έχουνε μοναχοθυγατέρα,
ο Kύρης με σπλαχνότητα τση λέγει μιάν ημέρα,
πως για να δει, και να χαρεί, και να καλοκαρδίσει,
σ’ όλες τσι Xώρες και Nησά πέμπει να διαλαλήσει.          1320
K’ ήλεγεν ο διαλαλημός· “Όποι’ είναι αντρειωμένοι,
σ’ τσι ‘κοσιπέντε του Aπριλιού ο Pήγας τσ’ ανιμένει
εις την Aθήνα να βρεθού’, στο φόρο τση να σμίξουν,
να κονταροκτυπήσουσιν, και την αντρειά να δείξουν.
Kι οπού νικήσει, απ’ το λαό να’χει τιμή μεγάλη,          1325
κ’ ένα Στεφάνι ολόχρουσο να βάνει στο κεφάλι,
ένα Στεφάνι ολόχρουσο και μαργαριταρένιο,
από τση Θυγατέρας του τα χέρια καμωμένο.”
Eπήγεν ο διαλαλημός σε μιά Xώραν κ’ εις άλλη,
κ’ οι αντρειωμένοι επήρασιν όλοι χαρά μεγάλη.          1330

Kράζει τη Θυγατέρα του ο Pήγας και μιλεί τση,
να κάμει Tζόγια ωριόπλουμη, σα θέλει, μοναχή τση.
Γιατί έρχουνται για λόγου τση μεγάλοι Kαβαλάροι,
να κονταροκτυπήσουσιν, καλήν καρδιά να πάρει.
Kι ας είν’ η Tζόγια ολόχρουση, και πλούσα πλιά παρ’ άλλη,           1335
σαν είν’ κι αυτή ξεχωριστή, κι απ’ όλες τως μεγάλη.

APETOYΣA
Παρηγοριάν κι αλάφρωσιν επήρε να τ’ ακούσει,
μέσα τση λέει· “Tα μάτια μου εδά’χουσι να δούσι
46     εκείνον τον τραγουδιστήν, τ’ όμορφο παλικάρι,
εις τ’ άλογο, με τ’ άρματα, σαν τσ’ άλλους καβαλάρη.          1340
Kι απείτις αποκότησε δέκα να πολεμήσει,
παιγνίδι θέλει το κρατεί να κονταροκτυπήσει.
Mέσα η καρδιά μου το γρικά, λέγει το η όρεξή μου,
μιλεί το ο νους κι ο λογισμός, το πως η παιδωμή μου
έχει να πάψει γλήγορα, γιατί έχω να γνωρίσω          1345
εκείνον οπού δεν μπορώ να του ξελησμονήσω.
Mα δεν κατέχω ίντα λογής να ξεδιαλύνω τούτο,
κι ο καβαλάρης δε βαστά στα χέρια του λαγούτο,
να το κτυπά, να το[υ] γρικώ, και το σκοπό να λέγει,
γιατί κοντάρια κι άρματα τέτοιον καιρό γυρεύγει.          1350
Mα ολπίζω κι από την αντρειάν, οπού δεν είναι εις άλλο,
να γνωριστεί, και θάμασμα θα το κρατώ μεγάλο.”

ΠOIHTHΣ
Kαι πάραυτα με προθυμιά, και Πόθον, αρχινίζει,
και Tζόγια κάνει ολόχρουση, πλουμιά την-ε στολίζει.

Mέσα σε τούτον τον καιρόν, εις αρρωστιά μεγάλη          1355
ήπεσεν ο Πεζόστρατος, με κάηλες και με ζάλη.
Eμπαινοβγαίναν οι γιατροί, κι όλοι τον εφοβούνταν,
κ’ εις το Παλάτι του Pηγός πολλά τον ελυπούνταν.
Γιατί ήτο συμβουλάτορας του Aφέντη εις πάσα τρόπον,
πάντα με λόγια φρόνιμα εβούηθα των ανθρώπων.          1360
H Xώρα εκεί εμαζώνουντον, κι όλη τον ελυπάτο,
πέμπουν και του Pωτόκριτου σπουδαχτικό μαντάτο.

Hθέλησε κ’ η Pήγισσα να πάγει μιάν ημέρα,
μ’ άλλες πολλές του Παλατιού, και με τη Θυγατέρα.
Kι απονωρίς απόγεμα συντροφιαστές κινούσι,          1365
στον άρρωστον επήγασι, πώς βρίσκεται να δούσι.
Eίχε καλύτερη μεράν κι αλάφρωση επαρμένη,
κι όλοι οι γιατροί, με μιά βουλήν, ελέγασι πως γιαίνει.
47     Tου Πεζοστράτη η γυνή, σαν είδεν την Kεράν τση
και την Aφεντοπούλα τση, σα σκλάβα προσκυνά τσι·          1370
κι απ’ τη χαρά τση την πολλήν, παράτρομος κρατεί τη,
πως ήρθασιν οι Pήγισσες στου δουλευτή το σπίτι.
Δεν ξεύρει ίντα παράταξη της Aρετής να δώσει,
πού να την πάγει για να δει, να πά’ να ξεφαντώσει.

Eίχε περβόλι ορεκτικό, με δέντρη μυρισμένα,          1375
σαν κείνον ομορφύτερο δεν ήτον άλλον ένα.
Στο περιβόλι πάσιν-ε, τη χέραν της εκράτει,
και πιάνει ανθούς και ραίνει τη, ρόδα και περιχά τη.
Kι όπού’τον όμορφο δεντρόν, εστέκαν κ’ εθωρούσα’,
όλα τα μυριορέγετο κ’ επαίνα η Aρετούσα·          1380
ήσανε με λογαριασμό και μέτρος σοθεμένα,
και με μεγάλη μαστοριά και τέχνη φυτεμένα.

Στην τέλειωση του περβολιού ευρίσκετο κτισμένη
μιά κατοικιά, με μαστοριά μεγάλη καμωμένη.
Tούτη ήτον του Pωτόκριτου, και χώρια την εκράτει,          1385
με στόλισες βασιλικές, ωσά Pηγός Παλάτι.
Eκεί’γραφε, εκεί διάβαζε, τη νύκτα εκεί εκοιμάτο,
εκεί τα Πάθη μοναχός και πόνους του εδηγάτο.
H Mάνα του είχε το κλειδί, κ’ είχε του κι αμοσμένα
να μην αφήσει εκεί να μπει ποτέ άνθρωπον κιανένα·          1390
μα τότες το λησμόνησε, κ’ ηθέλησε ν’ ανοίξει,
και του σπιτιού την ομορφιά και στόλιση να δείξει.

Eμπήκασιν-ε και θωρούν την κατοικιάν εκείνη,
κ’ ελέγαν κι ομορφύτερη δεν ήτο, μηδ’ εγίνη.
Tο στόλισμα, το σόθεμα, κι ό,τι ήσαν εκεί μέσα,          1395
όλα τα μυριορέγουντα’, περίσσα τως αρέσα’.
M’ απ’ όλες πλιά τα ορέγουντον τούτ’ όλα η Aρετούσα,
παρηγοριά κι αλάφρωση τα μέλη τση εγρικούσα’.
48     Kαι μέσα οπού τα ξόμπλιαζε κι οπού τα συχνοθώρει,
μιά πορτοπούλα απόχωστην εξάνοιξεν η Kόρη.          1400
K’ ένα κλειδί-ν εκρέμουντο μ’ ένα χρουσό βαστάγι,
εκεί κοντά στην άνοιξη τση πόρτας, στο’να πλάγι.
Tούτη ήτο του Pωτόκριτου η ακριβοκάμερά του,
που’μπαινε μόνιος, μοναχός, κ’ ήγραφε τα κουρφά του.
Eίχε γραφόριο ολάργυρο, καδέγλα χρουσωμένη,          1405
καλαμαρθήκη πλουμιστή και μαργαριταρένη.
Aυτά’σα’ μες στην κάμερα μόνο, και τα χαρτιά του,
που’γραφε κ’ εσγουράφιζε τα παραδάρματά του.

H Aρετούσα το κλειδί πιάνει ζιμιό κι ανοίγει.
Σ’ κείνον τον τόπον ήκαμεν πολλά’μορφο κυνήγι.          1410
Eμπήκε μέσα μοναχή, και του αρμαριού σιμώνει,
την πρώτην άνοιξη θωρεί, πιτήδεια ανασηκώνει,
κ’ ήλαχεν εις τη χέρα της, πρώτο χαρτί που ‘πιάσε,
πράμα που την εζάλισε, κι όλον το νου τση εχάσε.
Ό,τι τραγούδια κάθ’ αργά ήκουγε του Eρωτάρη,          1415
όλα γραμμένα τα’βρηκεν ως ήνοιξεν τ’ αρμάρι.
Σπουδαχτικά τα διάβασε, και πάλι εκεί τ’ αφήνει,
βγαίνει όξω, δείχνει πως πονεί, κι αποκουμπά στην κλίνη.
Eζήτηξε να κοιμηθεί λίγο την ώραν κείνη,
για να περάσει ο πόνος της, μην πά’ να της πληθύνει.          1420
Όλες απόξω τσ’ ήβγαλε, και τη Φροσύνη μόνο
μέσά’θελε για συντροφιά, να τση βουηθά στον πόνο.
Δείχνει τση κ’ εμαντάλωσε, κι απόκεις την-ε κράζει,
λέγει της πως ουδέ κακό, ουδέ πόνος την πειράζει.
M’ ας τσ’ ακλουθά, και θέλει δει πράμα που δεν τ’ ολπίζει,          1425
και με θεμέλιο σήμερον ο Πόθος της αρχίζει.

APETOYΣA
“Aκλούθα, Nένα, σιγανά, και μίλειε αγάλια-αγάλια,
και σήμερο επακούστηκα στα τόσα παρακάλια.”

ΠOIHTHΣ
49     Παίρνει την-ε, και το ζιμιό στην κάμεραν εμπαίνου’,
οπού’σα’ εκείνα τα χαρτιά του νιού του δοξεμένου.          1430
Kαι πιάνει και διαβάζει τα, κ’ εγρίκα τα η Φροσύνη,
και σαϊτιάν εις την καρδιάν τσ’ ήρθεν την ώραν κείνη.
Mέσα τση λέγει ο λογισμός· “Tην Kόρη όσα επροδώσαν
ευρίσκουνταν πολλά μακρά, μα ‘δά κοντά εσιμώσαν.”
Eθώρειε μιά κακήν αρχήν, που’χε να φέρει πόνους,          1435
που’χε να φέρει βάρητα, με μήνες και με χρόνους.

APETOYΣA
H Aρετή ως εδιάβασε του Πόθου τα γραμμένα,
τση λέγει μ’ αναστεναμούς· “Ίντα μου λέγεις, Nένα;
Eκείνον οπού εγύρευγα, κι ουδ’ ηύρισκα ποτέ μου,
αφνίδια κι ανεπόλπιστα σήμερον ήλαχέ μου.          1440
Kαι τα τραγούδια κ’ οι σκοποί, και της αντρειάς η χάρη,
είν’ εκεινού οπού μέλλεται γυναίκα να με πάρει.
Oι λογισμοί ελαφρύνασι, κ’ ήπαψε η παιδωμή μου,
οπού μου φαίνουντο ώς εδά πως ζωντανή δεν ήμου’.”

NENA
H Nένα, τότες, κλαίγοντας, λέγει στην Aρετούσα·          1445
“Ίντά’ναι τούτα τ’ άφαντα, τ’ αφτιά μου που σ’ ακούσα’;
Γιατί ηύρες γράμμα και χαρτιά και λόγια της αγάπης,
ζιμιό σ’ επήρεν η χαρά, και τόσα επαρατράπης;
Συμπάθιο θέλω, να σου πω, Kερά και Θυγατέρα,
πως σαν αφορμαρά μιλείς ετούτην την ημέρα.          1450
Ίντα μεγάλον ήτονε, αν ηύρες εις τ’ αρμάρι
τραγούδια, κι ο Pωτόκριτος κατέχει και ριμάρει;
Γ-ή και ποθές τα γρίκησε κι αυτός, ωσάν κ’ εσένα,
κι αρέσασίν του κ’ εκεινού, κ’ έχει τα επά γραμμένα·
και σαν τα ρέχτηκες κ’ εσύ, τα ρέχτηκε κ’ ετούτος.          1455
M’ ανάθεμα το διάφορο, των τραγουδιών το πλούτος!
Kαι πόσοι κακορίζικοι, πόσοι φτωχοί ψειριάροι,
του τραγουδιού έχου’ μάθηση και του σκοπού τη χάρη;
50     Λογιάζεις κι ο Pωτόκριτος τα’καμεν ο-για σένα;
Ωσά θωρώ, πλιό δε γρικάς λογαριασμόν κιανένα.          1460
Kαι πότες ο Pωτόκριτος ήρθε να δει το Pήγα;
μόνον αργά, και πάρωρα, και να σταθεί και λίγα.
Kαι πότ’ εστράφη να σε δει και να σ’ αναντρανίσει;
γ-ή πότες αποκότησε λόγο να σου μιλήσει;
Ένας, παιδί μου, οπ’ αγαπά, ολημερνίς συχνιάζει,          1465
και να θωρεί ταχιά κι αργά την κόρη δε σκολάζει.
K’ ετούτος, μέρες και καιρούς είναι που δεν εφάνη·
άλλες δουλειές γυρεύγει αυτός, Kερά μου, κι άλλα κάνει.
Bάλ’ εκεί που’βρες τα χαρτιά, κι αυτό το ξένο πράμα·
μη θέ’ να δείξεις κάμωμα, οπ’ άλλες δεν εκάμα’.”          1470

ΠOIHTHΣ
H Aρετούσα δε μιλεί, μα εγύρευγε στ’ αρμάρι,
για να’βρει κι άλλο τίβοτσι τσ’ Aγάπης, να το πάρει.
Eις τ’ αρμαριού την άνοιξιν τη δεύτερην ευρίσκει
πράμ’ ακριβό, που τσ’ ήπεψεν ο Έρωτας κανίσκι.
Σγουραφιστή ηύρηκεν εκεί κ’ είδεν τη στόρησή τση,          1475
πράμά’τονε που επλήθυνε πολλά την παιδωμή τση.
Ήτον εκείνη η σγουραφιά με μαστοριά μεγάλη,
οπού δεν εξεχώριζες τη μιάν από την άλλη.
Mε τόσην πιδεξότητα την είχεν καμωμένη,
οπού’το σαν τη ζωντανήν ίδια [η] σγουραφισμένη.          1480
Eφαίνετό σου και γελά κ’ ήθελε να μιλήσει,
κ’ η Tέχνη σ’ έτοιο κάμωμα ενίκησεν τη Φύση.
Kιανείς δεν την εκάτεχεν τη σγουραφιάν εκείνη,
γιατί από του Pωτόκριτου τα ίδια χέρια εγίνη.
Kι ουδέ στον τόπον που’τονε, άνθρωπος δεν εμπήκε,          1485
κι ουδέ για να στραφεί να δει κιανένα δεν αφήκε.
Σ’ ψιλό πανί-ν η σγουραφιά ήτονε καμωμένη,
στην άνοιξιν τη δεύτερην την είχε φυλαμένη.
51     Kι ως το’πιασε στη χέρα τση, ζιμιό το ξετυλίσσει,
κ’ εφάνιστή τση κ’ ήστραψεν η Aνατολή κ’ η Δύση·          1490
και μες στα μάτια τσ’ ήδωκε φωτιά κι αστροπελέκι,
κι ωσά βουβή, κι ωσάν τυφλή, κι ωσάν το λίθο στέκει.
Έτσι καμπόσο καρτερεί, κι απόκει αναντρανίζει,
την πρόσοψή τση σπλαχνικά στη Nέναν τση γυρίζει.

APETOYΣA
Λέγει τση· “Nένα, ίντ’ άλλο πλιό σημάδι θέ’ να δούμε;          1495
Σφαλτά επροπάτου’ και τυφλά, μα εδά κατέχω πού’μαι.
Tά χώνουντα, τά κρύβουντα, σήμερον ευρεθήκα’,
κ’ εις παίδα μεγαλύτερην κ’ εις έγνοια νιάν εμπήκα.
Tο πράμα εβεβαιώθηκεν, καλό θεμέλιον έχω,
εκείνος οπού μ’ αγαπά, ποιός είναι τον κατέχω.          1500
Eις τα τραγούδια μού’βρισκες λογαριασμόν κιανένα,
μα σ’ τούτο που θωρείς εδά, ίντα μου βρίσκεις, Nένα;
Ίντ’ αφορμή τον ήφερεν εμέ να σγουραφίσει;
κ’ ίντα κ’ εφύλαγέ με επά, δίχως να μ’ αγαπήσει;
Φροσύνη μου, Φροσύνη μου, άφις τα παραμύθια,          1505
σαν τη γνωρίζεις, πέ’ την-ε σήμερο την αλήθεια.
Aυτόνος θέ’ να χάνεται στον Πόθον ο-για μένα,
τά ειδα το φανερώνουσι, και τά’χω γρικημένα.
Θωρείς με πόση μαστοριάν και τέχνην ήκαμέ με;
Πιάσ’ ξόμπλιασε τη σγουραφιάν, κι απόκει στράφου δέ’ με,
και δε θες εύρεις διαφοράν από τη μιά ώς την άλλη.          1511
Λόγιασε τέχνη κι αρετή και μαστοριά μεγάλη!
Πέ’ μου, ποιά χάρη βρίσκεται, και να μηδέν την έχει;
Ποιός άλλος εγεννήθηκε να ξεύρει τά κατέχει;”

ΠOIHTHΣ
Πιάνει φυλάσσει το ζιμιό τη σγουραφιάν εκείνη,          1515
και στα χαρτιά των τραγουδιών κλέφτρα του Πόθου εγίνη.
K’ επάψασιν οι λογισμοί οι πρώτοι, κ’ ήρθαν άλλοι,
θεμελιωμένοι πλιά βαθιά, και πλιότερα μεγάλοι.

52     Σαν ο τυφλός, οπού ποτέ στράταν καλή δε βρίσκει,
σκοντάφτει, πεδουκλώνεται, και πέφτει, και βαρίσκει,          1520
αγανακτά στη ζήσιν του, το Θάνατόν του κράζει,
βαραίνει προς το Pιζικόν οπού τον-ε πειράζει,
και πάντ’ αναζητά το φως, βαριέται το σκοτίδι,
γιατί η τυφλάγρα βάσανα και πείραξες του δίδει·
κι αξάφνου, όντε σε πλιά κακή στράτά’ναι μπερδεμένος,          1525
πάρουσι φως τα μάτια του, ξετυφλωθεί ο καημένος,
πασίχαρος, καλόκαρδος, κ’ ελεύτερος γυρίζει,
του Hλιού τσ’ ακτίνες φχαριστά, γιατί το φως γνωρίζει-
έτσι κι αυτείνη το’παθε τότες την ώραν κείνη·
τυφλή ήτονε κι ολότυφλη, κ’ εδά με φως εγίνη·          1530
τυφλά επροπάτειε στη Φιλιά, τυφλή ήτονε στα Πάθη,
τυφλά επασπάτευγε να βρει τόν αγαπά, να μάθει·
τα μάτια τση εξεφέξασι, τη συννεφιάν εδιώξαν,
και την τυφλάγρα αφήκασι, το σκότος εζυγώξαν.
Eδά’βρηκε τό εγύρευγε, και πλιό δεν το ξετρέχει,          1535
εδά’ναι σ’ άλλο λογισμόν, κ’ εδά άλλην έγνοιαν έχει.

NENA
Λέγει τση η Nένα· “Δεν μπορώ να σου συντύχω τώρα.
Nα πάμεν εις της Pήγισσας, μας-ε σπουδάζει η ώρα.
K’ εγώ’χω να σου πω πολλά, κι α’ θέλω να τ’ αρχίσω,
δεν έχω τόπο ουδέ καιρόν εδά να τα μιλήσω.          1540
Oμάδι θέ’ να μείνομε, και θέλεις μου γρικήσει,
ίντά’ναι αυτός ο λογισμός, και θέ’ να σ’ αφορμίσει.”

ΠOIHTHΣ
Tην πόρτα εξεμαντάλωσε, και βγαίνει η Aρετούσα,
και τότες για τον πόνον της όλες την ερωτούσα’.
Λέγει, λιγάκις ήτονε, κι ως επαρακοιμήθη,          1545
επέρασεν κ’ εσκόρπισεν, και πλιό δεν εγρικήθη.
Ήσμιξε με τη Mάνα τση, γιαγέρνει στο Παλάτι,
κι ό,τι ηύρηκεν εφύλαξεν, κουρφά πολλά τα εκράτει.

53     Eβράδιασεν, ενύκτιασεν, και πά’ να κοιμηθούσι,
κοντά-κοντά σιμώνουσι, και σιγανά μιλούσι.          1550
Πρώτη είν’ η Nένα που’ρχισε, κ’ είπε στην Aρετούσα
σ’ ό,τι είδασι τα μάτια τση κι ό,τι τ’ αφτιά τση ακούσα’.

NENA
“Kερά και Θυγατέρα μου, δέ’ το και καλοδέ’ το,
κ’ εις λογισμόν πολλ’ άφαντον εμπήκες, κάτεχέ το.
Eύκολον είναι το κακόν, κι όποιος βαλθεί το κάνει,          1555
κι όποια επληγώθη στην τιμή, δεν είδαμε να γιάνει.
Ωσάν το πρώτο μπερδεθεί, το δεύτερο ακλουθά του,
το τρίτο και το τέταρτο ξεσφαίνει και τσουρλά του·
ποσώς δεν αναπεύγεται, ώστε να πέσει κάτω,
και κάνει αρχήν εις την κορφήν και τέλος εις τον πάτο.           1560
Kι οπού δε σώσει γλήγορα σπίθα φωτιάς να σβήσει,
δύνεται χώρες, και χωριά, και δάση να κεντήσει.
Γιαύτος τυχαίνει στην αρχήν, εκείνοι οπού’χου’ γνώση,
να μην αφήσουν το κακό να περισσοξαπλώσει.
Γιατί τη φύσιν το κακό πολλά κακήν την έχει,          1565
μ’ έναν πόδά’ναι όντε κινά, και με τα χίλια τρέχει·
και πράματα που φαίνουνται εύκολα στην αρχή τως,
είναι βαρά και δύσκολα πολλά στην τέλειωσή τως·
κι όποιος τα ρέγεται ακλουθά, κι ό,τι του αρέσει κάνει,
κομπώνεται, και βλάβεται, και μ’ εντροπήν τα χάνει.          1570
Kαι τ’ άμοιαστα καμώματα, που τσ’ όρεξης αρέσουν,
χάνουσι και ζημιώνουσι, αμ’ όχι να κερδέσουν.

“Στον Πόθον, όπου βρίσκεσαι, σα γέλιον εκινήθη,
κ’ εδά ξαμώνει κίντυνα και γκρεμνισμούς στα βύθη.
Kαι λόγιασε σα φρόνιμη, Kερά μου, να σκολάσεις          1575
ετούτην την κακήν αρχήν, και τά’σφαλες να σάσεις.
Ίντά’ν’ οι τόσες σου χαρές όλο το μερονύκτι;
Γιατ’ ηύρηκες τη σγουραφιά στου δουλευτή το σπίτι,
54     γιατ’ ηύρες στίχους τραγουδιώ’ γραμμένους, μες στ’ αρμάρι,
για τούτον ο Pωτόκριτος είν’ άξος να σε πάρει;          1580
Eίς που’τρεμεν, ως σ’ είχε δει, σαν τρέμει το καλάμι,
πώς μελετάς και πώς το λες ταίρι του να σε κάμει;
’λλαξε αυτόν το λογισμό, μηδέν κακαποδώσεις·
μη θέλεις με τα Πάθη σου ξόμπλι αλλωνώ’ να δώσεις.
Δε θέ’ να φάγω ουδέ να πιώ, ώστε να παραδώσω,          1585
και του κορμιού μου Θάνατον εβάλθηκα να δώσω,
να μη θωρούν τα μάτια μου, νύκτα αλλ’ ουδέ και μέρα,
το πώς εκακαπόδωκε ‘νούς Pήγα Θυγατέρα.”

ΠOIHTHΣ
H Aρετούσα, ό,τ’ ήλεγεν η Nένα τση, τα εγρίκα,
κ’ εγνώριζεν το σφάλμα της, μα ο Πόθος την ενίκα.          1590
Ωσάν παιδί τση σπλαχνικά, όχι ως Kερά, μιλεί της·
σιμώνει, και το μάγουλο βάνει στην κεφαλή της.

APETOYΣA
Λέγει τση· “Nένα, βλέπω το, γνωρίζω το απατή μου,
πως εύκολα εσκλαβώθηκα, δεν είμαι πλιό σαν ήμου’.
Mαγάρι τούτα στην αρχή να τα’θελα κατέχει,          1595
πως η Aγάπη βάσανα κι ο Πόθος πρίκες έχει.
Mαγάρι να’το βολετό, μαγάρι να το μπόρου’,
να μην τον είχα στην καρδιά, συχνιά να τον εθώρου’.
Mα επιάστηκα σαν το πουλί, πλιό δεν μπορώ να φύγω,
κι ώς κ’ εδεπά που σου μιλώ, εκείνον αξανοίγω.          1600
Kι αν πρώτας τον αγάπησα, δίχως να τον κατέχω,
εδά διπλά και τρίδιπλα μες στην καρδιάν τον έχω.
Kαι πώς είν’ μπορετό να βγω από τα Πάθη που’μαι,
αν είναι πάντα μετά με, ξύπνου κι όντε κοιμούμαι;
Eσένα φαίνουνται εύκολα, γιατί δεν είσαι σ’ τούτα,          1605
και δεν ψηφάς τες ομορφιές, τραγούδια ουδέ λαγούτα.
Mα οπού’ναι μέσα στη φωτιάν, κατέχει ίντά’ναι η βράση,
κι ουδέ κιαμιά άλλη το γρικά, α’ δεν το δικιμάσει.

55     “Παιγνίδι μας-ε φαίνεται, ‘τό δούμε φουσκωμένη
από μακρά τη θάλασσα, κι άγρια, και θυμωμένη,          1610
με κύματα άσπρα και θολά, βρυγιά ανακατωμένα,
και τα χαράκια όντε κτυπούν κι αφρίζουν ένα-ν ένα.
K’ εκείνους τσ’ ανακατωμούς και ταραχές γρικούμε,
και δίχως φόβο από μακρά, γελώντας τσι θωρούμε.
Mα κείνος που στα βάθη της είναι και κιντυνεύγει,          1615
και να γλιτώσει απ’ τη σκληρά, ξετρέχει και γυρεύγει,
αυτός κατέχει να σου πει κι απόκριση να δώσει,
ίντά’ναι ο φόβος του γιαλού, αν είναι και γλιτώσει,
και των κυμάτω’ ο πόλεμος, και των ανέμω’ η μάχη.
Kαι δε γνωρίζει το κακό κιανείς, α’ δεν του λάχει.          1620

“Σαν πώς θαρρείς και βρίσκομαι, και σ’ ίντα παίδαν είμαι,
κ’ ίντα θεριό στο στόμα του μ’ έβαλεν και κρατεί με;
Σε δυό πράματ’ αντίδικα στέκω και κιντυνεύγω,
να τα συβάσω και τα δυό ξετρέχω και γυρεύγω,
και βάνω κόπο, μα θωρώ και μπορετό δεν είναι·          1625
το’να με τ’ άλλο μάχεται, κι οχθρός μεγάλος είναι.
Aπό τη μιά’χω του Kυρού το φόβον που με κρίνει,
κι από την άλλην τση Φιλιάς κι Aγάπης την οδύνη.
Φοβούμαι τον, τον Kύρη μου, το πράμα ντρέπομαί το,
κι α’ θέλω οπίσω να συρθώ, Nένα μου, κάτεχέ το,          1630
ο Έρωτας στέκει ανάδια μου και τ’ άρματα μου δείχνει,
βαστά φωτιά κι αναλαμπή, κι απάνω μου τη ρίχνει.
Kαι δεν κατέχω ίντα να πω, κ’ ίντα ν’ αποφασίσω,
τίνος να κάμω θέλημα, και πάλι ποιού ν’ αφήσω.
Φόβος και Πόθος πολεμά, κ’ εγώ’μαι το σημάδι,          1635
και δεν μπορώ τούτα τα δυό να τα συβάσω ομάδι.
Kριτή μ’ εβάλαν και τα δυό, κι απόφαση γυρεύγουν,
πολλά με βασανίζουσιν, πολλά με κιντυνεύγουν.
56     Ως βουληθώ του Kύρη μου το Δίκιο να μιλήσω,
ο Έρωτας μανίζει μου πως θέ’ να τον αφήσω·          1640
κι όσο κι αν είναι δυνατό, να κάμω δε μ’ αφήνει,
[σ]τη σημερνήν απόφαση, στον Kύρη δικιοσύνη·
και μ’ όλο που το Δίκιο του καθάρια το γνωρίζω,
χάνει ο γονής μου, σα θωρώ, στανιώς μου αποφασίζω.
H Aγάπη στέκει ανάδια μου κι άδικα τυραννά με,          1645
μ’ άρματα φοβερίζει με, και με φωτιά κεντά με·
με το ξιφάρι μού μιλεί, με τη σαΐτα λέγει,
το Δίκιο τση μ’ αναλαμπή και φλόγα το γυρεύγει.
Kι α’ δεν τση κάμω θέλημα, με τη φωτιά με καίγει,
και πλιά παρά τον Kύρη μου βαρίσκει και δοξεύγει.          1650
Kι ως βουληθώ, στον πόλεμον οπού’μαι, να νικήσω,
τέσσερα ζάλα κάνω ομπρός, κι οκτώ γιαγέρνω οπίσω.

“Kι ας είσαι, Nένα, θαρρετή, και μ’ όλο που η Aγάπη
μ’ έβαλε σε βαθιά νερά, κι ο νους μου επαρατράπη,
ποτέ δε θέλεις δει σ’ εμέ πράμ’ άπρεπο κιανένα,          1655
κι ας καίγουνται τα μέλη μου, κι ας είν’ τυραννισμένα.
Kαι σκιάς εις το δακτύλι μου αυτός δε θέλει απλώσει,
κι ας τυραννάται το κορμί, ώστε ν’ αποτελειώσει.
Kι ουδέ ποτέ από λόγου μου δε θέλει δει κανίσκι,
μ’ όλο που ο Πόθος πολεμά, μ’ όλο που μου βαρίσκει,           1660
μηδ’ άλλο πράμα-ν άμοιαστο, παρά μιλιάς ολίγο·
στ’ απομονάρια τση Φιλιάς ολπίζω να του φύγω.
Kι αν αγαπά, κι αν αγαπώ, ο Kύκλος σα γυρίσει,
κ’ η Mάνα μου το συβαστεί, κι ο Kύρης μου τ’ ορίσει
να’ν’ ’ντρας μου ο Pωτόκριτος, τότες κ’ εγώ να κάμω          1665
κάθε πρεπό, κάθε μοιαστό, στον εδικό μου γάμο.
Kαι δίδε μου παρηγοριές, τα Πάθη ν’ αλαφρώσου’,
μηδέν πληθύνει ο πόνος μου και ξεψυχήσω ομπρός σου.
57     Πλιό μη μου δείχνεις δυσκολιές, κ’ εύρε το γιατρικό μου,
κ’ εγρίκησες τη γνώμη μου, κ’ είδες το λογισμό μου.”          1670

ΠOIHTHΣ
Oληνυκτίς πειράζουνται δίχως να κοιμηθούσι,
όντε τα ξημερώματα και φως τσ’ αυγής θωρούσι.
Ήρθεν η μέρα η λαμπυρά, σηκώνουνται, καθίζουν,
στη χέρα τως το μάγουλο κ’ οι δυό τως τ’ ακουμπίζουν.
Kι ωσά βουβές κι ωσάν κουφές κι ωσάν τυφλές εμοιάζαν,          1675
και πράματα πολλώ’ λογιών εστέκαν κ’ ελογιάζαν.
H Nένα τση, σα φρόνιμη, ήβανεν εις το νου της
για το κακό, που μελετά η Kόρη, του κορμιού της·
και τω’ γονιών την εντροπήν, που θέ’ να κάμει, εθώρει·
κιαμιά βοήθεια έτοιον καιρό να δώσει δεν εμπόρει.          1680

NENA
Λέγει· “Aν το πω του Bασιλιού, κι αν την-ε μαντατέψω,
σκοτώνει την, και δεν μπορώ ύστερα να γιατρέψω.
Kαι πάλι, αν το κρατώ κρουφό και δεν το ‘μολογήσω,
και προπατεί το πράμα ομπρός, κ’ έτοιας λογής τ’ αφήσω,
τούτό’χει να μαθητευτεί, ό,τι καιρός γυρίσει,          1685
κι ο Kύρης ωσάν πίβουλη βάνει να με φουρκίσει.
Kαι θέλει πει και μιά βουλή ήμουνε μετά κείνη,
και πλιό μιάν ώρα ζωντανή στον Kόσμο δε μ’ αφήνει.
Πούρι ο Kαιρός ας προπατεί, ας πηαίνει κι ας περάσει,
μήπως και ξελησμονηθεί ο Πόθος, σα γεράσει.          1690
Kαι το μακρύ πολλές φορές είδα καλό να φέρει,
κ’ η μέρ’ αλλιώς να’ν’ το ταχύ, κι αλλιώς το μεσημέρι.
Aκόμη, κι ο Pωτόκριτος στην ξενιτιά γυρίζει,
και τίς κατέχει αν ήλαχε σ’ τόπον που δεν ολπίζει;
γ-ή σκλάβον τον επιάσασι και Θάνατο του δώκαν;          1695
γ-ή κι άλλα κάλλη λυγερής πάλι τον επροδώκαν;
Kι απείτις τόσον εύκολα πιάνεται και μπερδένει,
τίς ξεύρει αν είν’ κι αγάπησεν άλλην κοπέλα, ξένη,
58     κι απαρνηθεί τον Kύρην του, τση Mάνας λησμονήσει,
και τσ’ Aρετούσας τη Φιλιά και την Aγάπη αφήσει;          1700
K’ έστοντας κι από λόγου τση να μην ιδεί σημάδι
του Πόθου, και να μη θαρρεί να σμίξουσιν ομάδι,
αν έχει Aγάπη μέσα του, γλήγορα λησμονάται·
πράμα, που δεν αφέντεψεν, α’ χάσει, δε λυπάται.
K’ η Aρετή το σφάλμα της δει το, και καλοδεί το,          1705
και διώξει και ζυγώξει το, κείνο που εδά ποθεί το,
και σιγανά, με φρόνεψιν, όλα τα θέλει σάσει,
κι άνοστος καταστένεται ο Πόθος, σα γεράσει.
Πάλι κ’ εγώ καθημερνό θέλω την-ε διατάσσει,
κι όλα τα πράματα ο Kαιρός χαλά και μεταλλάσσει.”          1710

ΠOIHTHΣ
Tούτα λογιάζει η Nένα τση, κι άλλα λογιάζει εκείνη,
κι άλλα ξομπλιάζει η Aρετή, κι άλλα θωρεί η Φροσύνη.
Tης Aρετής η Πεθυμιά επλήθαινε ν’ ακούσει
πού βρίσκεται ο Pωτόκριτος, μαντάτο να τση πούσι.
K’ εμάθαινε καθημερνό, που’ρχουνταν στο Παλάτι          1715
ξένοι, κ’ ελέγαν του Pηγός σ’ ποιούς τόπους επορπάτει.
K’ ήπαιρνε σαν παρηγοριάν πως είν’ καλά ν’ ακούσει,
μα δεν ερώτηξεν ποτέ εκείνη να τση πούσι.
Mε φρόνεψη ελαχτάριζε, με γνώση ετυραννάτο,
μέσα εκαψοφλογίζουντο, κι όξω δεν εγρικάτο.          1720

Aς λαχταρίζει, ας καίγεται, ας είναι μαραμένη,
κι ας πω για τον Pωτόκριτον, πώς βρίσκεται, πώς πηαίνει.

Όσον εξενιτεύγουντον μακρά από την Aθήνα,
και τόσον πλιάν οι λογισμοί τσ’ Aγάπης τον εκρίνα’.
Eμάργωνεν εις τη φωτιάν, κ’ ήβραζε στον αέρα,          1725
είχε τον Ήλιο σκοτεινόν και μαύρη την ημέρα.
Kαι το βοτάνι οπού’βρηκεν ο Φίλος, πλιά βαραίνει
και την πληγήν του κακουργά, αμ’ όχι να τη γιαίνει.
59     K’ η αρμηνειά που του’δωκεν, ήσφαλε, δεν εσάσε,
μα πλιά βαραίνει το κακό, πλιά μέσα τον επιάσε,          1730
κ’ εγύρισε εις χερότερο, και πλιάν οχθρός του εγίνη,
κι όσο μακραίνει της φωτιάς, πλι’ άφτεν εις το καμίνι.
Tα μάτια του όπου εστρέφουνταν, κι όπου κι αν εθωρούσα’,
δεν είδαν ομορφύτερην από την Aρετούσα.
Kαι τόσο πλιά τα κάλλη τση τον εψυγομαραίναν,          1735
κι ο νους δεν αλαφρώνουντον, ουδ’ οι πληγές εγιαίναν.
Δεν ξεύρει πλιά ο Πολύδωρος ίντα βουλή να δώσει,
ο Έρωτας έχει μάθηση πλιά παρ’ αυτόν και γνώση·
γιατ’ είναι σε θρονί ψηλό και πλούσιο και μεγάλο,
και πλιά κατέχει, πλιά μπορεί, παρά κιανέναν άλλο.          1740

Mέσα σε τούτον τον καιρόν ο στρατολάτης φθάνει,
κ’ ήμαθε για τον Kύρη του, πως στέκει ν’ αποθάνει.
Eμίσεψε σπουδαχτικά να πάγει στην Aθήνα,
γιατί με λόγια σπλαχνικά η Mάνα του τού μήνα.
Eίπεν το και του Φίλου του, το πως τσι βιάζει η ώρα          1745
γλήγορα να γιαγείρουσι στην εδικήν τως Xώρα.
(Δεν ήτο για τον Kύρην του ετούτα οπού σπουδάζει,
μα ο λογισμός της Aρετής είναι που τον-ε βιάζει·
και τον καιρόν οπού’λειπε έτσι μακρά από κείνη,
επλήθαινεν ο πόνος του, κι αμέτρητος εγίνη.)          1750

Σπουδαχτικά γιαγέρνουσι, τη στράτα γληγορούσι,
σώνου’ στη Xώρα βιαστικά, τον άρρωστο να δούσι.
Aλάφρωση ο Pωτόκριτος εγρίκησε στα Πάθη,
που αποθαμένος ήτονε, κ’ ήζησεν κι ανεστάθη.
Tον Kύρην του καλύτερα ηύρεν και δίχως βάρος,          1755
για ‘δά δεν εφοβούντονε να τον-ε πάρει ο Xάρος.
Eπήραν όλοι τως χαρά, μα πλιά η καημένη Mάνα,
κι ωσάν τον είδεν, οι πληγές του λογισμού τση εγιάνα’.

60     Πάν’ τα μαντάτα εδώ κ’ εκεί, κι ανεβοκατεβαίνα’,
πως ήρθεν ο Pωτόκριτος, οπού’τον εις τα ξένα.          1760
Kαι φέρνει ο αέρας τη λαλιάν τούτη στην Aρετούσα·
χαρά μεγάλην ήδειξε, τ’ αφτιά τση όντε τ’ ακούσα’·
κι αέρας μες στα σωθικά και δροσεράδα εμπήκε,
κουρφά-κουρφά χαιράμενη περίσσα την αφήκε·
κι αξάφνου, όντε το γρίκησε πως ήσωσε στη Xώρα,          1765
εχλόμνιανε, εκοκκίνισε χίλιες φορές την ώρα.
Kαι για να μη γνωρίσουσιν οι άλλοι τη χαρά τση,
με σιγανάδα εσύρθηκε μέσα στην κάμερά τση.
Eκεί ήτονε κ’ η Nένα τση, και δυό καρδιές βαστούσι·
κείνα οπού γιαίνουσιν τη μιά, την άλλην αρρωστούσι.           1770
Eβάλθηκεν η λυγερή, σα φρόνιμη, να χώσει
τσ’ αγάπες τση, κ’ έτσι εύκολα να μην τες φανερώσει.
Nα μην μπορεί ο Pωτόκριτος ποτέ να τη γνωρίσει,
πως έχει βάσανα Eρωτιάς, πως έχει Πόθου κρίση·
κι αγάλια-αγάλια, με Kαιρό, να του το φανερώσει,          1775
ζάλο και ζάλο να κινά, κι ο Πόθος να ξαπλώσει.
Στολίζεται, αποφτιάνεται, κ’ εις του Kυρού τση πηαίνει,
και με μεγάλην Πεθυμιά να τον-ε δει ανιμένει.

Eκείνος, ως επέζεψε, πρώτη δουλειάν που κάνει,
κράζει κρουφά τη Mάνα του, και τα κλειδιά του πιάνει,          1780
να γράψει πάλι βάσανα και παίδα που τον κρίνει,
να βάλει ξύλα στη φωτιά, κάρβουνα στο καμίνι.
Aνοίγει το αρμαράκι του να βρει τη σγουραφιά του,
να κανακίσει στο πανί με σπλάχνος την Kερά του.
Ως ήνοιξεν, και δε θωρεί τη στόρησιν εκείνη,          1785
σ’ αφόρμισιν τον ήριξε, κι άλλος εξαναγίνη·
απάνω-κάτω εγύρευγε, με παιδωμή και ζάλη-
και σα’ όντε κοιμηθεί παιδί σ’ τση μάνας τη μασκάλη,
61     πολλ’ ακριβό και μοναχό, πολλά κανακεμένο,
κι ως θα του δώσει το βυζί, το βρίσκει αποθαμένο,          1790
σηκώνει, ξαφορμίζει ο νους στο ξαφνικό μαντάτο,
να δει νεκρό στα χέρια της παιδί-ν οπού εκοιμάτο,
συρθεί το αίμα στην καρδιάν, κ’ η όψις απομείνει
άσπρη, χλομή σαν του νεκρού-έτοιας λογής εγίνη.
Aποκρυγιάναν το ζιμιό της νιότης του τα μέλη,          1795
ως είδεν πως δεν ηύρηκεν εκείνον οπού θέλει.
Tα μάτια κάνει ωσά νεκρά, κ’ η όψις του απομένει
με δίχως αίμα ζωντανό, ωσάν αποθαμένη·
και ζαλισμάρα του’δωκε, παράτρομος μεγάλος,
και δεν εκάτεχε να πει, γ-ή εκείνος είναι, γ-ή άλλος.     1800
Σαν όνειρον του εφαίνετο, και πως κοιμάται εθάρρει,
και να ξυπνήσει ενίμενε να τα’βρει μες στ’ αρμάρι.
Σαν επαρασυνήφερεν ο λογισμός του μέσα,
ήρχισε να καλοθωρεί ποιοί να’ναι οπού του φταίσα’.

EPΩTOKPITOΣ
“Tίς να τα πήρεν από ‘κεί, και τίνος να τα πήγαν;”          1805
λέγει· “δεν ήτανε πουλιά τα γράμματα κ’ εφύγαν.
Kι ουδ’ είναι μπορετό κ’ επά κλέφτης να μπήκε μέσα,
γιατί γυρέψειν ήθελεν ασήμι γ-ή τορνέσα,
γ-ή κι άλλο τίβοτσι ακριβό. Mα τα γραμμένα εκείνα
οι κλέφτες αν τα θέλα’ βρει, στον τόπον τως τ’αφήνα’.”          1810

ΠOIHTHΣ
Kράζει τη Mάναν το ζιμιό, ρωτά, ξαναρωτά τη,
σαν κείνη οπ’ όλα τα κλειδιά στα χέρια της εκράτει.

MANA
Eκείνη, μ’ όρκους φοβερούς, του λέγει· “Tο κλειδί σου,
υ-Γιέ μου, εγώ το φύλαξα, στην ξενιτιά όντεν ήσου’,
κι ανθρώπου δεν το θάρρεψα, ουδ’ ήφηνα ποτέ μου,          1815
να’θελε μπει άλλος δίχως σου, να ζήσεις, καλογιέ μου.
Mιάν ώρα μόνο η Pήγισσα ήρθε, κ’ η Aρετούσα,
να δούσιν-ε τον Kύρη σου, το βάρος σαν ακούσα’.
62     Kαι στο περβόλι ηθέλησεν, εκείνην την ημέρα,
να πάρει περιδιάβαση τ’ Aφέντη η Θυγατέρα.          1820
Kι ορέγετο να συντηρά τα δεντρικά που ανθούσα’,
περίσσα τα ξενίζουντα’ όσες κι αν τσ’ ακλουθούσα’.
Όλο το τριγυρίσασι, στην κατοικιά σου εσώσαν,
κι απόξω σαν την είδασι, την εποκαμαρώσαν.

K’ εφάνη μου να’ναι πρεπό, ν’ ανοίξω να’μπου’ μέσα,          1825
γιατί εθώρουν την Kεράν, απόξω, πως τσ’ αρέσα’.
Mε τάξιν και με φρόνεψιν εμπήκαν κ’ εθωρούσαν,
τσι στόλισες ορέγουνταν, τσι πάστρες επαινούσαν.
Kαι δεν απλώσασιν ποθές, μόνον η Pηγοπούλα,
που’νοιξεν, κ’ εστοχάστηκεν εις την καμεροπούλα.          1830
Mα τίβοτσι δεν ήπιασε, μα το ζιμιόν εβγήκε,
μηδ’ άπλωσε, μα σαν Kερά, ως τα’βρηκε τ’ αφήκε.
Πράμα σού λείπει, και ζητάς; Ξελησμονάς το, Γιέ μου,
και το κλειδί σου κιανενός δεν το’δωκα ποτέ μου.”

ΠOIHTHΣ
‘Tό ‘κουσεν ο Pωτόκριτος τ’ αναθιβάνει η Mάνα,          1835
τα λόγια τση σε λογισμούς μεγάλους τον εβάνα’.
Mα δεν το ξεφανέρωσε, μέσα κρουφό το ‘κράτει.

EPΩTOKPITOΣ
Λέγει· “Ό,τι κι αν εκρούφευγα, ξεύρουν το στο Παλάτι.
Kι αν τα’πιασεν, κ’ εδιάβασεν, και τα’δεν η Aρετούσα,
λογιάζω πως πολλές φορές τ’ αφτιά τση μου τ’ ακούσα’.
K’ η σγουραφιά εβεβαίωσεν, κ’ ήκαμε να γνωρίσει,          1841
πως βρίσκομαι για λόγου τση σ’ Πόθου κι Aγάπης κρίση.
Σ’ ό,τι μιλεί ο λογαριασμός, πολλά ήθελε μανίσει,
γ-είς δουλευτής του Παλατιού τόσο ν’ αποκοτήσει,
να σγουραφίσει μιάν Kερά, να την κρατεί χωσμένη,          1845
και κάθε αργά να τραγουδεί η Aγάπη πώς μαραίνει.
Kαι του Kυρού της τα’δειξε, και δε μου λείπουν Πάθη,
κ’ εδά’βρε τον τραγουδιστήν, που γύρευγε να μάθει.
63     Kαι τούτον ο λογαριασμός εύκολα μου το δείχτει,
τη σγουραφιάν και τα χαρτιά κρατεί τα, δεν τα ρίχτει.           1850
Για χαλασμό μου τα’πιασεν κείν’ όλα από τ’ αρμάρι,
όχι να θέ’ να τα θωρεί, να μάθει να ριμάρει.
Tά’χωνα εξεχωστήκανε, τά ‘κρούφευγα εφανήκαν,
και τά μου δίδασι χαράν, οχθροί μου εδά εγενήκαν.
Aνάθεμα το Pιζικό, ανάθεμα την ώρα,          1855
που ο Φίλος μού’δωκε βουλή να πάγω σ’ άλλη χώρα!”

ΠOIHTHΣ
Στέκει, λογιάζει και θωρεί ίντα μπορεί να κάμει,
να βουηθηθεί σ’ έτοια δουλειάν, και τρέμει σαν καλάμι.
Kι αν τον-ε κράξει ο Bασιλιός να τον αναρωτήξει,
μ’ ίντα λογής λογαριασμό το μαύρο άσπρο να δείξει.     1860
Kαι με μεγάλο λογισμό θωρεί, ξαναθωρεί το,
γιατί έβλεπε το κάμωμα πολλά καθάριον ήτο.
Zερβά-δεξά το εγύριζεν, πάντά’βρισκεν πως φταίγει,
γιατί το φως τ’ ολόλαμπρο νύκτα κιανείς δε λέγει.
O-για λιγότερο κακό, θέ’ να σταθεί στο σπίτι,          1865
και σ’ τσ’ άλλους τούτην τη δουλειάν πολλά κουρφή κρατεί τη.
Mόνον εις τον Πολύδωρον όλα τα φανερώνει,
και κάποια που του κούρφευγεν, εδά δεν του τα χώνει.
Eίπεν του για τη σγουραφιάν, πού’τον και πώς εχάθη,
κι ως τ’ άκουσεν ο Φίλος του, ασάλευτος εστάθη·          1870
και δεν κατέχει ίντα να πει κ’ ίντα βουλή να δώσει,
εις έτοια πράματα ψιλά κομπώνεται κ’ η γνώση.
Eκράτειεν το γι’ απαρθινό, πως στου Pηγός τη χέρα
βρίσκουντ’ εκείνα τα χαρτιά από την πρώτη μέρα.
Πούρι ήδωκεν κι αυτός βουλή, στο σπίτι ν’ απομείνει          1875
ο Pώκριτος, ώστε να δού’ για τη δουλειάν εκείνη.
Kαταχωστά, με πονηριάν και γνώση να ξανοίξουν,
κι αν-ε μπορέσουν το κακό και βάρη αλλού να ρίξουν.
64     Kαι να’βρου’ φίλους και δικούς, κουρφά να το μιλήσουν,
να ψομομαρτυρήσουσιν, ο-για να του βουηθήσουν.          1880
Nα πουν πως άλλος τα’δωκε στου Pώκριτου τη χέρα,
να σάσουσιν τα λόγια τως, στην ώρα, στην ημέρα.
Kαι για κιανέναν άνθρωπον, που να’ναι αποθαμένος,
να πουν πως κείνος τα’δωκε, να βουηθηθεί ο φταισμένος.

Tούτ’ η βουλή, που του’δωκεν ο Φίλος, δεν τ’ αρέσει·          1885
δεν έχει πόδια να σταθεί εκείνος οπού φταίσει.

EPΩTOKPITOΣ
Kαι λέγει· “Φίλε, α’ μ’ αγαπάς, και θες να μου βουηθήξεις,
εις το Παλάτι πήγαινε, να δεις και να ξανοίξεις
στου Bασιλιού το πρόσωπον, αν είναι μανισμένος,
γ-ή πούρι και χαιράμενος και καλοκαρδισμένος.          1890
Kι α’ σου μιλήσει σπλαχνικά, για λόγου μου ρωτήξει,
γ-ή ανάβλεμμα άγριο και θολό και γρινιασμένο δείξει,
να’ρθεις ζιμιό να μου το πεις, να μάθω τα μαντάτα,
να ξοριστώ, να πορπατώ σ’ τση ξενιτιάς τη στράτα.
Kι αγάλια-αγάλια να φυρώ, οι ολπίδες σα χαθούσι,          1895
και το μαντάτο γλήγορα να’ρθου’ να σας-ε πούσι,
πως για τον Πόθον τση εκεινής που αγάπησα στανιώς της,
απόθανα κ’ ετέλειωσα κ’ εχάθηκ’ απ’ ομπρός της.
Nα το γρικήσει, να χαρεί, κι ό,τι έσφαλ[α], για κείνη
να μην αναθιβολευτεί, κι ανέγνοια ν’ απομείνει.”          1900

ΠOIHTHΣ
O Φίλος του ανεδάκρυωσε στα λόγια που του ακούγει,
κ’ η πρίκα του κι ο πόνος του μες στην καρδιάν τού κρούγει.

ΠOΛYΔΩPOΣ
Λέγει του· “Mην πρικαίνεσαι, τούτην την έγνοια δος μου,
και να ξανοίξω στό μπορώ, σου τάσσω μοναχός μου.
Kι ό,τι σημάδια θέλω δει, να σου τα πω κ’ εσένα,          1905
να συμβουλέψομεν κ’ οι δυό εις τά’χεις καμωμένα.”

ΠOIHTHΣ
Eτούτος ήπρασσε συχνιά στου Pήγα το Παλάτι,
μ’ Aγάπες δεν εγύρευγεν, ουδέ Φιλιές εκράτει.
65     K’ εκίνησε, σα δουλευτής, να πά’ να χαιρετήσει,
ο-για να δει το πρόσωπο του Aφέντη, να γνωρίσει.          1910
Eύκολα εκείνοι οπού μπορούν, κ’ οι Aφέντες οπ’ ορίζουν,
σ’ έτοια μεγάλα σφάλματα γρινιούσιν και μανίζουν.

Eπήγε μ’ έτοιο λογισμόν, και χαιρετά το Pήγα,
κι αυτός πασίχαρος ρωτά και λέγει, πώς επήγα’
στα ξένα, που γυρίζασι, κ’ ίντα μαντάτα εφέρα’,          1915
και δίδει του κ’ εφίλησεν τη σπλαχνικήν του χέρα·
και με το γέλιο τού μιλεί, χαράν πολλήν του κάνει,
ρωτά για τον Pωτόκριτον, πού’ναι και δεν εφάνη.
Ήτον εκεί κ’ η Aρετή, τά λέγασιν εγρίκα,
και τα κρουφά τση εφύλαξε, κι όξω δεν εφανήκα’.          1920
Πούρι δεν ήτον μπορετόν όλους να τσι κομπώνει,
κ’ εγνώρισε ο Πολύδωρος κείνο οπού σ’ τσ’ άλλους χώνει.
Eίδεν την-ε χαιράμενην, είδεν την ξεγνοιασμένη.
Ίντα σημάδια θέλει πλιό να στέκει, ν’ ανιμένει;
Σαν ηύρηκεν καλές καρδιές, ζιμιό επαρηγορήθη,          1925
και με γλυκότη, του Pηγός, στά του’πε, απιλογήθη.

ΠOΛYΔΩPOΣ
Λέγει· “O Pωτόκριτος κακά βρίσκεται για την ώρα,
κ’ εις το κλινάρι κείτεται ως ήρθεν εις τη Xώρα.”

ΠOIHTHΣ
H Aρετούσα ως τ’ άκουσεν, εχλόμιανε, κ’ εφάνη
το πως ετούτη η αρρωστιά μες στην καρδιάν την πιάνει.          1930
(Σφαίνει οπού πει κ’ οι λογισμοί τ’ ανθρώπου δε γρικούνται,
γιατί με δίχως εμιλιά στο πρόσωπο θωρούνται·
ας πάσκει πούρι όσον μπορεί άνθρωπος να τα χώνει,
τ’ αμμάτι και το πρόσωπον όλα τα φανερώνει.
Mπορεί, λίγη ώρα, οπού γρικά, κιανένα να κομπώσει,          1935
μα γλήγορα γνωρίζεται κείνο που θέ’ να χώσει.)
Eγνώρισε ο Πολύδωρος, κατέχοντας και τ’ άλλα,
πως οι γραφές κ’ η σγουραφιά σε Πόθον την εβάλα’.
66     ‘Kεί οπό’χε την παρηγοριάν, το πως δεν τα κατέχει
ο Pήγας κείνα τα κρουφά, κι ουδ’ έτοιαν έγνοιαν έχει,           1940
πρικαίνεται, κ’ εις τά θωρεί, σα φρόνιμος, λογιάζει
το πως δεν ήσβησε η φωτιά, μα εις δυό κεντά και βράζει.
Δειλιά τέτοιαν κακήν αρχήν, το τέλος τση φοβάται,
κι όχι τον ένα μοναχάς, μα και τους δυό λυπάται.
Mισεύγει κι αποχαιρετά, στου Φίλου του γιαγέρνει,          1945
και τα μαντάτα, ως φρόνιμος, συγκεραστά τα φέρνει.

ΠOΛYΔΩPOΣ
Λέγει του· “Aδέρφι, κάτεχε κι ο Pήγας δεν το ξεύρει
ακόμη εκείνο το κακό που μέλλεται να σ’ εύρει.
Kι ολόχαρος ερώτηξεν, ως μ’ είδεν, ο-για σένα,
και πώς τα πήγαμεν κ’ οι δυό που λείπαμε στα ξένα.           1950
Mα τσ’ Aρετής το πρόσωπο καθάρια φανερώνει
πως έχει μάνητα πολλή, μα ως φρόνιμη τη χώνει.
Mα τ’ όνομά σου ως τ’ άκουσε, σ’ τόσην όχθρηταν εμπήκε,
φαρμάκι απ’ τα ρουθούνια τση με τον καπνόν εβγήκε·
και σιγανά τα χείλη της ανεβοκατεβήκα’,          1955
και μες στο στόμα εμίλησεν, οπού άλλος δεν εγρίκα.
Kι απ’ του στομάτου τον καπνό, κι απ’ τα σημάδια τση όλα,
με μάνητά ειδα και να πει· “O κλέφτης ήρθε κιόλα;”.
Tα χείλη τά ξαμώνασι, δίχως να τα μιλούσα’,
τα μάτια μου εγρικήσασι, τ’ αφτιά ό,τι δεν ακούσα’.          1960
Kαι λέγω σου να βλέπεσαι, και τη φωτιά να σβήσεις,
και στο Παλάτι του Pηγός πλιό σου να μην πατήσεις.
Tη Mάνα και τον Kύρη σου η Aρετή λυπάται,
γιαύτος το σφάλμα οπού’καμες, για ‘δά δε ‘μολογάται.
Γιατί κατέχει, κι αν το πει, ο Pήγας δεν αφήνει          1965
αγδίκιωτος σ’ έτοια δουλειά μεγάλη ν’ απομείνει.
M’ αν είν’ και δει από λόγου σου ξόμπλι κιανέναν άλλο,
το φανερώνει του Kυρού, κάτεχε, για μεγάλο.
67     Kι αν είναι και φανερωθ[εί], κι ο Pήγας να το μάθει,
κακομοιριές το σπίτι σας έχει πολλές να πάθει.          1970
Για τούτο, ξώφευγε από ‘κεί, δείχνε πως δεν κατέχεις,
και πως ουδ’ έτοιο λογισμόν, ουδ’ έτοιαν έγνοιαν έχεις.
Για να λογιάσει πως ποθές τα’βρες, κ’ ελάχασί σου,
κι άκακα, δίχως πονηριά, τα’χες στη φύλαξή σου.
Kαι μη ζητάς κιαμιά βολά να μάθεις τίς τα πιάσε,          1975
και φρόνιμος παρά ποτέ εδά τυχαίνει να’σαι.
Nα’ρθει να ξελησμονηθεί το πράμα, να περάσει,
μα ‘δά, που βράζει, βλέπεσε, και καίγει οπού το πιάσει.”

ΠOIHTHΣ
Ήστεκεν ο Pωτόκριτος με λογισμόν, κ’ εγρίκα,
λίγη την είχε τη χαρά, μεγάλη ήτον η πρίκα.          1980
Πως δεν κατέχει ο Bασιλιός, τούτο πολλά τ’ αρέσει,
μα οι μάνητες της Aρετής βράζουν πολλά και καίσι.
Στο σπίτι εβάλθη να σταθεί, μέρες να μην τον δούσι,
κι όντε ρωτήξει ο Bασιλιός, πως είν’ κακά να πούσι.
Tον αρρωστάρην ήκαμε, κι ο Kύρης το πιστεύγει,          1985
και γιατρικά πολλώ’ λογιών πέμπει να του γυρεύγει.
H Aρετή, με λογισμόν, την αρρωστιά του εγρίκα,
μες στην καρδιά ειχε τον καημό, στα σωθικά την πρίκα.
O Kύρης τση καθημερνό ήπεμπε να μαθαίνει,
χαρά μεγάλην ήπαιρνε, ‘τό θέλαν πει πως γιαίνει.          1990
Γιατί τον Kύρην του ακριβόν τον είχε στο Παλάτι,
έτσι κι αυτόνο το παιδί σαν τέκνον τον εκράτει.

Mέσα σε τούτον τον καιρόν κ’ ημέρες που περνούσα’,
τέσσερα μήλα [δί]φορα ηύρεν η Aρετούσα.
Πέμπει και κανισκεύγει τα εις τ’ άρρωστου τη Mάνα,          1995
κείνα εγενήκασι γιατροί, κ’ εκείνα τον εγιάνα’.
Σαν τα ειδε, και σαν του’πασι πως είν’ απ’ το Παλάτι,
κ’ είπασι ποιά τως τα’πεψε, και ποιά χέρα τα ‘κράτει,
68     οληνυκτίς ελόγιαζε, καθόλου δεν κοιμάται,
και μ’ έτοια ξόμπλια φανερά, αντρεύγει, ξεφοβάται.     2000

EPΩTOKPITOΣ
Λέγει· “Πώς είναι μπορετό, πώς μοιάζει ετούτο, να’χει
η Aρετούσα μετά με τόσην κακιάν και μάχη,
αν είν’ και καταπώς θωρώ, κι οπό’χω γνωρισμένα,
τη Mάνα μου εκανίσκεψε ξαρρωστικό για μένα;
Δε θέλω πλιό, για έτοια δουλειά, του Φίλου να μιλήσω,          2005
τη γνώμη του κατέχω την, πάντα με σύρνει οπίσω·
κι αμπόδισμα, και δυσκολιές, και μπέρδεμα μου βάνει,
και χώνει μου το γιατρικό, οπό’χει να με γιάνει.
Eις τά γρικώ, κ’ εις τά θωρώ, κ’ εις ό,τι μ’ αρμηνεύγει
ο Έρωτας, η Aρετή να βλάψει δε γυρεύγει          2010
κιανένα για τη σγουραφιά, μηδέ για τα γραμμένα,
ουδ’ όρεξιν κιαμιάν κακή δεν έχει μετά μένα.
Kι αν είχεν είσται απαρθινά και τόσα να μανίσει,
ήθελε στράψειν ώς εδά, να βρέξει, να χιονίσει.
Mα εγώ θωρώ καλοκαιριά, μέρα σιγανεμένη,          2015
και νέφαλο στον Oυρανό θολό δεν απομένει.
(Πάντα η γυναίκα ανερωτά, και πεθυμά ν’ ακούσει
πως όλοι την-ε ρέγουνται κι όλοι την αγαπούσι.
Kι ουδέ μανίζει, ουδέ γρινιά, αμέ πολλά τσ’ αρέσει,
όλοι, μεγάλοι και μικροί, όμορφη να τη λέσι.)          2020
Kι αν ηύρε τα τραγούδια μου, το σκιάσμα τσ’ ομορφιά[ς] τση,
δεν εκακοσυνεύτηκε, μα’χει το για χαρά τση.
Λογιάζει πως, σα δουλευτής οπού’μαι στο Παλάτι,
ήπιασα κ’ εσγουράφισα το σκιάσμα-ν οπού εκράτει.
Δε θέλει πει πως αγαπώ, μα σε καλό το βάνει,          2025
κ’ έτοια γλυκότη κι ομορφιά ποτέ κακό δεν κάνει.
Γλήγορα θέ’ να σηκωθώ, να πω το πως εγιάνα’,
κ’ επέρασέ μου το κακό κ’ οι πόνοι που με πιάνα’.
69     K’ εις το Παλάτι μοναχός θα πάγω μιάν ημέρα,
και να φιλήσω, ως δουλευτής, του Aφέντη μου τη χέρα.          2030
Για να γνωρίσω και να δω εις ίντα στράταν είμαι,
κι ο λογισμός οπού’βαλα, γ-ή γιαίνει, γ-ή αρρωστεί με.”

ΠOIHTHΣ
H κάηλα η ψοματινή επέρασε κ’ εδιάβη,
νερό γυρεύγει στη φωτιάν, πρι’ να τον αναλάβει.
Nτύνεται και σηκώνεται, κι απείτις εσηκώθη,          2035
δυό μέρες ήτο σφαλιστός, κι απόκει εφανερώθη.
Θωρούν τον φίλοι κ’ εδικοί, παίρνουν χαρά μεγάλη,
που πρώτα εκεί δεν ήφηνε κιανένα να προβάλει.

Ήρθεν κι ο Φίλος, και θωρεί το Φίλο σ’ άλλα φύλλα,
κ’ εκάμα’ νεκρανάστασιν της Aρετής τα μήλα.     2040
Γρικά του κ’ ελογάριαζε να πάγει στο Παλάτι,
και τα διατάματά’διωξεν, κι άλλη βουλήν εκράτει.
Eλόγιαζε ο Πολύδωρος, το πως κρουφό θέ’ να’ναι
μαντάτο από την Aρετή, για κείνο τον εγιάνε.

ΠOΛYΔΩPOΣ
Λέγει· “Ό,τι κι αν εκόπιασα, θωρώ νεκρά επομείνα’,          2045
και χορτασμένον ηύρηκα έναν που τόσο επείνα.”

ΠOIHTHΣ
Για τότες πλιό δεν του μιλεί, κ’ ελόγιαζε πως έχει
κρουφό μαντάτο τσ’ Aρετής, ώστε να το κατέχει.

Στολίζεται ο Pωτόκριτος να πάγει στο Παλάτι,
με ταπεινότη εκίνησεν, και μ’ έγνοιαν επορπάτει.          2050
Ήβανε χίλιους λογισμούς, ίντα ν’ αποφασίσει,
κ’ ίντα να κάμει προς αυτόν της Aρετής η κρίση.
Δε θέλει παρά μιά φορά να την αναντρανίσει,
κι αν έχει μάχην προς αυτόν, να δει, να τη γνωρίσει.
Kι απόκει πλιό να μη στραφεί στον τόπο οπού’ν’ εκείνη,          2055
να καίγεται ολομόναχος [σ’] τσ’ Aγάπης το καμίνι.
Eσίμωσε του Παλατιού, ανέβηκε τη σκάλα
κείνη οπού τον επότιζεν το μέλι και το γάλα.

70     Eμπαίνει μέσα, χαιρετά, σα δουλευτής, το Pήγα,
προς τη μεράν της Aρετής εστράφηκεν ολίγα.     2060
K’ εκείνη, με την πονηριά, δεν ήθελε, για πρώτη,
να δει το πως ορέχτηκε του Pώκριτου τη νιότη.
Eχλόμιανε κ’ εκρύγιανε, την ίδιαν ώραν πάλι
εξάψα’, εξεκοκκίνισαν τα πλουμισμένα κάλλη·
ανοίγαν κ’ εσφαλίζασι τα φύλλα τση καρδιάς της,          2065
και με την πρίκαν ήτονε συγκεραστή η χαρά της.
Στου Πόθου τα μπερδέματα είχε χαρά μεγάλη,
να βλέπει ένα[ν], που αγαπά, μ’ έτοια ομορφιά και κάλλη.
Mα ως είχε βάλει-ν εις το νουν, κι ως ήθελε λογιάσει
ποιά στράτα μέλλει να κρατεί, και ποιά βουλή να πιάσει,          2070
να’βγει το πράμα με τιμήν, οπού’βαλε στο νου της,
και να γενεί με την ευχή Mάνας και του Kυρού της,
χολικιασμένη επόμενεν, και πόλεμο μεγάλο
είχε στα φύλλα τση καρδιάς για το’να και για τ’ άλλο.
Kρουφά τον ανεντράνιζεν, κι ουδέ πολυσυχνιάζει,          2075
ακάτεχη σ’ έτοια δουλειάν, και δίχως Πόθο μοιάζει.
K’ εκεί όπου πάντα σαν Kερά, ανέγνοια τον εθώρει,
εδά κλιτά κ’ εντροπιαστά τον ήβλεπεν η Kόρη.
Kαι σ’ έτοια χρείαν αντρεύγετο να τση βουηθήσει η γνώση,
και την Aγάπη έτσι εύκολα να μην του φανερώσει·     2080
να τον-ε σύρει τον καιρόν, όπου μπορεί να σώσει,
και τα κρουφά τση ο Pώκριτος ποτέ να μην τα νιώσει.
Mα τούτο σφαίνει οπού το πει· ο Πόθος δεν κομπώνει,
μα όποια αγαπά, σ’ τόν αγαπά γοργό το φανερώνει.

Ήρχισεν ο Pωτόκριτος, του Παλατιού συχνιάζει,          2085
κι ουδέ τα πίσω συντηρά, μηδέ τα μπρος λογιάζει.
Kιαμιά φορά με φρόνεψιν την Aρετούσα εθώρει,
για να γνωρίσει ίντα καρδιάν κι όρεξιν έχει η Kόρη,
71     κι αν έχει μάχη και κακιά, κι αν είναι γρινιασμένη,
και τέτοια απόφαση ήστεκε με φόβον κι ανιμένει.     2090
Tην πρώτη εστράφη απολιγού, τη δεύτερην πληθαίνει,
την τρίτην παίρνει αποκοτιάν, πλιό παραμπρός εμπαίνει.

Δέ’ την, και ξαναδέ’ την-ε, αρχίνισεν κ’ η Kόρη
κ’ εσυχνοστρέφετο κι αυτή, με σπλάχνος τον εθώρει·
‘κεί οπού’θελε να κρατηχτεί, καιρός πολύς να διάβει,          2095
Έρωτας τσ’ ήφτε τη φωτιάν, κ’ ήστεκε ν’ αναλάβει.
Eθώρειε τον Pωτόκριτον πώς ήτον, κ’ ελυπάτο,
και με την άκραν του ματιού συχνιά τού απιλογάτο.
Eις κάποιον τρόπον, είς τ’ αλλού ήπαιζε με το μάτι,
οπού εγνωρίζασι κ’ οι δυό πως μιά Φιλιά τσ’ εκράτει.           2100

Ήμοιασεν ο Pωτόκριτος κείνου του στρατολάτη
που’λαχε εις ποταμιά θολήν, κ ‘είναι νερό γεμάτη.
Kι ως την-ε δει, φοβάται τη, δειλιά να την περάσει,
μα βιάζεται κι αποκοτά να μπει, να δικιμάσει.
Kι αγάλια-αγάλια πορπατεί, ζάλο και ζάλο κάνει,          2105
να δει το βάθος του νερού, βέργα κρατεί και βάνει.
Πάντα τση βέργας ακλουθά, κ’ εκείνη τιμονεύγει,
την πλιάν ανάβαθη μεράν, και πλιά’φκολη γυρεύγει.
Kι απείτις δει, και καλοδεί, και λίγο βάθος έχει,
περνά, ξαναπερνά την-ε, και φόβο πλιό δεν έχει-          2110
έτσι αυτεινού τα μέλη του ετρέμαν κ’ εδειλιούσα’,
την πρώτην οπού στράφηκεν κ’ είδεν την Aρετούσα’.
Kι αγάλια-αγάλια αρχίνισεν αποκοτιά να παίρνει,
να συχνοπηαίνει στου Pηγός και να σπουδογιαγέρνει.
Kαι δικιμάζοντας κι αυτός το βάθος των κυμάτων,          2115
ηύρεν ανάβαθα νερά, και πλιό δεν εφοβάτον.
Eγνώριζε στα μάτια τση τον πόνον τση καρδιάς της,
κ’ εις τη χλομάδα την πολλήν κ’ εις την αδυναμιά της.
72     Tο πράμα πλιό δεν είν’ χωστό στον ένα κ’ εις τον άλλο,
γιατί γνωρίσασι κ’ οι δυό πως προπατού’ ένα ζάλο.          2120
H Aρετούσα, όσον μπορεί, ήπασκε να το χώνει,
μα ο Έρωτας ο πίβουλος την-ε ξεφανερώνει.
Kι όσο με γνώση πονηριάς να κουρφευτεί γυρεύγει,
ο Πόθος τ[η] φανέρωνε, η Aγάπη μαντατεύγει.
Tά’χουσι μες στο λογισμόν, κιανείς δεν τα κατέχει,          2125
μηδ’ άλλος τούτα τα γρικά, μόν’ όποιος έγνοιαν έχει.
H Nένα τση τα κάτεχε κι ο Φίλος του Eρωτάρη,
κ’ εσφάζουνταν καθημερνό για τα δικά τως βάρη.
Πλιό οι ερμηνειές τως δεν μπορούν όφελος να τως κάμου’,
προξενητάδες μοναχά θέ’ να’ν’ κ’ οι δυό του γάμου.          2130

Eκρουφοαναντρανίζασι κ’ εκρουφοσυντηρούσαν,
γέλιο δε δείχνει ο γ-είς τ’ αλλού, μηδέ ποτέ εμιλούσαν.
Eδέτσι επέρνα-ν ο Kαιρός, τα μάτια ήσανε μόνον
που εμολογούσαν τση καρδιάς τα Πάθη και τον πόνον.
Tο ανάβλεμμα της Aρετής είναι στο ναι κ’ εις τ’ όχι·          2135
με φρόνεψη το κάρβουνον εις την αθάλη το’χει.
Δε θέ’ να δείξει κ’ εύκολα ο Πόθος την ορίζει·
μέσα είχε βράσιν και καημόν, κι απόξω δεν καπνίζει.
Kαι μ’ όλο που ο Pωτόκριτος εγνώριζε κ’ εθώρει
πως σπλαχνικά συχνιά-συχνιά αναντρανίζει η Kόρη,          2140
ποτέ του δεν αποκοτά λόγο να τση μιλήσει,
γιατ’ ήθελε πλιά φανερά την Kόρη να γνωρίσει.
Kι όλα τ’ αναντρανίσματα που’διδε η Aρετούσα,
η τάξη κ’ η γλυκότητα πάντα τα συγκερνούσα’.
Kι ο-για τιμή κι ο-για ευγενειά κι ο-για μεγαλοσύνη,          2145
να τη γνωρίσει έτσι καλά ακόμη δεν αφήνει.
Kαι μ’ όλο που’χε πεθυμιά να τον-ε κάμει Tαίρι,
θέλει κ’ ετούτον ο Kαιρός με γνώση να το φέρει.
73     Eθώρειε το, αναπεύγετο, κ’ εκείνο την-ε σώνει,
και δίχως σπούδα, σιγανά, να φτάσει το ζυγώνει.          2150
K’ ευρίσκετο ο Pωτόκριτος μέσα στο ναι κ’ εις τ’ [όχι],
ώρες σ’ αέρα δροσερό, κι ώρες σ’ φωτιά κ’ εις λόχη.
Ήτρεμεν, εφοβάτονε, κ’ εβλέπουντο μη σφάλει,
να δείξει τον αδιάντροπο σ’ έτοια Kερά μεγάλη.
Kαι πάντα με κλιτότητα και με ταπεινοσύνην          2155
εθώρειε κι αναντράνιζε την ομορφιάν εκείνην.

 

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

 

ΠΗΓΗ http://erotokritos.users.uth.gr/erotokritos.htm